Το ότι οι ηγέτες της Ομάδας των Είκοσι (G20), που εκπροσωπούν το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού ενώ οι οικονομίες τους παράγουν το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δεν μπόρεσαν να βρουν μια κοινή φόρμουλα καταδίκης του πολέμου που εξακολουθεί να μαίνεται στην Ουκρανία, αντικατοπτρίζει το διπλωματικό και πολιτικό, πέρα από στρατιωτικό, αδιέξοδο της σύρραξης. Αυτό επισημαίνει σε ανάλυσή του ο Ετσιο Μάουρο, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της La Repubblica.
Η ουκρανική αντεπίθεση προχωρά αλλά πιο αργά από ό,τι αναμενόταν ενώ τελειώνει σταδιακά και το καλοκαίρι κατά το οποίο οι Ουκρανοί ευελπιστούσαν πως οι δυνάμεις τους θα σημείωναν σημαντική πρόοδο. Οσον αφορά τον Πούτιν, τους προηγούμενους τρεις μήνες εστίασε κυρίως στο εσωτερικό της Ρωσίας, για να ακυρώσει την αυτονομία των μισθοφόρων της Wagner, μετά το σχεδόν πραξικόπημά τους, με κάθε κόστος, περιλαμβανομένου και του βίαιου θανάτου της Γεβγκένι Πριγκόζιν.
Τώρα οι εμπόλεμοι είναι αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με τον υπόλοιπο κόσμο απλά να παρακολουθεί ανήμπορος να αντιδράσει. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο θέμα, όπως γράφει ο ιταλός αρθρογράφος που δεν είναι ουδέτερο, και που αφορά και εμάς, που βρισκόμαστε στα μετόπισθεν: η διάρκεια του πολέμου.
Ο Μάουρο επικαλείται τον Σουν Τζου και την περίφημη «Τέχνη του Πολέμου», έργο στο οποίο ο μυστηριώδης κινέζος πολεμιστής-φιλόσοφος αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον αντίκτυπο της ψυχολογικής πίεσης που προκαλείται από τη σύρραξη στους εμπόλεμους, κεφάλαιο το οποίο ολοκληρώνει με μια προειδοποίηση: «Δεν γίνεται να παραμένουν τα στρατεύματα στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προκληθεί μεγάλη ζημιά».
Ο παράγοντας χρόνος βαραίνει, φυσικά, και τους δύο στρατούς. Σχετικά με τη Ρωσία καταρχάς αποκαλύπτει πόσο πρόχειρα κατάστρωσε η στρατιωτική της ηγεσία (ουσιαστικά αυτοσχεδιάζοντας) το σχέδιο εισβολής στην Ουκρανία, προβαίνοντας σε τόσο λάθος υπολογισμούς ώστε να γίνεται λόγος για μια επίθεση-αστραπή ενώ επρόκειτο να ξεσπάσει ένας ολικός πόλεμος.
Αναφορικά με την Ουκρανία, ο χρόνος απέδειξε την επιρροή του πατριωτισμού στη χώρα, τη διάθεση της συμμετοχής του άμαχου πληθυσμού στον πόλεμο, την ικανότητα αντίστασης των στρατευμάτων και κυρίως τη διπλωματική μαεστρία της ουκρανικής κυβέρνησης μέσω της οποία κατάφερε να μετατρέψει τη ρωσική επιθετικότητα σε παγκόσμια υπόθεση, δημιουργώντας ένα διεθνές δίκτυο υποστήριξης της Ουκρανίας και ένα δεύτερο μέτωπο κατά της Ρωσίας στη Δύση.
Πλέον, όμως, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η διάρκεια του πολέμου φθείρει ακριβώς αυτό το δυτικό μέτωπο υποστήριξης, που προέκυψε σχεδόν αυτόματα για λόγους παγκόσμιας ασφάλειας και στο όνομα της διαφύλαξης των κανόνων συνύπαρξης, του σεβασμού του διεθνούς δικαίου, της κυριαρχίας των κρατών και της ελευθερίας των λαών.
Για τη Δύση, υπήρχε ένας επιπλέον λόγος για να εμπλακεί έμμεσα στον πόλεμο, υποστηρίζοντας την Ουκρανία, με τον Ετσιο Μάουρο να κάνει λόγο για «ηθική υποχρέωση της δημοκρατίας: ήταν πράγματι προφανές, ότι η ρωσική επιθετικότητα έπληττε τις πόλεις και τους ανθρώπους στην Ουκρανία, αλλά την ίδια στιγμή ποδοπατούσε τις καθολικές αξίες της δημοκρατίας», εξηγεί.
«Ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι η δημοκρατία δεν έχει σύνορα και υποφέρει παντού όταν δέχεται επίθεση σε οποιοδήποτε σημείο, ωσάν να υπήρχε μια σύγχρονη δημοκρατική Διεθνής που κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να συγκαλέσει, ακριβώς επειδή η καθολικότητά της δεν έγκειται σε συμμαχίες, αλλά σε αρχές και αξίες, δηλαδή στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των συνταγμάτων/θεσμών που προκύπτουν από αυτά» σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος. Και προσθέτει ότι η Δύση επέλεξε να συνδράμει την Ουκρανία όχι μόνο από αλληλεγγύη και αδελφοσύνη, αλλά επειδή επαναστάτησε ενάντια στο ρωσικό ιμπεριαλισμό και δεσποτισμό, προβαίνοντας σε μια πολιτική και ηθική επιλογή στο όνομα της ελευθερίας.
Πλέον, όμως, αυτή η ηθική επιταγή που επιβάλλεται από τη δημοκρατία εξασθενεί και το πρόβλημα έγκειται πρωτίστως στη Δύση. Ο πόλεμος είναι ένα αφόρητο βάρος για όλους, και όταν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ειρήνη δύναται να καταστεί ένας στόχος που θα πρέπει να επιτευχθεί πάση θυσία.
Η αστάθεια που επικρατεί ανά τον κόσμο επιδεινώνεται από τη σύρραξη, με σοβαρές συνέπειες από οικονομική άποψη. Η ρεαλπολιτίκ των συμφερόντων και της ασφάλειας κερδίζει έδαφος, προτείνοντας λύσεις για τον τερματισμό του πολέμου με χαμηλό κόστος για τα κράτη της Δύσης αλλά όχι για το Κίεβο και τους Ουκρανούς.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι, σύμφωνα με τον Μάουρο, και το γεγονός πως ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος καλείται διαρκώς να αντιπαραβάλλει την προπαγάνδα στους λόγους της δυτικής κόπωσης και απογοήτευσης, γίνεται στόχος ειρωνείας και χλεύης. «Ο πιο αδύναμος ξεπουλιέται στον πιο δυνατό με αντάλλαγμα τη μακρινή μας ηρεμία», γράφει ο Μάουρο.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνον ηθικό καθώς παρατηρείται και ένα νέο φαινόμενο που δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες στα κράτη της Δύσης και στις κοινωνίες τους: η περιφρόνηση για τη δημοκρατία. «Εάν αισθανόμαστε ότι ο Πούτιν στην Ουκρανία επιτίθεται ακόμη και στους βασικούς κανόνες του τρόπου ζωής μας στην και δεν αισθανόμαστε, πλέον την ανάγκη να τους υπερασπιστούμε, αυτό σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ πολίτη και δημοκρατίας αλλάζει», εξηγεί ο αρθρογράφος της La Repubblica, κάνοντας λόγο για την τελευταία πράξη μιας σειράς από κρίσεις που βιώνουμε εδώ και χρόνια και διαβρώνουν την κοινωνία, φθείρουν τους θεσμούς και κλονίζουν τα θεμέλια του τρόπου ζωής και του πολιτισμού μας.
Βλέπουμε την αποδυνάμωση της δημοκρατίας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθώς και τη δυσαρέσκεια όλων όσοι αισθάνονται πως είναι αποκλεισμένοι. Συγχρόνως υφίσταται και ο κίνδυνος να επιτευχθεί κάποια στιγμή αυτό που ο Μάουρο αποκαλεί «μεγάλη λαϊκιστική απλούστευση, μέσω της κοπής όλων των κλαδιών των ελέγχων, των εγγυήσεων, των ισορροπιών για να πάρει η εξουσία που επιλέγει ο λαός την πιο ριζοσπαστική της μορφή, με την κυριαρχία της οριστικά απελευθερωμένη, καθότι απαλλαγμένη από τις δημοκρατικές αρχές και την αίσθηση των ορίων και των καθηκόντων».
Σε αυτό το πλαίσιο, πώς να αντέξει η ηθική υποχρέωση της συνδρομής στο Κίεβο στο όνομα της ελευθερίας, όπως διερωτάται ο Μάουρο, όταν αυτές οι αρχές δεν έχουν πια αξία στην καθημερινή μας ζωή; «Εχουμε ήδη εισέλθει στην αντιπραγματικότητα: κάθε ρωσική στρατιωτική επιτυχία εξαίρεται, κάθε επεισόδιο του πολέμου που είναι δυσμενές για το Κίεβο χλευάζεται, η ουκρανική αντίσταση παρουσιάζεται ως εγκληματική εμμονή, η ιερότητα της ειρήνης βλασφημείται χρησιμοποιώντας τη ως βολική διέξοδο, με όλους έτοιμους να πληρώσουν την καλοσύνη του Κρεμλίνου με ουκρανική γη», απαντάει.
Πλέον, έπειτα από περισσότερο από περισσότερο από 18 μήνες πολέμου, έχει δημιουργηθεί «μια γκρίζα ζώνη, χωρίς αρχές και αξίες, όπου κάθε ανταλλαγή καθίσταται εφικτή στη βάση της καθαρής ευκολίας, το οποίο αποτελεί το σημείο μηδέν της πολιτικής, άρα τον τελευταίο φυσικό προορισμό του λαϊκισμού που εδώ και χρόνια παρουσιάζει τη δημοκρατία ως απάτη των ελίτ, και σήμερα ολοκληρώνει το έργο, ακυρώνοντας τη δημοκρατική ευθύνη, το καθήκον που απορρέει από αυτήν. Στη γκρίζα ζώνη, ο καθένας σκέφτεται τον εαυτό του, προσποιούμενος ότι δεν βλέπει ότι αυτός ο νέος πολιτικός εγωισμός μπορεί να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας όσον αφορά τον πόλεμο και, επομένως, την Ουκρανία και μαζί της την Ευρώπη και τη μοίρα της», καταλήγει ο Ετσιο Μάουρο.