Το Κόσοβο, όπου συνεχίζονται οι βιαιότητες και αυξάνεται η ένταση, αποτελεί το επίκεντρο ενός δράματος που άρχισε τη δεκαετία του 1990 και στο πλαίσιο του οποίου «τα δικαιώματα και οι φιλοδοξίες των λαών και των μειονοτήτων συνέχισαν να συγκρούονται με την κυριαρχία των κρατών και με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων», γράφει σε ανάλυσή του ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera.
Θυμίζοντας ότι σε αυτό το δράμα η Ευρώπη «είχε συχνότερα τον ρόλο του παρατηρητή ή του θύματος (όσον αφορά το οικονομικό και κοινωνικό τίμημα που καταβάλλει) παρά του πολιτικού παράγοντα», χαρακτηρίζει «οπωσδήποτε παράδοξο» το γεγονός ότι ένα κομμάτι γης, άγνωστο σε πολλούς μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αποτελεί πηγή τόσων συγκρούσεων και διεθνών εντάσεων.
Ο ιταλός δημοσιογράφος αναγνωρίζει πως η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατακερματισμός του διεθνούς δικαίου αλλά και η α λα καρτ εφαρμογή του έχει προκαλέσει τις τελευταίες δεκαετίες «αστάθεια, συγκρούσεις και κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις διαμετρικά αντίθετες από τις επιθυμητές: παραβιάσεις συνόρων, εθνοκαθάρσεις, μεταναστευτικά/προσφυγικά κύματα, θρησκευτικές συγκρούσεις – τραγικά κεφάλαια της πρόσφατης Ιστορίας μας. Οι στρατηγικές που ακολουθούσαν η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1991 στην πρώην Γιουγκοσλαβία έπρεπε να σημάνουν τη νέα εποχή των δικαιωμάτων των λαών, που ήταν πιο ισχυρά από τα σύνορα των κρατών και τον δεσποτισμό των δικτατόρων», γράφει ο Μάσιμο Νάβα.
H ταχεία αναγνώριση από τις ευρωπαϊκές χώρες (καταρχάς από τη Γερμανία) της ανεξαρτησίας της Κροατίας και της Σλοβενίας και οι συμφωνίες του Ντέιτον για την ενότητα της Βοσνίας μετά τις σφαγές και τον βομβαρδισμό της Σερβίας (υπέρ των αυτονομιστικών φιλοδοξιών της αλβανικής μειονότητας του Κοσσυφοπεδίου, που απειλούνταν από το Βελιγράδι) εδραίωσε στη διεθνή συνείδηση ορισμένους άγραφους και μη αναγνωρισμένους καθολικά κανόνες, περιλαμβανομένου και εκείνου περί της βίαιης εξάλειψης των δικτατόρων και της απόδοσης κατηγοριών εναντίον τους στα διεθνή δικαστήρια.
«Αλλά η ηθική υπεροχή των κανόνων (πρωτίστως, του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση) δεν έλαβε υπόψη τις μεθόδους που έπρεπε να εφαρμοστούν και το τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί για την επιβολή τους. Αντί για μια νέα εποχή, επήλθε αστάθεια και διάθεση για εκδίκηση. Αντί να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο αρχών, που θα μπορούσε να εφαρμόζεται στις όποιες εστίες σύγκρουσης ανά τον κόσμο, από την Τσετσενία έως τη Μέση Ανατολή και από την Ουκρανία μέχρι την Ταϊβάν, τροφοδοτήθηκε η διεθνής αναταραχή» σημειώνει ο Μάσιμο Νάβα.
Οσον αφορά ειδικά τα Βαλκάνια, οι αντιφατικές πολιτικές αποτελούν τον κανόνα, «με μουσουλμάνους στο έλεος των Σέρβων στο Σεράγεβο και μουσουλμάνους οπλισμένoυς κατά των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, με τον Μιλόσεβιτς να αποτελεί τη λύση για τη σταθερότητα (με τις συμφωνίες του Ντέιτον) και μετά το πρόβλημα που πρέπει να εξαλειφθεί, με την ενότητα και την κρατική ακεραιότητα να γίνονται σεβαστές για τη Βοσνία αλλά να μην αναγνωρίζονται για τη Σερβία, που υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τον διαμελισμό του Κοσσόβου» αναφέρει ενδεικτικά.
Αυτές οι εξελίξεις ακολουθήθηκαν από την πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενώ όμως οι πόρτες ήταν ανοιχτές για τη Σλοβενία και την Κροατία, αντιθέτως, η Σερβία υποχρεώθηκε να περιμένει στον προθάλαμο, ενώ σήμερα το όποιο χρονοδιάγραμμά της κατέληξε να εξαρτάται και από τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Μολδαβίας.
«Χιλιάδες στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών, δισ. δολάρια και περίπλοκα πολιτικά τεχνάσματα έχουν μόνο κατευνάσει το εθνικό και θρησκευτικό μίσος με το οποίο μεγάλωσε μια ολόκληρη γενιά. Το πιο ανώμαλο αποτέλεσμα είναι η Σερβία: το μόνο πολυεθνικό κράτος που έχει απομείνει, παρά τον Μιλόσεβιτς, αποδεικνύεται πιο εθνικιστικό και ορθόδοξο χωρίς τον Μιλόσεβιτς και θύμα εθνοκάθαρσης στο Κοσσυφοπέδιο. Ωστόσο, το λιγότερο που μπορεί να γίνει είναι να επανεξεταστεί γρήγορα μια συνεκτική στρατηγική για ολόκληρη την περιοχή, η οποία θα επιβεβαιώνει τα δικαιώματα όλων των λαών και τη δυνατότητα να φαντάζονται τους εαυτούς τους Ευρωπαίους» υποστηρίζει ο Νάβα.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η Ευρώπη έδειχνε πρόθυμη να αλλάξει ταχέως τη στάση της απέναντι στα Βαλκάνια. Ενώ η ΕΕ κινητοποιείται για να βοηθήσει την Ουκρανία, συγχρόνως επιθυμεί να διατηρηθεί η σταθερότητα σε μια περιοχή πάνω στην οποία πέφτουν σκιές και από τη Ρωσία και από την Κίνα, ιδιαίτερα στο Βελιγράδι, με τη Σερβία να διατηρεί τις εμπορικές σχέσεις της με τη Μόσχα και να αποτελεί επίσης έναν κόμβο για την παράκαμψη των Δυτικών κυρώσεων.
Ωστόσο, κατά τη σύνοδο κορυφής ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στα Τίρανα, τα Βαλκάνια αισθάνθηκαν προδομένα, ακινητοποιημένα στον προθάλαμο του ευρωπαϊκού κλαμπ – το οποίο αποδέχτηκε, όμως, την υποψηφιότητα της Ουκρανίας και της Μολδαβίας. Η ΕΕ διοχετεύει ήδη πόρους για την ανάπτυξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά φαίνεται πως δισ. ευρώ δεν αρκούν για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Ως «υποψήφιες χώρες» έχουν αναγνωριστεί το Μαυροβούνιο, η Αλβανία η Βόρεια Μακεδονία και η Σερβία, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο (το οποίο εξακολουθούν να μην αναγνωρίζουν πέντε κράτη-μέλη της ΕΕ – η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ισπανία) χαρακτηρίζονται ως «δυνάμει υποψήφιες χώρες».
«Είναι λογικό ότι η Ρωσία και η Κίνα, σύμμαχοι της Σερβίας που ενδιαφέρονται για το μέλλον των Βαλκανίων, αναλαμβάνουν συχνά την υπεράσπιση του Βελιγραδίου. Το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου κατέστη, έτσι, και το άλλοθι για την πολιτική του Πούτιν, πρώτα στην Κριμαία και μετά στο Ντονμπάς. Το Βελιγράδι καλλιεργεί ευρωπαϊκές φιλοδοξίες αλλά δεν μπορεί να εγκαταλείψει τις σερβικές μειονότητες. Η ένταξη στην ΕΕ θα συνέβαλλε στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην προώθηση του κράτους δικαίου σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Ομως ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέτρεψε σχέδια και προτεραιότητες. Και ο Πούτιν ρίχνει λάδι στη φωτιά»yro;yn καταλήγει ο αναλυτής της Corriere.