Πώς σκεφτόμαστε το μέλλον μας με τον κορονοϊό; Το καλύτερο σενάριο θα ήταν να εξαφανιστεί τελείως. Το δεύτερο καλύτερο σενάριο θα ήταν να γίνει ένας εποχικός ιός, όπως είναι της γρίπης και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), για τον οποίο θα απαιτείται είτε μία δόση εμβολίου τον χρόνο είτε μια χούφτα χάπια για μία εβδομάδα, ώστε να είμαστε απολύτως ασφαλείς.
Ωστόσο, σε άρθρο του στο The Atlantic, ο εργαστηριακός γιατρός Μπεν Μέιζερ βλέπει τη νέα κανονικότητα να έρχεται, εφόσον καταφέρουμε να αποδεχθούμε ότι οι κίνδυνοι της λοίμωξης Covid είναι πολύ πιο κοντά στους κινδύνους που ενέχει το κάπνισμα. Επίσης, πολλοί θάνατοι από Covid, όπως και πολλοί από το κάπνισμα, θα μπορούσαν να προληφθούν μόνο με μία παρέμβαση.
Η μεγαλύτερη πηγή κινδύνου της πανδημίας δεν είναι πλέον το παθογόνο, αλλά η συμπεριφορά. Η επιλογή κάποιου να μην εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού είναι συγκρίσιμη με τον κίνδυνο που ενέχει για την υγεία το κάπνισμα, το οποίο σκοτώνει 400.000 ανθρώπους κάθε χρόνο, μόνο στις ΗΠΑ.
Οπως εξηγεί ο Αντριου Νόιμερ, καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνιας, το χειρότερο σενάριο για τη λοίμωξη Covid είναι ότι θα συνεχίσει να ενοχοποιείται για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους Αμερικανών κάθε χρόνο, κάτι που θα εξαφανίσει όλα τα θετικά που προέκυψαν από την ευρεία διακοπή του καπνίσματος τα τελευταία 20 χρόνια.
Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού είναι, δίχως υπερβολή, από τις πιο ασφαλείς και αποτελεσματικές προληπτικές τακτικές στον τομέα της σύγχρονης ιατρικής. Κι αυτό διότι ένας μη εμβολιασμένος ενήλικας έχει 68 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει από τη λοίμωξη, σε σχέση με κάποιον που έχει εμβολιαστεί.
Ωστόσο, η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στις ΗΠΑ έχει προκαλέσει, σύμφωνα πάντα με το Atlantic, τουλάχιστον 163.000 θανάτους που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Κι αυτό διότι οι εξάρσεις της νόσου εξακολουθούν να προκαλούν έμφραγμα στο σύστημα υγείας της χώρας, κάτι που με τη σειρά του δεν επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων και την αντιμετώπιση περιστατικών που αφορούν άλλες παθήσεις.
Αν όλοι ολοκλήρωναν το εμβολιαστικό σχήμα και επιπλέον έκαναν και την ενισχυτική δόση, το σύστημα υγείας θα μπορούσε να λειτουργήσει και πάλι κανονικά. Και μπορεί σήμερα να έχουμε μονοκλωνικά αντισώματα και αντιικά χάπια, όμως, όπως εκτιμά ο Νόιμερ, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, οι παρεμβάσεις αυτές είναι ελλιπείς και συνήθως αποτυγχάνουν να βρουν τον δρόμο τους προς τους ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία έχουν ήδη δηλώσει ότι αίρουν όλα τα μέτρα της πανδημίας. Και το κάνουν με περίσσεια παρρησία, όχι επειδή ο κορονοϊός δεν κυκλοφορεί πλέον ή επειδή έχουν επιτύχει την περίφημη ανοσία αγέλης από φυσική μόλυνση. Το κάνουν επειδή έχει εμβολιαστεί το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, εκτιμά ο συντάκτης του άρθρου, απλοποιώντας μια ιδιαίτερα σύνθετη κατάσταση και, βέβαια, δίχως να αναφέρεται σε άλλες χώρες, με πολύ υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Πορτογαλία, οι οποίες έχουν ακόμη περιοριστικά μέτρα σε ισχύ.
Και όπως όλα δείχνουν, οι πολίτες στις ΗΠΑ δεν έχουν καμία διάθεση να εμβολιαστούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έρευνα που έκανε το Ιδρυμα Kaiser Family, μόνο το 1% των ανεμβολίαστων ενήλικων Αμερικανών δήλωσαν θετικοί στο να εμβολιαστούν, ενώ μόνο το 4% δήλωσε ότι ίσως το σκεφτεί αργότερα.
Οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 17% δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να κάνουν το εμβόλιο κατά του κορονοϊού, ενώ 41% όσων ενηλίκων έχουν κάνει δύο δόσεις του εμβολίου, δεν προτίθενται να κάνουν και την ενισχυτική.
Οι καπνιστές, από την πλευρά τους, γνωρίζουν ότι έχουν από 15 έως 30 φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο του πνεύμονα. Η διακοπή της βλαβερής συνήθειας είναι παρόμοια με τη λήψη ενός φαρμάκου, το οποίο εξαλείφει το μεγαλύτερο μέρους αυτού του υπερβολικού κινδύνου. Ωστόσο, οι καπνιστές, όπως και εκείνοι που αρνούνται πλέον τα εμβόλια του κορονοϊού, συχνά συνεχίζουν τον επικίνδυνο τρόπο ζωής τους. Βέβαια, σε αυτό το σημείο, ο συντάκτης του άρθρου δεν έχει λάβει υπόψη ότι η νικοτίνη του τσιγάρου είναι ένα άκρως εθιστικό συστατικό, ότι ο εθισμός που προκαλεί απαιτεί βοήθεια από ειδικό για τη διακοπή του και, φυσικά, είναι μεγάλο λάθος να το συγκρίνει με τη χορήγηση ενός εμβολίου.
Στατιστικά, όπως υπογραμμίζει το Altantic, τα ποσοστά είναι πολύ κοντά, καθώς σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, το ποσοστό των ανεμβολίαστων ενηλίκων είναι 13% και των καπνιστών 14%. Μάλιστα, σημειώνει, και χωρίς να αναφέρεται σε κάποια μελέτη, και οι δύο ομάδες είναι πιθανό να προέρχονται από χαμηλά μορφωτικά και οικονομικά στρώματα της κοινωνίας.
Οπως έγινε με το τσιγάρο, έτσι και με τον κορονοϊό, θα πρέπει να οργανωθεί εκστρατεία δημόσιας υγείας, η οποία θα έχει στόχο το δύσκολο έργο της αλλαγής στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Βέβαια, όπως γράφει, η καμπάνια για το κάπνισμα διήρκεσε 50 χρόνια και είχε συμπεριλάβει κίνητρα που αποθαρρύνουν τις κακές συνήθειες, ενημέρωση των πολιτών, φόρους, ζώνες απαγόρευσης του καπνίσματος κ.ά. Με τον τρόπο αυτόν και με μακροχρόνιες επενδύσεις, αποφεύχθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι από καρκίνο του πνεύμονα.
Για τον κορονοϊό, είναι σαφές ότι δεν έχουμε 50 χρόνια στη διάθεσή μας για να επιτύχει η καμπάνια που θα αλλάξει τη συμπεριφορά των πολιτών ώστε να κάνουν τα εμβόλια. Ωστόσο, ο συντάκτης του άρθρου παραβάλλει τις δύο καταστάσεις. Αν και, όπως σημειώνει, αρκετοί διστακτικοί κατάφεραν να πειστούν και να κάνουν το εμβόλιο κατά του κορονοϊού, μόλις έλαβαν δωρεάν μερικά μπουκάλια μπίρα ή άλλα μικρά οικονομικά κίνητρα.
Η μάχη μας με τον κορονοϊό μοιάζει με αυτή που δίνουμε με τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος εδώ και δεκαετίες και θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάνουμε πρόοδο αργά και με αρκετή προσπάθεια, γράφει στο άρθρο του ο Νόιμερ.
Παράλληλα, προτείνει οι μακροπρόθεσμες δράσεις κατά των ανεμβολίαστων για τον κορονοϊό να περιλαμβάνουν αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών τους, κάτι που συνέβη με τους καπνιστές, και δημοσίευση τραγικών σκηνών από τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Ακριβώς όπως γίνεται, δηλαδή, με τα πακέτα των τσιγάρων που φέρουν φωτογραφίες από καπνιστές που χάνουν τη ζωή τους ή από όργανα καπνιστών, που δείχνουν κατεστραμμένα από τις βλαβερές ουσίες του τσιγάρου.