Οι ενέσεις απώλειας βάρους έχουν αποδειχθεί χρυσωρυχεία. Ο Economist, σε εκτενές ρεπορτάζ του, σημειώνει ότι υπάρχει σοβαρός λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο: «Επειτα από αιώνες ψεύτικων υποσχέσεων και κομπογιαννίτικων πρακτικών, αυτά τα φάρμακα λειτουργούν πραγματικά. Με σχεδόν τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό να αναμένεται ότι θα είναι παχύσαρκος ή υπέρβαρος μέχρι το 2030, η ζήτηση για αυτά είναι εξασφαλισμένη».
Οι κατασκευαστές αυτών των φαρμάκων, οι εταιρείες Novo Nordisk και Eli Lilly, είδαν τις πωλήσεις και τις τιμές των μετοχών τους να απογειώνονται:
–Το 2023, η Novo Nordisk, παρασκευάστρια του Wegovy (και του αδελφού του Ozempic), είδε την κεφαλαιοποίησή της να εκτοξεύεται κατά 87%, στα 560 δισ. δολάρια, καθιστώντας την τη μεγαλύτερη βάσει κεφαλαιοποίησης εταιρεία στην Ευρώπη.
–Παράλληλα, η χρηματιστηριακή αξία της Eli Lilly, που παρασκευάζει το φάρμακο Zepbound (και το αδελφό του Mounjaro), έχει υπερδιπλασιαστεί, φθάνοντας τα 740 δισ. δολάρια.
Παρατηρώντας κανείς την υψηλή ζήτηση για φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και τις υψηλές τιμές των νέων φαρμάκων σήμερα, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο υπό διαμόρφωση νέος κλάδος θα είναι ένα δυοπώλιο με υψηλές τιμές. Θα έκανε, όμως, λάθος. Διότι σύμφωνα με τον Economist, όλα τα στοιχεία δείχνουν πως σύντομα η αγορά θα παρουσιάζει μια δραστικά διαφορετική εικόνα από αυτή που βλέπουμε σήμερα.
Ας δούμε αρχικά τα προβλήματα και τη σημερινή κατάσταση όπως την παρουσιάζει το βρετανικό περιοδικό:
♦ Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε έλλειψη. Οι ελλείψεις των δραστικών συστατικών τους, όπως η σεμαγλουτίδη για το Wegovy, και των λεπτών «στυλό» που χρησιμοποιούνται για την ένεση του φαρμάκου, αποτελούν περιοριστικό παράγοντα για την παραγωγή. Οι θεραπείες δεν είναι φθηνές και παρότι μερικοί χρήστες μπορεί να είναι σε θέση να αντέξουν μόνοι τους το κόστος, οι περισσότεροι θα χρειαστούν βοήθεια από ασφαλιστές ή υπηρεσίες υγείας, οι οποίοι δεν έχουν πειστεί ακόμη ότι τα οφέλη αξίζουν τις τιμές των φαρμάκων.
♦ Η πρόσβαση στα φάρμακα αυτά θα αποτελέσει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Σε μεγάλο μέρος των αναδυόμενων οικονομιών, όπου προβλέπεται και η μεγαλύτερη αύξηση της παχυσαρκίας, καθώς αυξάνονται τα εισοδήματα και αλλάζει η διατροφή, οι πωλήσεις της Novo Nordisk και της Eli Lilly δεν είναι υψηλές. Οι περισσότερες πωλήσεις πραγματοποιούνται στις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα φάρμακα απορροφώνται κυρίως από την Ευρώπη. Αυτό που επίσης δεν βοηθάει τη διάδοση σε χώρες του αναδυόμενου κόσμου είναι το γεγονός ότι οι ενέσεις αυτές πρέπει να ψύχονται, άρα κρίνονται ακατάλληλες προς χρήση σε χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη βρετανική επιθεώρηση, «υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να πιστεύουμε ότι στο μέλλον θα έχουμε αυξημένη προσφορά στην αγορά, χαμηλότερες τιμές και διεύρυνση της βάσης των ασθενών σε όλον τον κόσμο». Ορισμένοι από αυτούς τους λόγους, σύμφωνα με τον Economist, είναι οι εξής:
—Oι επενδύσεις της Eli Lilly και της Novo Nordisk για την επέκταση της παραγωγής αναμένεται να αμβλύνουν τα σημεία συμφόρησης με την πάροδο του χρόνου. Και οι δύο εταιρείες διοχετεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση της προσφοράς, με τη δημιουργία της δικής τους παραγωγικής βάσης και τη συνεργασία με άλλους κατασκευαστές.
—Οι δυο φαρμακευτικές εταιρείες μάχονται επίσης για να αποκτήσουν το πλεονέκτημα στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Η Novo Nordisk ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ότι θα παρουσιάσει χάπι για την απώλεια βάρους έως το τέλος της δεκαετίας. Ενώ και η Eli Lilly αναμένει να κυκλοφορήσει το δικό της χάπι κατά της παχυσαρκίας σε λίγα χρόνια. Παράλληλα, και οι δύο εταιρείες έχουν νεότερες εκδόσεις των φαρμάκων τους σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, οι οποίες είναι πιο αποτελεσματικές ή έχουν λιγότερες παρενέργειες.
—Παράλληλα με τις δυο αυτές φαρμακευτικές, σειρά ανταγωνιστών ετοιμάζονται να εισέλθουν στην αγορά. Το ρεπορτάζ του Economist αναφέρει ότι περισσότερες από 70 εταιρείες διεξάγουν περίπου 100 κλινικές δοκιμές για φάρμακα κατά της παχυσαρκίας. Ανάμεσά τους μεγάλες φαρμακευτικές (Amgen και Boehringer Ingelheim) και μικρότερες δυτικές βιοτεχνολογικές εταιρείες (Viking Therapeutics και Structure Therapeutics), αλλά και κινεζικές φαρμακοβιομηχανίες όπως η Sciwind Biosciences και η Eccogene.
Δεν ακολουθούν όλες οι φαρμακευτικές το ίδιο μονοπάτι. Η βρετανική επιθεώρηση επισημαίνει ότι «πολλοί δοκιμάζουν φόρμουλες που είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες των Wegovy και Zepbound, έτσι ώστε να μην ισχύουν οι προστασίες των πατεντών. Αυτό θα μπορούσε να τους επιτρέψει να κυκλοφορήσουν τα νέα φάρμακα στην αγορά μέσα σε λίγα χρόνια, εφόσον λάβουν την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών».
Ο Εconomist σημειώνει ότι ορισμένες από αυτές τις εταιρείες βρίσκονται ήδη στο στάδιο της προετοιμασίας για να παρουσιάζουν θεραπείες που θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές από τις υπάρχουσες και να εξαλείψουν την ταλαιπωρία των σημερινών φαρμάκων, τα οποία απαιτούν από τους ασθενείς να κάνουν ενέσεις μία φορά την εβδομάδα και να συνεχίσουν να τα παίρνουν επ’ αόριστον για να διατηρήσουν το βάρος τους σε χαμηλά επίπεδα.
«Το πειραματικό φάρμακο της Viking, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι βοηθά τους ασθενείς να χάσουν περισσότερο βάρος από τις υπάρχουσες ενέσεις. Η Amgen δοκιμάζει μια θεραπεία που δεν απαιτεί από τους ασθενείς να λαμβάνουν τα φάρμακα επ’ αόριστον. Ενώ η Structure αναπτύσσει ένα πολλά υποσχόμενο χάπι» αναφέρει το βρετανικό περιοδικό.
Η κούρσα της φαρμακευτικής καινοτομίας που βρίσκεται σε εξέλιξη σημαίνει ότι είναι πιθανό σε μερικά χρόνια από σήμερα η Novo Nordisk και η Eli Lilly να χάσουν το προβάδισμά τους, εφόσον προκύψουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις. Ή μπορεί «και οι ίδιες να καινοτομήσουν μανιωδώς για να μειώσουν το κόστος» επισημαίνει ο Economist.
«Oπως και να έχει, οι τιμές θα μειωθούν, καθιστώντας τα φάρμακα πιο προσιτά στους ασθενείς ανά τον κόσμο. Σήμερα, οι δυο φαρμακευτικές εταιρείες καρπώνονται τα οφέλη από τα blockbuster φάρμακά τους. Αλλά με τον καιρό οι καταναλωτές θα είναι αυτοί που θα επωφεληθούν περισσότερο από όλους» προσθέτει το βρετανικό περιοδικό. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι ετήσιες πωλήσεις των φαρμάκων για την παχυσαρκία θα μπορούσαν να φθάσουν τα 80 δισ. δολάρια, καθιστώντας τα μια από τις μεγαλύτερες κατηγορίες φαρμάκων της φαρμακευτικής βιομηχανίας.
ΥΓ: Μία ακόμη διάσταση στην εν λόγω αγορά είναι ότι, εκτός από την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, τα φάρμακα αυτά μπορεί να εγκριθούν και για ένα ευρύτερο σύνολο χρήσεων. Διότι υπάρχουν ήδη κλινικές δοκιμές που δείχνουν ότι θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, νεφροπάθεια, ίσως ακόμη και για τη νόσο Αλτσχάιμερ.