Το 1943, παρατηρώντας την επισκευή της βομβαρδισμένης Βουλής των Κοινοτήτων, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ είπε το περίφημο: «Διαμορφώνουμε τα κτίριά μας και μετά τα κτίριά μας μάς διαμορφώνουν». Και η αλήθεια είναι ότι, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν ιδιαίτερα ευτυχής μαθαίνοντας ότι οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι έχουν βρει, πλέον, πολλά στοιχεία που υποστηρίζουν την άποψή του.
Σήμερα, για παράδειγμα, γνωρίζουμε, ότι τα κτίρια και οι πόλεις μπορούν να επηρεάσουν την διάθεση και την ευεξία μας και ότι συγκεκριμένα κύτταρα στην περιοχή του ιππόκαμπου του εγκεφάλου μας προσαρμόζονται στη γεωμετρία και τη διάταξη των χώρων που κατοικούμε.
Ωστόσο, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι σπάνια δίνουν σημασία στις επιδράσεις, που μπορεί να έχουν οι δημιουργίες τους στους κατοίκους μιας πόλης. Η επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν κάτι μοναδικό τούς κάνει να παρακάμπτουν το πώς η πόλη που σχεδιάζουν θα μπορούσε να διαμορφώσει τις συμπεριφορές των κατοίκων της.
«Υπάρχουν μερικές πολύ καλές κατευθυντήριες γραμμές [βασισμένες σε στοιχεία] για την σχεδίαση φιλικών προς τον χρήστη κτιρίων», λέει στο BBC Future η Ρουθ Ντάλτον, καθηγήτρια αρχιτεκτονικής και γνωσιακής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Northumbria του Νιουκάστλ, «πολλοί αρχιτέκτονες, όμως, επιλέγουν να τις αγνοήσουν.»
Γιατί συμβαίνει αυτό; Απαντήσεις δόθηκαν στο 2ο Συνέδριο Concious Cities, που διοργανώθηκε τον περασμένο μήνα στο Λονδίνο και κατά τη διάρκεια του οποίου διερευνήθηκε το πως οι γνωστικοί επιστήμονες θα μπορούσαν να κάνουν τις ανακαλύψεις τους πιο προσιτές στους αρχιτέκτονες. Στις εργασίες συμμετείχαν αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, μηχανικοί, νευροεπιστήμονες και ψυχολόγοι, οι οποίοι, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, έχουν κάνει σπουδαίες έρευνες, σπάνια, όμως τα ευρήματά τους εφαρμόζονται στην πράξη.
Η αρχιτέκτονας Άλισον Μπρουκς, μια από τις ομιλήτριες του συνεδρίου, που ειδικεύεται στη στέγαση και τον κοινωνικό σχεδιασμό, δήλωσε ότι οι ιδέες που βασίζονται στην ψυχολογία θα μπορούσαν ίσως να αλλάξουν τον τρόπο σχεδιασμού των πόλεων και να «μεταμορφώσουν την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος».
Μια αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων κλάδων θα μείωνε, για παράδειγμα, τις πιθανότητες επανάληψης αρχιτεκτονικών ιστοριών φρίκης, όπως το συγκρότημα Pruitt-Igoe, (χτίστηκε το 1950 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι), που γρήγορα έγινε γνωστό για την δυσλειτουργικότητά του και τα φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας. Οι επικριτές του μοντερνιστή αρχιτέκτονα Μινόρου Γιαμασάκι -γνωστός επίσης για τους «δίδυμους πύργους»- ισχυρίστηκαν ότι οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι ανάμεσα στα μπλοκ των κτηρίων αποθάρρυναν την αίσθηση της κοινότητας.
Το Pruitt-Igoe κατεδαφίστηκε, τελικά το 1972, δεν ήταν, όμως, το μοναδικό δείγμα της εποχής του για την έλλειψη κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σε συνδυασμό με την αίσθηση της απομόνωσης από την ευρύτερη κοινότητα και τους κακοσχεδιασμένους δημόσιους χώρους, τέτοιου είδους οικιστικά συγκροτήματα έκαναν πολλούς να σκεφτούν, ότι είχαν «σχεδιαστεί για να μην σου επιτρέψουν να πετύχεις». Τα λόγια είναι του βρετανού ράπερ Τίνι Τέμπα, που μεγάλωσε σε ένα τέτοιο συγκρότημα.
Σήμερα, χάρη στις έρευνες των ψυχολόγων, έχουμε μια πολύ καλύτερη ιδέα για το είδος του αστικού περιβάλλοντος που αρέσει στους κατοίκους των πόλεων ή τους φτιάχνει τη διάθεση. Ένα από τα πιο σταθερά ευρήματα του Κόλιν Έλαρντ από το πανεπιστήμιο Waterloo στον Καναδά, που ερευνά τις ψυχολογικές επιπτώσεις του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, είναι, ότι οι άνθρωποι επηρεάζονται έντονα από τις προσόψεις των κτιρίων. Μια πρόσοψη σύνθετη και ενδιαφέρουσα επηρεάζει θετικά ενώ αν είναι απλή και μονότονη, αρνητικά.
Ένα άλλο συχνό εύρημα είναι ότι η πρόσβαση σε δασικές εκτάσεις και σε πάρκα, μπορεί να αντισταθμίσει κάπως το άγχος της ζωής στην πόλη. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το Βανκούβερ θεωρείται σταθερά ως μία από τις πιο δημοφιλείς πόλεις για να ζει κανείς. Η οικιστική πολιτική επιβάλλει στα κτίρια του κέντρου τέτοιο προσανατολισμό ώστε όλοι οι κάτοικοι να έχουν θέα στα βουνά, στα δάση ή τον ωκεανό.
Εκτός, όμως, από αναζωογονητικό, το πράσινο φαίνεται ότι βελτιώνει και την υγεία. Μια μελέτη του πληθυσμού στην Αγγλία διαπίστωσε ότι οι επιπτώσεις της ανισότητας στην υγεία τείνουν να αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων σε ανθρώπους που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, είναι, όμως, πολύ λιγότερο έντονες σε πράσινες περιοχές.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μια θεωρία λέει ότι η οπτική πολυπλοκότητα του φυσικού περιβάλλοντος ενεργεί ως βάλσαμο, πράγμα που συνάδει τόσο με τα ευρήματα του Έλαρντ στο κέντρο του Μανχάταν, όσο και με ένα πείραμα εικονικής πραγματικότητας (VR) του 2013 στην Ισλανδία: οι συμμετέχοντες είδαν διάφορες εικόνες αστικών δρόμων και βρήκαν ότι εκείνοι με την μεγαλύτερη αρχιτεκτονική ποικιλομορφία ήταν πιο ελκυστικοί διανοητικά.
Μια άλλη μελέτη VR, που δημοσιεύτηκε φέτος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται καλύτερα σε δωμάτια με καμπύλες και στρογγυλεμένα περιγράμματα από ό,τι σε ορθογώνια δωμάτια – αν και οι φοιτητές αρχιτεκτονικής που συμμετείχαν στην έρευνα προτιμούσαν το αντίθετο.
Ένα πράγμα που κάνει τους κατοίκους μιας πόλης να νιώθουν σίγουρα άσχημα είναι η επαναλαμβανόμενη αίσθηση ότι έχουν χαθεί. Σε κάποιες πόλεις είναι πιο εύκολο να προσανατολιστείς, σε άλλες πάλι όχι. Για παράδειγμα, στη Νέα Υόρκη το πλέγμα των δρόμων διευκολύνει την πλοήγηση, πράγμα που, όμως, δεν συμβαίνει στο Λονδίνο, όπου κάθε γειτονιά έχει τον δικό της προσανατολισμό.
Η αίσθηση προσανατολισμού είναι εξίσου απαραίτητη και μέσα στα κτίρια, αλλά δεν λαμβάνεται πάντα υπόψη από τους αρχιτέκτονες. Η Κεντρική Βιβλιοθήκη του Σιάτλ, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κτιρίου που έχει μεν κερδίσει πολλά αρχιτεκτονικά βραβεία, αλλά αποδείχτηκε δυσλειτουργική.
Η σημασία του αστικού σχεδιασμού, όμως, ξεπερνά κατά πολύ την αισθητική της «καλής διάθεσης». Αρκετές μελέτες έχουν δείξει, ότι οι άνθρωποι, που μεγαλώνουν σε πόλεις, έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πάθουν σχιζοφρένεια, ενώ αυξάνεται και ο κίνδυνος άλλων ψυχικών διαταραχών όπως η κατάθλιψη και το χρόνιο άγχος.
Η κύρια αιτία φαίνεται ότι είναι το «κοινωνικό άγχος», δηλαδή η έλλειψη κοινωνικών δεσμών και συνοχής στις γειτονιές. Ο Αντρέας Μάγιερ Λίντενμπεργκ, ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, έδειξε ότι η αστική ζωή μπορεί να αλλάξει την βιολογία του εγκεφάλου σε μερικούς ανθρώπους, μειώνοντας τη φαιά ουσία σε δύο περιοχές του εγκεφάλου, στις οποίες οι αλλαγές έχουν συνδεθεί προηγουμένως με τις αγχωτικές εμπειρίες των πρώτων χρόνων της ζωής.
Η κοινωνική απομόνωση στις μεγαλουπόλεις αναγνωρίζεται πλέον ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για πολλές ασθένειες. Ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων, μπορεί, μεν, να αυξάνει την πιθανότητα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης το είδος, όμως, της αλληλεπίδρασης που είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική υγεία δεν συμβαίνει εύκολα στις πόλεις. Υπάρχει άραγε σχεδιασμός που θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη σύνδεση;
Ο κοινωνιολόγος Γουίλιαμ Γουάιτ ήταν ένας από τους πρώτους που πρότεινε στους πολεοδόμους να οργανώσουν τους δημόσιους χώρους με έργα τέχνης και με τρόπους που θα ωθούσαν τους ανθρώπους να πλησιάσουν και να αρχίσουν να μιλούν μεταξύ τους. Μήπως είναι πολύ αργά για κάποιες γειτονιές της Αθήνας; Απλώς αναρωτιέμαι. Μεγαλοφώνως…