Αριστερά, ο πρώην ιδιωτικός ντετέκτιβ Γιούλιαν Χέσενταλερ και, δεξιά, ο αρχηγός του FPÖ, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε | Creative Protagon
Θέματα

Η αληθινή ιστορία του «Ιbizagate» που συντάραξε την Αυστρία

Νέα στοιχεία για το σκάνδαλο που προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του καγκελαρίου Κουρτς το 2019, μετά την αποπομπή του ακροδεξιού κόμματος FPÖ -και αποτέλεσε την ταφόπλακα της Ακροδεξιάς στη χώρα-, απαντούν σε πολλά ερωτήματα όσον αφορά μια άνευ προηγουμένου μηχανορραφία, τα οποία επί χρόνια παρέμεναν αναπάντητα 
Protagon Team

Η επιθυμία για εκδίκηση ενός άρρωστου πρώην σωματοφύλακα, ένας αδίστακτος ιδιωτικός ντετέκτιβ, μια πρώτη παγίδα που απέτυχε λόγω ενός ερασιτεχνικού λάθους, η απίστευτη αφέλεια ενός αρχηγού κόμματος, μια ύποπτη καταδίκη για ναρκωτικά σε βάρος του ανθρώπου που συντάραξε την αυστριακή πολιτική. Οι νέες αποκαλύψεις για το αποκαλούμενο «Ιbizagate» απαντούν σε πολλά ερωτήματα όσον αφορά μια άνευ προηγουμένου μηχανορραφία, τα οποία επί χρόνια παρέμεναν αναπάντητα.

«Το “Ιbizagate”, μια παγίδα που προκάλεσε την πτώση της αυστριακής κυβέρνησης το 2019, μετά την αποπομπή του ακροδεξιού κόμματος FPÖ, με επικεφαλής τότε τον Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, ήταν ένα από τα σοβαρότερα ευρωπαϊκά πολιτικά σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια», συνοψίζει σε εκτενές ρεπορτάζ της η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera.

Αρχικά, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να ήταν ο εγκέφαλος της σκευωρίας, έως ότου αποκαλύφθηκε, κάποια στιγμή, πως ήταν ένας πρώην ιδιωτικός ντετέκτιβ ονόματι Γιούλιαν Χέσενταλερ, ο οποίος τον Ιούλιο του 2017 είχε προσκαλέσει τον Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε και έναν στενό συνεργάτη του σε μια πολυτελή βίλα στην Ιμπιζα για μια συνάντηση –την οποία εκείνος επρόκειτο να κινηματογραφήσει κρυφά– με μια τάχα πλούσια ανιψιά ενός ρώσου ολιγάρχη.

Στο επίμαχο βίντεο, ο Στράχε (ο οποίος ήταν τότε μόνο ο ηγέτης του FPÖ, του εθνικιστικού ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας, αλλά έπειτα από λίγους μήνες επρόκειτο να αναλάβει χρέη αντικαγκελαρίου στην πρώτη κυβέρνηση του Σεμπάστιαν Κουρτς) εμφανίζεται να αναζητά τρόπους στήριξης του κόμματός του ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Οκτωβρίου του 2017.

Ο Στράχε και ο στενός του συνεργάτης και νούμερο 2 του ακροδεξιού κόμματος Γιόχαν Γκούντενους, προσέφεραν στην ρωσίδα επιχειρηματία (η οποία στην πραγματικότητα ήταν μια ηθοποιός που είχε προσλάβει ο Χέσενταλερ) κρατικές συμβάσεις με αντάλλαγμα την (παράνομη) στήριξη του κόμματός τους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Της ζητούσαν, μάλιστα, να αγοράσει το υψηλής κυκλοφορίας αυστριακό ταμπλόιντ Kronen Zeitung ακριβώς για αυτόν τον σκοπό.

Η κοινοποίηση αποσπασμάτων του βίντεο (συνολικής διάρκειας άνω των έξι ωρών) από την Süddeutsche Zeitung και το Der Spiegel έπειτα από περίπου μία διετία, τον Μάιο του 2019, επέφερε τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού (μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος της Ελευθερίας) και την παραίτηση του Σεμπάστιαν Κουρτς από την καγκελαρία (όπου, ωστόσο, επέστρεψε πολύ σύντομα, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, μετά την άνετη επικράτηση του κόμματός του στις πρόωρες εκλογές που διεξήχθησαν τον Σεπτέμβριο του 2019, αν και έπειτα από μία διετία αναγκάστηκε να παραιτηθεί ξανά υπό το βάρος ενός άλλου σκανδάλου που έπληξε τον κυβερνητικό συνασπισμό με τον Κουρτς να κατηγορείται και να ερευνάται για διαφθορά).

Επειτα από σύντομο χρονικό διάστημα ο Γιούλιαν Χέσενταλερ, ο αυστριακός ιδιωτικός ντετέκτιβ που έστησε την παγίδα, βρέθηκε στο στόχαστρο της αστυνομίας για διακίνηση ναρκωτικών ενώ πέρυσι τον Μάρτιο καταδικάστηκε σε φυλάκιση τρισήμιση ετών με βάση, όμως, αντιφατικές μαρτυρίες, όπως αναφέρει η ιταλίδα δημοσιογράφος στο ρεπορτάζ της.

Πρόσφατα ο Χέσενταλερ αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή και κατέθεσε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), κάνοντας λόγο για άδικη δίκη και υποστηρίζοντας ότι αξιωματούχοι του Υπουργείου Εσωτερικών, του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αυστρίας και της Ομοσπονδιακής Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, προσπάθησαν να τον φιμώσουν τόσο πριν όσο και μετά την κοινοποίηση του βίντεο της Ιμπιζα, διώκοντάς τον για εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά.

Σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωσή του ο Χέσενταλερ παραχώρησε συνέντευξη στον γερμανικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Correctiv, οι δημοσιογράφοι του οποίου εντόπισαν στη συνέχεια, βασιζόμενοι στα λεγόμενά του, αξιοσημείωτα, εάν όχι ακριβώς αξιόμεμπτα, σημεία στον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκε η έρευνα και η δίκη του.

Εως πριν από λίγες ημέρες κανένας δεν γνώριζε τι παρακίνησε τον Χέσενταλερ να στήσει την παγίδα. Μιλώντας, όμως, την προηγούμενη εβδομάδα στο Correctiv, αποκάλυψε πως η ιδέα για το βίντεο στην Ιμπιζα προέκυψε στο πλαίσιο μιας συνάντησης με τον δικηγόρο ενός πρώην σωματοφύλακα του αρχηγού του FPÖ Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε. Ο σωματοφύλακας έπασχε από καρκίνο και είχε απολυθεί και για αυτόν τον λόγο ήθελε να εκδικηθεί τον Στράχε. Οσον αφορά τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γιούλαν Χέσενταλερ, ειδικευόταν στο οργανωμένο έγκλημα και στο διεθνές λαθρεμπόριο, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε ιδιωτικές εταιρείες αλλά και σε κρατικές υπηρεσίες.

«Ο δικηγόρος –εξηγεί το Correctiv– είχε λάβει ενοχοποιητικά έγγραφα και φωτογραφίες από τον σωματοφύλακα και πλέον αναζητούσε επιπλέον υλικό κατά του Στράχε». Για αυτό επιδίωξε να έρθει σε επαφή με τον Χέσενταλερ, προτείνοντάς του, τελικά, να στήσουν μια παγίδα εναντίον του ακροδεξιού πολιτικού, ούτως ώστε να προσδώσουν περισσότερη αξιοπιστία στα ενοχοποιητικά στοιχεία που ήδη κατείχε. «Αν σοβαρολογείς, πρέπει μόνο να βάλεις κάποια χρήματα», του είχε πει τότε ο Χέσενταλερ, ενώ, μιλώντας στο Correctiv, ο δικηγόρος επιβεβαίωσε πως κατέβαλε χρήματα για την εξύφανση της συνωμοσίας.

Στη συνέχεια, ο Χέσενταλερ αποφάσισε να προσεγγίσει τον Γιόχαν Γκούντενους, αντιδήμαρχο, τότε, της Βιέννης και στενό συνεργάτη του Στράχε, προτείνοντάς του μέσω μιας επαφής, να πουλήσει για λογαριασμό του ένα ακίνητό του στην «ανιψιά ενός ρώσου ολιγάρχη» σε υψηλότερη τιμή. Το κόλπο πέτυχε αλλά ο αυστριακός ντετέκτιβ έκανε μια ασυγχώρητη γκάφα: ξέχασε να βάλει τις κάρτες μνήμης στις κρυφές κάμερες. Αποφάσισε, οπότε, να στήσει μια νέα παγίδα μέσα σε μόλις 48 ώρες. Προετοίμασε τα πάντα τάχιστα, ούτως ώστε να μην προλάβει ο Γκούντενους να προβεί σε «ελέγχους».

Εκ των υστέρων, αυτό είναι ένα από τα πιο απίστευτα στοιχεία της ιστορίας: το ότι ο Στράχε, αρχηγός ενός εθνικού κόμματος, γνωρίζοντας ήδη ότι θα ήταν ένας από τους νικητές των επικείμενων εκλογών (του Οκτωβρίου του 2017) και μελλοντικός αντικαγκελάριος της Αυστρίας, ήταν τόσο αφελής ώστε να μην ελέγξει τη γυναίκα από την οποία κατέληξε να ζητάει χρήματα και πολιτική υποστήριξη, προσφέροντας ως αντάλλαγμα κρατικές συμβάσεις. Αποδείχτηκε, όμως, πως ήταν και αφού συνάντησαν, μαζί με τον Γκούντενους, την υποτιθέμενη ρωσίδα επιχειρηματία, «ανιψιά ενός ρώσου ολιγάρχη», βάλθηκαν να την πείσουν να αγοράσει την Kronen Zeitung.

Τη δεύτερη φορά ο Χέσενταλερ κατέγραψε τα πάντα αλλά κράτησε κρυφό το βίντεο για σχεδόν μία διετία ενώ στη συνέχεια επικοινώνησε με δημοσιογράφους της Süddeutsche Zeitung και του Spiegel που κοινοποίησαν αποσπάσματά του τον Μάιο του 2019, προκαλώντας πολιτικό σεισμό στην Αυστρία.

Αρχικά παρέμενε άγνωστο ποιος έστησε την παγίδα όπως επίσης και γιατί επέλεξε να δημοσιοποιήσει το βίντεο έπειτα από σχεδόν μια διετία. Στη Βιέννη συστήνεται ειδική εξεταστική επιτροπή, η «Soko Tape». Πολλοί φοβούνται την εμπλοκή ξένων μυστικών υπηρεσιών, εικάζεται ότι ισχυρές δυνάμεις ήθελαν να απαλλαγούν από τον ακροδεξιό Στράχε, θεωρώντας πως υπονομεύει τη συντηρητική κυβέρνηση του Σεμπάστιαν Κουρτς αλλά και την εικόνα της Αυστρίας μεταξύ των συμμάχων της στην Ευρώπη.

Κάποια στιγμή εντοπίζεται και ταυτοποιείται ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Χέσενταλερ. Αλλά η αλήθεια, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο ίδιος (και επιβεβαιώνει ο δικηγόρος που ισχυρίζεται ότι του ανέθεσε να στήσει την παγίδα) είναι πολύ πιο απλή και αφορά αποκλειστικά τη διάθεση ενός πρώην υπαλλήλου του FPÖ του Στράχε να εκδικηθεί, επειδή απολύθηκε, αφού διαγνώστηκε με καρκίνο.

Οι έρευνες αποκαλύπτουν επίσης ότι ο Χέσενταλερ δεν έχει διαπράξει κανένα αδίκημα βάσει της αυστριακής νομοθεσίας. Ολα δείχνουν πως η υπόθεση θα κλείσει σύντομα. Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, η αυστριακή αστυνομία συλλαμβάνει έναν άνδρα, μαζί με τη σύντροφό του, για κατοχή κοκαΐνης, ο οποίος εργάζεται για τον Χέσενταλερ. Οι δύο συλληφθέντες καθίστανται σχεδόν αυτομάτως βασικοί κατήγοροι του ιδιωτικού ντετέκτιβ.

«Ο μάρτυρας κατηγορίας Σλάβεν Κ. ήταν υπάλληλος του Χέσενταλερ, αλλά προφανώς ήταν επίσης πληροφοριοδότης της Ομοσπονδιακής Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Αυστρίας», αφηγείται ο Correctiv. «Και είχε λάβει χρήματα για να συλλέξει πληροφορίες για τον Χέσενταλερ. Ο Χέσενταλερ ισχυρίζεται επίσης ότι συνάντησε τον Σλάβεν Κ. πολλές φορές σε ένα βαυαρικό καταφύγιο, επειδή ήλπιζε ότι θα μπορούσε να μεταφέρει πληροφορίες για το βίντεο στις αρχές της Βιέννης».

Αλλά η αυστριακή αστυνομία επιλέγει να κατηγορήσει τον Χέσενταλερ για διακίνηση ναρκωτικών, ζητάει να συλληφθεί ενώ βρίσκεται στο Βερολίνο και να απελαθεί αμέσως μετά στην Αυστρία, όπου δικάζεται για διακίνηση ναρκωτικών και καταδικάζεται, τελικά, σε φυλάκιση τρισήμιση ετών. Σύμφωνα, όμως, με το Correctiv «τα πρακτικά των ανακρίσεων και το αιτιολογικό της ετυμηγορίας παρουσιάζουν αντιφάσεις».

Επιπλέον οι διωκτικές αρχές φέρεται να υπέκλεψαν την αλληλογραφία μεταξύ του Χέσενταλερ και του δικηγόρου του, ενώ ο πρώτος βρισκόταν υπό κράτηση στη φυλακή, και στη συνέχεια να την προώθησαν στις εισαγγελικές αρχές. Το γραφείο του δικηγόρου του στο Βερολίνο τέθηκε επίσης υπό παρακολούθηση. Και τώρα ο Χέσενταλερ, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές Απριλίου, επέλεξε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας ότι παραβιάστηκαν το δικαίωμα του σε υπεράσπιση και το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.

Οι δημοσιογράφοι του Correctiv επαλήθευσαν ό,τι μπορούσαν να επαληθεύσουν από όλα όσα υποστηρίζει ο Χέσενταλερ, ο οποίος αποδείχθηκε αδίστακτος και κινούνταν σε μια γκρίζα περιοχή του νόμου. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως βρήκαν την μαρτυρία του αξιόπιστη. «Μόνο όσοι κινούνται στην άβυσσο του κράτους μπορούν να αποκαλύψουν στον υπόλοιπο κόσμο τι συμβαίνει εκεί», έγραψαν σχετικά.