Υπάρχει μια φωτογραφία (επάνω) της Λι Μίλερ με τον Πάμπλο Πικάσο, που τράβηξε η αμερικανίδα φωτογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια το 1944, μετά την απελευθέρωση του Παρισιού. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον στα μάτια με τέτοια οικειότητα, που νιώθεις ότι εισβάλλεις σε κάτι βαθιά προσωπικό. Οχι ερωτικό για την ακρίβεια –αν και ο τρόπος με τον οποίο αγκαλιάζει τον αυχένα της δείχνει σίγουρα οικειότητα–, αλλά ίσως κάτι βαθιά στοργικό.
Με αυτό κατά νου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εικόνα επιλέχθηκε για την προώθηση μιας νέας έκθεσης με επίκεντρο την εκπληκτική ζωή της Λι Μίλερ (1907 – 1977) και τη σχέση αυτών των δύο καλλιτεχνών, γράφει στον Guardian η Ριάνον Λούσι Κόσλετ.
Με αφορμή την έκθεση «Lee Miller & Picasso», η οποία παρουσιάζεται μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2023 στη Newlands House Gallery του Πέτγουορθ, στην κομητεία του Δυτικού Σάσεξ, ο γιος της Μίλερ, Αντονι Πένροουζ, είπε στην Κόσλετ ότι η εικόνα αποτυπώνει μια εξαιρετική στιγμή μετά από χρόνια στερήσεων και αποχωρισμού: «Η Λι βρήκε το στούντιο του Πικάσο στη Ρυ ντε Γκραντς-Ογκιστέν, χτύπησε την πόρτα, εκείνος της άνοιξε και παραλίγο να πέσει κάτω. Την αγκάλιασε και τη φίλησε και την ξαναγκάλιασε και τελικά, όταν τραβήχτηκε, την κοίταξε και είπε: “Είναι απίστευτο. Ο πρώτος στρατιώτης των Συμμάχων που βλέπω είναι γυναίκα. Και είσαι εσύ”».
Η Μίλερ και ο Πικάσο είχαν γνωριστεί το 1937, σε διακοπές σε μια παραλία της νότιας Γαλλίας. Μπορεί, όμως, να είχαν διασταυρωθεί και νωρίτερα εκείνη τη δεκαετία, όταν η Μίλερ δούλευε με τον Μαν Ρέι και ανακάλυψε την τεχνική του «σολαρίσματος», η οποία, ωστόσο, θα κατέληγε να πιστωθεί σε εκείνον. Ακολούθησε μια βαθιά φιλία ανάμεσά τους: η Μίλερ ήταν παντρεμένη με τον βρετανό καλλιτέχνη, ποιητή και ιστορικό Ρόλαντ Πένροουζ, ο Πικάσο με την Ντόρα Μάαρ και μετά με τη Φρανσουάζ Ζιλό.
Οι δυο οικογένειες έκαναν διακοπές μαζί, συχνά στα διάφορα σπίτια του Ισπανού. Ο Αντονι Πένροουζ, ο οποίος γεννήθηκε το 1947, θυμάται πολλά παιδιά και ζώα: ο Πικάσο είχε μια κατσίκα, την Εσμεράλντα, που την άφηνε να κοιμάται έξω από το δωμάτιό του και της έβαζε τις φωνές επειδή φοβόταν το σκοτάδι. Υπήρχαν μεγάλα μεσημεριανά γεύματα με εξωτικά φαγητά, καθώς και τα σχετικά αστεία: η Μίλερ απολάμβανε να βάζει σε ποτά παγάκια με παγωμένες μύγες…
Ο γιος της σπουδαίας φωτογράφου θυμάται την έκπληξη που προκάλεσε στους συμμαθητές του η απάντησή του όταν τον ρώτησαν τι είχε κάνει στις διακοπές: «Είπα μάλλον αδιάφορα, “Ω, επισκεφθήκαμε τον Πικάσο”. Δεν είχα ιδέα ότι ήταν κάτι εξαιρετικό, γιατί οι γονείς μου το προσέγγιζαν με απίστευτη σεμνότητα. Ποτέ δεν είπαν “Κοίτα, αυτός ο τύπος είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή σύγχρονος καλλιτέχνης στον κόσμο”. Ηταν απλώς ένα άτομο που αντιμετώπιζαν με μεγάλο σεβασμό και ευλάβεια», λέει στον Guardian.
Ο Πικάσο σεβόταν το καλλιτεχνικό ταλέντο της Μίλερ, συνεχίζει ο Πένροουζ, πολύ πριν από οποιονδήποτε άλλον: «Φυσικά, ήταν πολύ όμορφη. Αλλά το γεγονός ότι ήταν επίσης πολύ έξυπνη ήταν σημαντικό για εκείνον. Ηξερε ότι ήταν καλή φωτογράφος. Ηταν πολύ εξοικειωμένος με τους φωτογράφους, επειδή είχε ζήσει έξι χρόνια με τη φωτογράφο Ντόρα Μάαρ», παρατηρεί.
Η ομορφιά της Μίλερ και η προϋπηρεσία της ως μοντέλου μόδας οδήγησαν στο να παραβλεφθούν τα σημαντικά δικά της ταλέντα, πράγμα που ενισχύθηκε επίσης από το γεγονός ότι ο Πικάσο τη ζωγράφισε έξι φορές και υπήρχε προ πολλού μια προκατάληψη για τις «μούσες» του. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε όταν ο Πένροουζ άρχισε να προσπαθεί να οργανώσει εκθέσεις με τη δουλειά της μητέρας του: «Καταρχάς, όταν πλησίαζα ανθρώπους που υποτίθεται ότι γνώριζαν, έπρεπε να εξηγώ ότι η Λι Μίλερ ήταν γυναίκα. Οταν το συνειδητοποιούσαν έλεγαν: “Ω, ναι, ήταν η μούσα του Μαν Ρέι”. Και τότε έπρεπε να τους κάνω να καταλάβουν ότι πίστευαν κάτι που ήταν λάθος».
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τη δεκαετία του 1980, γράφει στον Guardian η Ριάνον Λούσι Κόσλετ, όταν οι φεμινίστριες άρχισαν να επανεξετάζουν τις ζωές γυναικών καλλιτεχνών και ιδιαίτερα των εκπροσώπων του σουρεαλισμού. Οπως συνέβη και με άλλα μοντέλα που έγιναν καλλιτέχνες, το μόντελινγκ έκανε τη Μίλερ να ενδιαφερθεί για τη δημιουργία εικόνων.
«Οταν ήταν νεότερη», λέει ο Αντονι Πένροουζ, «τη φωτογράφιζαν οι βασικοί φωτογράφοι της εποχής, όπως οι Εντουαρντ Στάιτσεν και Τζορτζ Χόινινγκεν Χιούνε». Οταν, αργότερα, μίλησε με μερικούς από αυτούς, του είπαν ότι οι φωτογραφίσεις ήταν για τη Μίλερ σαν φροντιστήριο. Τους «έκανε συνεχώς ερωτήσεις».
Οταν, λοιπόν, η καριέρα της στη Νέα Υόρκη έληξε ξαφνικά –ήταν μοντέλο της Kotex και μπήκε στη μαύρη λίστα εξαιτίας του στίγματος για τα προϊόντα για την εμμηνόρροια–, η Μίλερ έφυγε για το Παρίσι, όπου επανεφηύρε τον εαυτό της ως φωτογράφος και αργότερα ως πολεμική ανταποκρίτρια της Vogue, καταγράφοντας πρώτη με τον φακό της το γερμανικό «Blitzkrieg» («πόλεμος-αστραπή») και την απελευθέρωση της Ευρώπης που ακολούθησε.
Η φωτογραφία της στην μπανιέρα του Χίτλερ, που τραβήχτηκε από τον συνάδελφό της Ντέιβιντ Σέρμαν όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Φίρερ, δείχνει την περιφρόνησή της: συνήθιζε να αστειεύεται με το πόσο χάλια ήταν το διαμέρισμά του, λέει ο Πένροουζ. Στη φωτογραφία, οι μπότες μπροστά από το λουτρό είναι ακόμα μέσα στη λάσπη από τα στρατόπεδα θανάτου.
(Δείτε το βίντεο από την έκθεση της Λι Μίλερ το 2015 στο μουσείο Albertina της Βιέννης)
Οι εικόνες από την απελευθέρωση του Νταχάου το 1945, μερικές από τις οποίες παρουσιάζονται στην έκθεση, είναι ασκήσεις ελεγχόμενης μανίας, εξηγεί ο Πένροουζ. Η Μίλερ βιάστηκε όταν ήταν επτά ετών. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είδε το αγόρι της να πεθαίνει σε ατύχημα όταν ήταν έφηβοι, διαμόρφωσαν όχι μόνο την κοσμοθεωρία της αλλά και τη δουλειά της.
Το τραύμα, λέει ο Πένροουζ στον Guardian, συχνά προκαλεί μια αίσθηση αποσύνδεσης: «Αν κοιτάξουμε τη Λι μέσα από αυτό το πρίσμα, θα δούμε ότι ήταν σε θέση να αποστασιοποιείται συναισθηματικά σε κάποιο σημείο. Ετσι, τη βλέπουμε να κοιτάζει τα πρόσωπα των νεκρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να τους φωτογραφίζει από κοντά. Οταν πήρα συνέντευξη από τον Σέρμαν, τον ρώτησα: “Πώς το κάνει; Πώς στέκεται εκεί και βγάζει αυτές τις φωτογραφίες;”. Απάντησε ότι ήταν σε “κατεψυγμένη μανία”».
Οι εμπειρίες της Λι Μίλερ κατά τη διάρκεια του πολέμου συνέτειναν σε αυτό που ο γιος της πιστεύει πως ήταν διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Λέει ότι η Μίλερ δεν ήταν «πολύ μητέρα». Επιρρεπής στην κατάχρηση αλκοόλ, όπως πολλοί τραυματισμένοι άνθρωποι, μπορούσε ξαφνικά να εξοργιστεί και υπήρχε απόσταση μεταξύ τους. Η Μίλερ είχε δει μωρά να πεθαίνουν στο νοσοκομείο της Βιέννης από έλλειψη φαρμάκων που πωλούνταν στη μαύρη αγορά, και απέφευγε να είναι φιλική με τον γιο της, παρότι ανησυχούσε πολύ για την ασφάλειά του.
«Εχω την αίσθηση ότι πρέπει να πόνεσε βαθιά, ειδικά με το δεδομένο ότι η Μίλερ μπορούσε να εκδηλώνει μεγάλη ζεστασιά απέναντι στους άλλους», γράφει στον Guardian η Ριάνον Λούσι Κόσλετ. Ωστόσο, ο Πένροουζ είναι μεγαλόψυχος, έχοντας αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του για την προώθηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς της και τη διεύθυνση του αρχείου Lee Miller Archives and Penrose Collection στο Farley House, το πρώην πατρικό του στο Σάσεξ, όπου έμεινε ο Πικάσο κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1950. (Δείτε φωτογραφίες της Λι Μίλερ στη σελίδα Facebook/ Lee Miller Archives)
Στο σπίτι αυτό κατά καιρούς οι Πένροουζ φιλοξένησαν επίσης τους Μαν Ρέι, Χουάν Μιρό, Μαξ Ερνστ, Αϊλίν Αγκαρ, Εντουάρντο Παολότσι και Ρίτσαρντ Χάμιλτον. Ο Αντονι Πένροουζ έχει επίσης εκδώσει το λεύκωμα «The Home of the Surrealists», για το ιστορικό σπίτι των γονιών του.
Στην έκθεση λαμβάνεται μια υπέροχη φωτογραφία του μικρού Αντονι Πένροουζ, που κάθεται στα γόνατα του Πικάσο, με ένα βλέμμα χαρούμενης συνενοχής μεταξύ τους. Σε εκείνη την επίσκεψή του ο Πικάσο είδε τον ταύρο Ερσάιρ του ζευγαριού, ονόματι Γουίλιαμ, από τον οποίο εμπνεύσθηκε τη λιθογραφία «Grasshopper Bulls» του 1950, που υπάρχει στην έκθεση αλλά δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η σεξουαλική σχέση ως ανασταλτικός παράγοντας για την αναγνώριση
«Ξέρω ότι υπήρξαν υπαινιγμοί για τη σεξουαλική πτυχή στη σχέση που είχε μαζί της [ο Πικάσο]», λέει στον Guardian η Μάγια Μπίνκιν, καλλιτεχνική διευθύντρια του Newlands House. «Αλλά δεν νομίζω ότι έχει σημασία. Τη σεβόταν πολύ, απολάμβανε την παρέα της και εκτιμούσε τη φιλία της», τονίζει.
Οταν η Κόσλετ τη ρωτάει πώς αισθάνεται για τις γυναίκες καλλιτέχνες που αντιμετωπίζονται συνεχώς μέσα από το πρίσμα της σχέσης τους με τους άνδρες, η Μπίνκιν απαντάει με ειλικρίνεια ότι χρησιμοποιεί τη φιλία της Μίλερ με τον Πικάσο για να φέρει νέο κοινό στη δουλειά της, λέει όμως επίσης ότι δύσκολα μπορείς να τα διαχωρίσεις. Η Μίλερ τράβηξε σχεδόν 1.000 φωτογραφίες του ζωγράφου μέσα σε 40 χρόνια και εκείνος τη ζωγράφισε έξι φορές.
«Η σχέση τους ήταν εξαιρετική», προσθέτει η Μπίνκιν. «Η Μίλερ έχει καταγράψει μερικές υπέροχες εικόνες του Πικάσο ενώ δούλευε, ενώ διασκέδαζε, αλλά και στο σπίτι και στον ελεύθερο χρόνο, κάτι που τα τελευταία του χρόνια ήταν πιο δύσκολο, γιατί [ο Πικάσο] απέφευγε πάρα πολύ τις φωτογραφίες. Ηξερε τι σημασία είχε να τον φωτογραφίζουν. Αλλά η Μίλερ είχε πρόσβαση στον Πικάσο σε στιγμές που εκείνος δεν πόζαρε», σημειώνει.
Το κίνημα #MeToo, παρατηρεί η Μπίνκιν, δεν ήταν ευγενικό με τον Πικάσο: «Προσωπικά δεν νομίζω ότι μπορούμε να τον κρίνουμε τόσο σκληρά όσο κάνουν κάποιοι», λέει. Ο Πένροουζ συμφωνεί. Αν και βρίσκει δικαιολογημένη τη φεμινιστική κριτική, επισημαίνει ότι ο Πικάσο ως άνθρωπος ήταν πολύπλοκος χαρακτήρας.
«Φυσικά, υπήρξαν στιγμές που ίσως δεν συμπεριφέρθηκε καλά στις γυναίκες. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι σωστό να τον κρίνουμε γι’ αυτό. Είναι πολύ εύκολο να μείνει κανείς σε όλα τα κακά πράγματα που έκανε και να ξεχάσει ότι είχε απίστευτη ανθρωπιά και καλοσύνη. Είναι πολύ βολικό για μερικούς ανθρώπους να το ξεχνούν αυτό, γιατί πιστεύουν ότι αποδυναμώνει την θέση τους να τον παρουσιάζουν ως τέρας», σημειώνει ο Πένροουζ. Και για τη μητέρα του προσθέτει: «Ηταν μια βαθιά αγάπη. Πάντα έλεγε [ο Πικάσο] ότι τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα όταν η Λι ήταν εκεί. Ενιωθε μεγάλη στοργή για εκείνη. Και ήταν πιο γλυκός όταν εκείνη βρισκόταν κάπου κοντά».
Αργότερα, αυτοσαρκαζόμενη ίσως, η Μίλερ, η οποία χρειάστηκε να παλέψει σε όλη της τη ζωή για την αναγνώρισή της, θα αποκαλούσε τον εαυτό της «χήρα Πικάσο». «Αρχικά στο Παρίσι», λέει ο Πένροουζ, «ήταν πολύ χαρούμενη που επέτρεψε τη δημοσίευση των φωτογραφιών της με το όνομα του Μαν Ρέι. Είχε πει: “Ημαστε τόσο κοντά, ήταν σαν να ήμαστε το ίδιο άτομο, οπότε δεν είχε σημασία”. Μετά, όμως, άρχισε να έχει σημασία». Αλλά σε ό,τι έχει σχέση με τον Πικάσο, η Μίλερ κάθε άλλο παρά πικραμένη ήταν. Η δουλειά της μιλάει πλέον από μόνη της. «Μέχρι να φτάσουμε εδώ», λέει ο Πένροουζ στον Guardian, «ο δρόμος ήταν συνέχεια ανηφορικός. Στο τέλος, όμως, κερδίσαμε».