Το 1953, όταν η Ζακλίν Μπουβιέ παντρεύτηκε τον γερουσιαστή Τζον Φ Κένεντι, το ιβουάρ νυφικό της σχολιάστηκε από τους δημοσιογράφους σε κάθε του λεπτομέρεια. Αγνοήθηκε, ωστόσο, ένα κρίσιμο στοιχείο: Η designer του φορέματος δεν κατονομάστηκε ποτέ· μόνο ένας δημοσιογράφος την ανέφερε ως «μια έγχρωμη μοδίστρα». Ηταν η Αν Λόου, η couturier, που είχε δημιουργήσει επίσης τη ζωγραφισμένη με λουλούδια τουαλέτα, την οποία φορούσε η Ολίβια ντε Χάβιλαντ στην τελετή των Οσκαρ του 1947 (μάλιστα, το όνομα της Λόου δεν είχε αναφερθεί ούτε σε εκείνη την περίσταση, καθώς εργαζόταν επ’ αμοιβή για τον οίκο Chez Sonia).
Οι δημιουργίες της Αν Λόου, μεταξύ των οποίων και ένα μεταξωτό νυφικό του 1941, κεντημένο με τρισδιάστατα κρίνα, γράφει στους Financial Times η Χάνα Μάριοτ, εκτίθενται τώρα στο Ινστιτούτο Κοστουμιών του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης. Η έκθεση με τίτλο «In America: Anthology of Fashion», που εγκαινιάστηκε στις 7 του περασμένου Μαΐου και κλείνει σήμερα 5 Σεπτεμβρίου τις πύλες της, είναι το δεύτερο μέρος ενός αφιερώματος στη μόδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Και παρουσιάζεται σε συνεργασία με την Αμερικανική Πτέρυγα του MET, με στόχο να τονίσει τις αφηγήσεις, που σχετίζονται με τη ραπτική και τις σύνθετες και πολυεπίπεδες ιστορίες που αφηγούνται οι αίθουσες της περιόδου της Αμερικανικής Πτέρυγας.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος με τίτλο «In America: A Lexicon of Fashion», το οποίο προς το παρόν εκτίθεται στο Κέντρο Κοστουμιών Anna Wintour, παρουσιάζεται ένα σύγχρονο λεξιλόγιο της αμερικανικής μόδας με βάση τις εκφραστικές της ιδιότητες.
Τα διάσημα ονόματα της σύγχρονης αμερικανικής μόδας— Calvin Klein, Ralph Lauren, Tom Ford, Marc Jacobs— υπάρχουν μεν αλλά η νέα έκθεση δίνει έμφαση σε παραγνωρισμένους σχεδιαστές από τον 19ο αιώνα έως τα τέλη του 20ού .
Ανδρικά και γυναικεία ενδύματα, που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα παρουσιάζονται σε βινιέτες εγκατεστημένες σε επιλεγμένες αίθουσες της περιόδου, που εκτείνεται περίπου από το 1805 έως 1915: ένα δωμάτιο ανάπαυσης των Shakers (θρησκευτική κοινότητας των Κουακέρων από τη δεκαετία του 1830), ένα σαλόνι του 19ου αιώνα από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, μια πανοραμική τοιχογραφία των Βερσαλλιών του 1819, και ένα σαλόνι του 20ού αιώνα, που σχεδιάστηκε από τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, μεταξύ άλλων. Αυτοί οι εσωτερικοί χώροι παρουσιάζουν περισσότερα από 200 χρόνια αμερικανικής ζωής και αφηγούνται ποικίλες ιστορίες, προσωπικές, πολιτικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές, στιλιστικές…
Η έκθεση αντανακλά αυτές τις αφηγήσεις μέσα από μια σειρά τρισδιάστατων κινηματογραφικών «freeze frames», η παραγωγή των οποίων έχει γίνει σε συνεργασία με αξιόλογους αμερικανούς σκηνοθέτες. Και αυτές οι σκηνές εξερευνούν τον ρόλο της ένδυσης στη διαμόρφωση της αμερικανικής ταυτότητας.
Ενα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της έκθεσης είναι ένα φόρεμα από απαλό ροζ μεταξωτό μουαρέ της couturier Mme Olympe με έδρα τη Νέα Ορλεάνη. Χρονολογείται γύρω στο 1865, και είναι το αρχαιότερο αμερικανικό φόρεμα στη συλλογή του MET, που φέρει μια ετικέτα με την οποία ταυτοποιείται ο κατασκευαστής του. «Αυτή είναι η απαρχή της εμφάνισης της ιδέας του designer όπως τον καταλαβαίνουμε σήμερα, σαν κάποιο με ξεχωριστό δημιουργικό όραμα», λέει στους FT η Τζέσικα Ρίγκαν, επιμελήτρια στο Ινστιτούτο Κοστουμιών.
Στην Αμερική, σε αντίθεση με το Παρίσι, γράφει στους FT η Χάνα Μάριοτ, μέχρι και τη δεκαετία του 1960 συνηθιζόταν στην ετικέτα ενός φορέματος να υπάρχει το όνομα του κατασκευαστή, και όχι του σχεδιαστή. Η Mme Olympe, όμως, ήταν γαλλικής καταγωγής, γι’ αυτό υπήρχε το όνομά της. Παρ’ όλα, έχει ξεχαστεί.
Σύμφωνα με την Ρίγκαν, η Olympe αντιπροσωπεύει «πολλές μοδίστρες που εργάζονταν με παρόμοιο τρόπο σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι οποίες, συλλογικά, οικοδόμησαν τα θεμέλια της αμερικανικής μόδας».
Οι περισσότερες ήταν γυναίκες επειδή, όπως λέει η αμερικανίδα επιμελήτρια, η βιοτεχνία «προσέφερε πραγματικές ευκαιρίες για επιχειρηματικότητα, και οικονομική ανεξαρτησία. Θεωρείτο αξιοσέβαστη γραμμή εργασίας, μια επέκταση των λεγόμενων φυσικών οικιακών υποχρεώσεων». Ωστόσο, καμία από αυτές τις γυναίκες δεν ήταν πιθανό να θεωρηθεί «designer» εκείνη την εποχή, ακόμη και όταν δημιουργούσαν πρωτότυπα και καινοτόμα έργα. Ακόμα λιγότερες πιθανότητες αναγνώρισης είχαν οι αφροαμερικανίδες μοδίστρες.
Κατά τη διάρκεια του διαχωρισμού, η μοδιστρική είχε γίνει πηγή εισοδήματος για ορισμένες Αφροαμερικανίδες. Στην έκθεση παρουσιάζεται, για παράδειγμα, το έργο της Φάνι Κρις Πέιν, που γεννήθηκε το 1866 από πρώην σκλάβους γονείς· ήταν μοδίστρα με μεγάλη εκτίμηση στο διαχωρισμένο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, στις αρχές του 20ου αιώνα, μάλιστα ανάμεσα στις πελάτισσές της ήταν και η ηθοποιός Γκλόρια Σβάνσον. Τα φορέματά της, με λεπτά σιρίτια, ένθετα κομμάτια δαντέλας και απλικέ σχέδια, δείχνουν «πολύ μεγάλη τεχνική δεξιότητα και μια μεγάλη αίσθηση αρμονίας που ενίσχυε τη σιλουέτα της γυναίκας που τα φόραγε», λέει η Ρίγκαν. «Οι πελάτισσές της βασίζονταν πραγματικά στο γούστο της. Η Φάνι Κρις Πέιν αντιπροσωπεύει πράγματι την κορυφή του επαγγέλματος».
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μοδίστρες είχαν ευκαιρίες για αληθινή ισότητα, λέει η Ελίζαμπεθ Γουέι, συγγραφέας του «Black Designers in American Fashion» και βοηθός επιμελήτρια κοστουμιών στο Μουσείο του Fashion Institute of Technology (FIT). Περιγράφει το επάγγελμα κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου σαν μια «κάπως περίεργη θέση» για τις μαύρες γυναίκες: «Σαν μοδίστρα, προφανώς έχεις πολλή δημιουργικότητα και μεγάλη δύναμη για παρεμβάσεις, αλλά επίσης είσαι γονατιστή, κάτι που ταιριάζει σε έναν ρόλο που είναι πιο υποτελής. Νομίζω ότι οι μαύρες γυναίκες μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον ρόλο με τρόπο ώστε να έχουν επιτυχία, χωρίς να είναι απαραίτητα απειλητικός για τις λευκές πελάτισσές τους», λέει η αμερικανίδα επιμελήτρια μόδας.
Στην έκθεση υπάρχουν επίσης πιο εύπορες λευκές μοδίστρες, που έγιναν σταρ στην εποχή τους, αλλά έχουν πλέον ξεθωριάσει στη λαϊκή συνείδηση. Παρουσιάζεται, για παράδειγμα το «μοναστηριακό» φόρεμα της Claire McCardell του 1949, χαρακτηριστικό των πρωτοποριακών της σχεδίων για μαζική παραγωγή.
Η ΜακΚαρντέλ ήταν ένα μεγάλο όνομα στην εποχή της: πόζαρε για το εξώφυλλο του περιοδικού Time τη δεκαετία του 1950 και έγινε αντικείμενο πολλαπλών αναδρομικών εκθέσεων τη δεκαετία του 1990. «Ηταν σίγουρα αυτή που εμπνεύστηκε το αμερικανικό look· δεν θα μπορούσε να έχεi υπάρξει ο Calvin Klein ή η Donna Karan χωρίς αυτήν», λέει η Βάλερι Στιλ, διευθύντρια και επικεφαλής επιμελήτρια του Μουσείου στο FIT και συγγραφέας του «Women of Fashion: Twentieth-Century Designers». Αλλά τώρα, λέει, «οι περισσότεροι φοιτητές μόδας δεν ξέρουν καν ποια ήταν».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την Elizabeth Hawes, συγγραφέα γνωστή στην εποχή της για το πνεύμα της, που σχεδίασε το διάσημο μοντέλο «The Tarts» του 1937, ένα μαύρο φόρεμα με πιέτες στο μπούστο και ένα κόκκινο βέλος που στοχεύει το στήθος.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά ξεχασμένα ονόματα είναι γυναικεία, παρατηρεί η Χάνα Μάριοτ στους FT. Οταν η Στιλ έκανε την έρευνα για το βιβλίο της, λέει ότι αναρωτήθηκε γιατί «το 85% των μαθητών στις σχολές μόδας είναι γυναίκες, αλλά η πλειοψηφία των διάσημων σχεδιαστών είναι άνδρες. Συνολικά, η ιστορία της μόδας είναι κατά κύριο λόγο μια γενεαλογία ανδρών», λέει. Στο Παρίσι υπήρχαν δεκάδες επιτυχημένες γυναίκες couturier τον 19ο αιώνα -η Madame Palmyre και η Madame Victorine, για να αναφέρουμε μόνο δύο- που όμως «έπεσαν στη σκιά από την άνοδο του Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ και μετά».
Κάτι παρόμοιο συνέβη τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, μια εποχή που οι γυναίκες σχεδιάστριες άκμασαν, αλλά μόνο η Coco Chanel και η Elsa Schiaparelli –των οποίων οι εταιρείες εξακολουθούν να υπάρχουν– έχουν μείνει στη μνήμη των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τη Στιλ, τείνουμε να θυμόμαστε τους σχεδιαστές των οποίων οι εταιρείες εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως οι Dior, Balenciaga, Givenchy και Saint Laurent, τα τμήματα μάρκετινγκ των οποίων συντηρούν την κληρονομιά τους φρέσκια στη συνείδηση του κοινού. Και υπάρχουν λόγοι για τους οποίους τόσες πολλές εταιρείες, που ζουν ακόμα, δημιουργήθηκαν από λευκούς άνδρες: είναι το κεφάλαιο. Τον Christian Dior, για παράδειγμα, τον υποστήριζε ένας μεγάλος κατασκευαστής υφασμάτων. Για τη Στιλ, ένα από τα κρυφά πλεονεκτήματα της αμερικανικής βιομηχανίας μόδας είναι ότι εδώ και πολύ καιρό είναι η διαφοροποίησή της από τους ομολόγους της στη Γαλλία ή την Ιταλία.