Οι δίδυμοι πύργοι του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου φλέγονται δευτερόλεπτα μετά την εκδήλωση της τρομοκρατικής επίθεσης. Με την κατάρρευσή τους άρχισε και η σταδιακή αποδόμηση του αμερικανικού ιμπέριουμ | Robert Giroux/Getty Images
Θέματα

Η 11η Σεπτεμβρίου και η παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας 

Μετά από εκείνο το σοκ οι Αμερικανοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και καθώς η πατρίδα τους μεταμορφωνόταν -στο όνομα της εθνικής ασφάλειας- σε ένα κράτος επιτήρησης και καταστολής, ο υπόλοιπος κόσμος συνειδητοποιούσε σταδιακά όλο και περισσότερο τα όρια παρά την ισχύ των ΗΠΑ 
Protagon Team

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ δεν ήταν πλέον μόνον οι μεγάλες νικήτριες του Ψυχρού Πολέμου. Ηταν επίσης μια τραυματισμένη υπερδύναμη, αποφασισμένη να αποδώσει δικαιοσύνη σε παγκόσμια κλίμακα. Στο πλαίσιο ενός μονοπολικού, εκείνη την περίοδο, κόσμου ο εχθρός των Αμερικανών δεν ήταν μία άλλη υπερδύναμη αλλά ο «τρόμος» (terror), μια ασαφής έννοια θιασώτες της οποίας ήταν σύμφωνα με την αμερικανική ηγεσία ένα δίκτυο φονταμενταλιστών ισλαμιστών αλλά και αντίπαλα αυταρχικά καθεστώτα. 

Στη συνέχεια οι Αμερικανοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και καθώς η πατρίδα τους μεταμορφωνόταν – στο όνομα της εθνικής ασφάλειας – σε ένα κράτος επιτήρησης και καταστολής, ο υπόλοιπος κόσμος συνειδητοποιούσε σταδιακά περισσότερο τα όρια παρά την ισχύ των ΗΠΑ. 

Ευρισκόμενη στο απόγειο της δύναμης της, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους απέρριπτε τις ανησυχίες ορισμένων ευρωπαίων συμμάχων για την εισβολή στο Αφγανιστάν και αδιαφορούσε για τις επιπλήξεις κορυφαίων αξιωματούχων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. «Είμαστε μία αυτοκρατορία και όταν πράττουμε, δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα», είχε αναφέρει το 2004 αξιωματούχος του Λευκού Οίκου στο New York Times Magazine, διατηρώντας την ανωνυμία του. «Είμαστε παράγοντες της Iστορίας… και εσείς, όλοι σας, θα καταλήξετε να μελετάτε αυτά που εμείς κάνουμε».  

Ωστόσο, «δύο δεκαετίες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτή η υβριστική κληρονομιά πλανάται πάνω από την Ουάσιγκτον», επισημαίνει σε κείμενό του ο Ισάν Θαρόρ της Washington Post, κάνοντας λόγο για μία «δυσωδία που διαδοχικές κυβερνήσεις αποπειράθηκαν αλλά απέτυχαν να διαλύσουν». 

Οσον αφορά το παρόν, παρότι υπήρξε χαοτική και αιματηρή η αποχώρησή τους τον προηγούμενο μήνα, η συντριπτική πλειονότητα των αμερικανών πολιτών εξακολουθεί να συμφωνεί με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Πλέον ελάχιστοι είναι οι σοβαροί πολιτικοί σε αμφότερα τα κύρια κόμματα των ΗΠΑ που τάσσονται υπέρ νέων στρατιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Την ίδια ώρα ένα ολοένα αυξανόμενο σύνολο νομοθετών επιδιώκει να περιορίσει την εξουσία του Λευκού Οίκου, ειδικά όσον αφορά τη δυνατότητα να κηρύσσει πολέμους.

Το ότι οι ΗΠΑ θα ήταν καλύτερο να μην εμπλέκονται σε αλλότριες συρράξεις, ειδικά εάν καλούνται αυτές να σηκώσουν σχεδόν όλο το βάρος, το επισήμανε πρώτος ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο διάδοχός του επίσης επέλεξε να ξεχάσει την 11η Σεπτεμβρίου και την κληρονομιά της, επανακαθορίζοντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική με γνώμονα την Κίνα. 

«Ο όρος “ανταγωνισμός υπερδυνάμεων” είναι και πάλι της μόδας. Σε διάφορες πρωτεύουσες από την Ευρώπη έως την Ασία, αξιωματούχοι αναγνωρίζουν πως παλιές αντιλήψεις που περιέβαλλαν την Pax Americana ξεθωριάζουν. Κάποιοι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στις ΗΠΑ. Αλλοι οσφραίνονται τη γεωπολιτική ευκαιρία»εξηγεί ο Θαρόρ.  

Σύμφωνα με τον αμερικανό αρθρογράφο η θέση και το κύρος των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή υπονομεύτηκαν κυρίως από τον Πόλεμο του Ιράκ. Αναφέρει ενδεικτικά πως τον Σεπτέμβριο του 2002, έξι μήνες πριν την εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων, ο ιστορικός πρώην πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Νέλσον Μαντέλα επέκρινε σφόδρα «την υπεροπτική» μονομέρεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους. «Τρομάζουμε πραγματικά με κάθε χώρα, είτε είναι μία υπερδύναμη είτε ένα μικρό κράτος, που παρακάμπτει τον ΟΗΕ και επιτίθεται σε ανεξάρτητες χώρες», είχε αναφέρει.

Από τότε η δημοτικότητα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο άρχισε να μειώνεται και δεν σταμάτησε, έως ότου ανήλθε στην εξουσία ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος κατά την προεκλογική του εκστρατεία εξέφραζε ξεκάθαρα την εναντίωσή του στον πόλεμο του Ιράκ. Ο πρώτος αφροαμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ απέσυρε τα αμερικανικά στρατεύματα από τη χώρα, αλλά εξακολουθούσε να κυβερνά τις ΗΠΑ, όταν η κατάρρευση των κρατικών μηχανισμών στο Ιράκ αλλά και στη Συρία συνέβαλε στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους και νέων κυμάτων ανατροπών και βίας.  

«Η εισβολή (στο Ιράκ) και τα χαοτικά, βίαια και αποσταθεροποιητικά επακόλουθά της θρυμμάτισαν την άποψη σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ είναι απαραίτητες για τη δημοκρατία και προστάτιδές της. Εάν δεν είχε υπάρξει η εισβολή στο Ιράκ, η μυθολογία του αμερικανικού εξαιρετισμού (american exceptionalism) θα άντεχε πολύ περισσότερο μεταξύ των ελίτ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό», ανέφερε, μιλώντας στην Washington Post, ο Στίβεν Κουκ, ανώτερος συνεργάτης του Council on Foreign Relations. 

Καθώς μαίνονταν οι δαπανηροί και αιματηροί πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, ξέσπασε και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που συγκλόνισε την παγκόσμια οικονομία. Οι ΗΠΑ ανέκαμψαν ταχύτερα από πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά πολλοί αμερικανοί πολιτικοί, έχοντας αντιληφθεί και αποδεχτεί πως η πατρίδα τους δεν κάθεται, όπως νόμιζαν οι αξιωματούχοι του Μπους, «στη θέση του οδηγού της Iστορίας» αλλά είναι και αυτή, όπως οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου, μία «επιβάτισσα» της Iστορίας, άρχισαν να νοιάζονται και να ανησυχούν περισσότερο για την κατάσταση στο εσωτερικό της χωράς παρά στο εξωτερικό. 

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου διέλυσαν την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ είναι απαραίτητες και αναντικατάστατες στη διεθνή σκηνή. «Δύο δεκαετίες ακόμη και ενδέχεται οι ΗΠΑ να καταστούν ένα ακόμη έθνος μεταξύ των εθνών, χωρίς να επιβάλλουν την ισχύ τους σε άλλους για να αποκτούν ό,τι χρειάζονται», υποστήριξε σε κείμενό του στο Foreign Policy ο Στίβεν Βερτάιμ, συνεργάτης του ιδρύματος Carnegie Endowment for International Peace. 

Ωστόσο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να δίνουν την εντύπωση ότι προετοιμάζονται για μία ακόμη σύγκρουση, με τον Τζον Μπάιντεν να επιδιώκει (όπως επιδίωξαν και προκάτοχοί του, δίχως, ωστόσο, επιτυχία) να στρέψει την προσοχή από τη Μέση Ανατολή στην Ανατολική Ασία όπου καραδοκεί η Κίνα. 

Πλήθος αναλυτών θεωρούν και επισημαίνουν πως, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στους πολέμους κατά της τρομοκρατίας επί μία εικοσαετία, οι ΗΠΑ έχασαν πολύτιμο χρόνο και χρήμα (τρισεκατομμύρια δολάρια) που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών προκλήσεων του 21ου αιώνα. 

Την ίδια ώρα οι αμερικανικές αποτυχίες στη Μέση Ανατολή ενίσχυσαν το δημοφιλέστατο στην Κίνα (και όχι μόνο) αφήγημα περί της υποτιθέμενης αμερικανικής παρακμής στη διεθνή σκηνή. «Το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας κατά πάσα πιθανότητα θα διαμορφωνόταν παρομοίως και δίχως την 11η Σεπτεμβρίου. Ωστόσο οι πόροι, η προσοχή και ο χρόνος που δαπάνησαν στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, αναμφίβολα επιτάχυνε την αλλαγή», έγραψε σε άρθρο της η Γιουν Σουν, συνεργάτιδα της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Stimson Center.  

Το γεγονός αυτό βαραίνει τη συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς φορέων χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ. «Από τη σκοπιά της γεωπολιτικής επιρροής, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας περισσότερο από όλους ωφέλησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας»παραδέχτηκε σε κείμενο του στο Foreign Affairs o Μπεν Ρόουντς, αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας στον Λευκό Οίκο του Μπαράκ Ομπάμα.