Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είχε τις μεγαλύτερες περικοπές στον τομέα της υγείας σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς το μνημόνιο έθετε το όριο των σχετικών δαπανών στο 6% του ΑΕΠ. Για την ακρίβεια, σήμερα η Ελλάδα ξοδεύει λιγότερα για την υγεία από οποιοδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα που εντάχθηκε στην Ένωση πριν την διεύρυνσή της προς Ανατολάς το 2004. Από το 2009 ως το 2011 ο προϋπολογισμός των δημόσιων νοσοκομείων μειώθηκε κατά 25%. Αντιστοίχως, η κρατική χρηματοδότηση προγραμμάτων ψυχικής υγείας περιορίστηκε κατά 55% μεταξύ 2011 και 2012. Όλα αυτά σε μια περίοδο που η ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες υγείας έχει αυξηθεί, καθώς ολοένα και περισσότεροι πολίτες δεν μπορούν να πληρώσουν ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε σήμερα Παρασκευή στο διεθνές ιατρικό περιοδικό Lancet αποτυπώνονται τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας για τον αντίκτυπο αυτών των περικοπών στη δημόσια υγεία. Επιγραμματικά:
- Η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 43% μεταξύ 2008 και 2010
- Οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 45% μεταξύ 2007 και 2011
- Τα περιστατικά κλινικής κατάθλιψης αυξήθηκαν 2,5 φορές μεταξύ 2008 και 2011
- Τα περιστατικά HIV μεταξύ χρηστών ενέσιμων ναρκωτικών ουσιών δεκαπλασιάστηκαν αυξήθηκαν από 15 το 2009 σε 484 το 2012
- Τα περιστατικά φυματίωσης μεταξύ χρηστών ενέσιμων ναρκωτικών ουσιών διπλασιάστηκαν μέσα σε ένα έτος το 2013
Οι αριθμοί αυτοί λένε μια ιστορία, ειδικά αν τους δει κανείς συνδυαστικά. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν τον αφορά αυτή η ιστορία γιατί δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ή καταθλιπτικός ή δεν έχει παιδιά. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν μπορεί να την αρνηθεί. Κι όμως ακριβώς αυτό είναι που κάνει η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας συστηματικά: Όπως και πολλοί από τους χρήστες τους οποίους με την πολιτική του έχει ήδη καταδικάσει, έτσι και το υπουργείο αρνείται να παραδεχτεί ότι υπάρχει πρόβλημα.
Ξανά και ξανά, αξιωματούχοι του υπουργείου διαψεύδουν κατηγορηματικά ότι η οικονομική κρίση είχε αντίκτυπο στο επίπεδο των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται, και το κυριότερο, στην πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες αυτές. Το πιό πρόσφατο παράδειγμα είναι ενός εκπροσώπου του Υπουργείου Υγείας σε δηλώσεις του στο BBC.
Τα ζητήματα που προκύπτουν σχετικά με την πρόσβαση των ανασφάλιστων σε υπηρεσίες υγείας θα έπρεπε να είναι πηγή έντονου προβληματισμού, καθώς ο αριθμός τους αυξάνεται ραγδαία, παράλληλα με τα ποσοστά ανεργίας, καθώς οι περισσότεροι άνεργοι δικαιούνται υγειονομικής περίθαλψης μόνο για δύο χρόνια απο τη στιγμή που χάσουν τη δουλειά τους. Η Δάφνη Καϊτελίδου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρει ότι οι καρκινοπαθείς αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς έχουν μειωμένη πρόσβαση σε φάρμακα. Μία άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Αχαΐα κατέδειξε ότι το 70% των ερωτηθέντων δεν έχουν τα χρήματα για να αγοράσουν τα φάρμακα που τους έχουν συνταγογραφηθεί. Έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας αναφέρει αύξηση του ποσοστού θνησιγένειας κατά 21% μεταξύ 2008 και 2011 και το αποδίδει στη μειωμένη πρόσβαση των γυναικών σε προγεννητική φροντίδα.
Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε αλλάξει πέντε Υπουργούς Υγείας (συν έναν υπηρεσιακό υπουργό ακόμα). Μαζί τους αλλάζουν Υφυπουργοί, Γενικοί Γραμματείς, σύμβουλοι, παρασύμβουλοι και ούτω καθεξής. Το μόνο που μένει σταθερό είναι η εντολή για περικοπές των δαπανών. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για την εκπόνηση μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για τη δημόσια υγεία, δεν υπάρχει εντολή για την εκτίμηση της κατάστασης σήμερα και την πρόβλεψη για αύριο. Κι έτσι, όπως και σε άλλους τομείς όπως η εκπαίδευση, οι περικοπές, όπως σε μία σπάνια στιγμή ειλικρίνειας παραδέχτηκε και ο πρώην υπουργός υγείας Ανδρέας Λοβέρδος, γίνονται με τον μπαλτά και όχι με το νυστέρι. Τα περισσότερα μέτρα δεν έχουν να κάνουν με την αναδιάρθρωση ενός ομολογουμένως φαύλου, σπάταλου και διεφθαρμένου συστήματος υγείας το οποίο υπήρχε πριν την κρίση, αλλά με την απλή μετακύλιση κόστους στους ασθενείς και την οριζόντια περικοπή δαπανών. Οι ασθενείς που καταλήγουν να βρίσκονται εκτός συστήματος υγείας είναι αυτοί που χρειάζονται αυτές τις υπηρεσίες περισσότερο: Οι μακροχρόνια άνεργοι και οι ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες.
Εδώ όμως έγκειται και το πρόβλημα. Αυτή η προσέγγιση έχει ηθικά, νομικά και οικονομικά ζητήματα: Ηθικά, καθώς θα περίμενε κανείς ότι η υγεία των πολιτών αποτελεί βασική προτεραιότητα ενός κράτους και ένδειξη ενδιαφέροντος για την ευημερία τους. Νομικά, γιατί το Σύνταγμα (άρθρο 21) αναφέρει ρητά ότι «το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασίας της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Αλλά ακόμα και αν δεν ενδιαφέρεται κανείς για την ηθική ή έστω νομική διάσταση του πράγματος, ακόμα και καθαρά λογιστικά αν θέλει να δει το θέμα, και πάλι αυτή η πολιτική δεν είναι αποτελεσματική. Είναι προφανές ότι η πρόληψη είναι πολύ πιο φθηνή από την θεραπεία. Τι είναι οικονομικότερο; Η διανομή προφυλακτικών και βελόνων ή η περίθαλψη οροθετικών; Ο προληπτικός διαγνωστικός έλεγχος και η υλοποίηση μιας δημόσιας πολιτικής για τη σωστή διατροφή και την άσκηση ή η διαχείριση ενός κράτους καρδιοπαθών; Ποιος είναι ο οικονομικός αντίκτυπος ενός ασθενούς εργατικού δυναμικού;
Και αν κάποιος πιστεύει ότι η ενασχόληση με τη δημόσια υγεία είναι ένα άθλημα πολυτελείας για της εποχές των παχιών αγελάδων μόνο, αξίζει να θυμηθεί τη φράση του Βρετανού Υπουργού Υγείας Aneurin Bevan, ο οποίος το 1948, εν μέσω της μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης δήλωσε: «Παρά την οικονομική και χρηματοπιστωτική αγωνία μας, είμαστε ακόμη σε θέση να κάνουμε το πιο πολιτισμένο πράγμα στον κόσμο – να θέσουμε την ευημερία των ασθενών πάνω από κάθε άλλο ζήτημα». Τότε ήταν που συστάθηκε το Βρετανικό Σύστημα Υγείας.