Η ιστορία της ασπαρτάμης είναι μια μάχη δεκαετιών ανάμεσα σε εργαστηριακούς ερευνητές και τα μεγαθήρια της βιομηχανίας αναψυκτικών | CreativeProtagon / Shutterstock
Θέματα

Η ασπαρτάμη ξανά στο εδώλιο: αθώα ή ένοχη;

Οι ισχυρισμοί του ΠΟΥ για πιθανή σύνδεση του γλυκαντικού που χρησιμοποιείται σε όλα σχεδόν τα αναψυκτικά διαίτης με τον καρκίνο είναι οι πιο πρόσφατοι, σε μια πικρή διαμάχη που διαρκεί περίπου 40 χρόνια
Protagon Team

Ηταν σχεδόν θαυματουργή: μια ουσία 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, με ένα κλάσμα των θερμίδων της. Ωστόσο, μετά από 40 χρόνια ευρείας χρήσης της παγκοσμίως, η ασπαρτάμη, που βρίσκεται σε αναψυκτικά όπως η Diet Coke, γιαούρτια με χαμηλά λιπαρά, δημητριακά για το πρωινό, τσίχλες με λίγες θερμίδες και καραμέλες για τον βήχα, αναμένεται να χαρακτηριστεί «πιθανώς καρκινογόνος» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ( ΠΟΥ).

Tα νέα για την ασπαρτάμη, η οποία είναι βασικό συστατικό περίπου 5.000 προϊόντων παγκοσμίως, αποτελούν πλήγμα τόσο για τη βιομηχανία αναψυκτικών διαίτης, αξίας μεγαλύτερης των 380 δισ. ευρώ, όσο και για τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που θέλουν να απολαύσουν ένα κουτάκι Diet Coca-Cola, γράφει στην  Telegraph η Σάρλοτ Λίτον.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνας για τον Καρκίνο (IARC, το σκέλος του ΠΟΥ για τον καρκίνο) δεν έχει ακόμη αποκαλύψει πώς κατέληξε στο συμπέρασμά του, ωστόσο η απόφαση θεωρείται ότι συνδέεται εν μέρει με μια μεγάλη μελέτη στη Γαλλία, η οποία πέρυσι διαπίστωσε ότι η αυξημένη πρόσληψη ασπαρτάμης και ακεσουλφάμης Κ ή Ace Κ (επίσης τεχνητό γλυκαντικό) συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και παχυσαρκίας.

Αλλες έρευνες έχουν συνδέσει την ασπαρτάμη με διαταραχές της διάθεσης, λευχαιμία, καρδιαγγειακές παθήσεις, ημικρανίες, διαβήτη και μια λίστα με άλλες παθήσεις, ενώ η γεύση της έχει αποδειχτεί πολύ γλυκιά για κάποιους καταναλωτές.

Η ασπαρτάμη εγκρίθηκε για πρώτη φορά από την Αρχή Τροφίμων και Ποτών των ΗΠΑ (FDA) το 1981 και πλέον υπάρχει στο 95% όλων των ανθρακούχων αναψυκτικών διαίτης, σε μια αγορά που αναμένεται να ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ μέχρι το 2027. Εν τω μεταξύ, μαίνονται οι αντιπαραθέσεις για το πόσο ασφαλής είναι.

Οσοι ανησύχησαν από τη δήλωση της IARC –που έγινε σε συνδυασμό με τη Μεικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας FAO και του ΟΗΕ για τα πρόσθετα τροφίμων (JECFA)– θέτουν, ωστόσο, το ερώτημα: αν η ασπαρτάμη ήταν τοξική, δεν θα μας είχε ήδη σκοτώσει;

Η Cancer Research UK υποστηρίζει ότι είναι ασφαλής για κατανάλωση, όπως εξάλλου υποστηρίζουν όλοι οι ρυθμιστικοί φορείς, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις 90 άλλες χώρες όπου χρησιμοποιείται, με αποτέλεσμα οι υποστηρικτές της ασπαρτάμης να απορρίπτουν την αναμενόμενη ανακοίνωση ως «παράλογη», χαρακτηρίζοντας «ευρέως απαξιωμένη» την έρευνα, καθώς «αντίκειται σε αποδεικτικά στοιχεία υψηλής ποιότητας δεκαετιών», γράφει στην Telegraph η Σάρλοτ Λίτον.

Συγκρούσεις από τη στιγμή που δημιουργήθηκε

Με θερμοκρασία σώματος άνω των 30 βαθών Κελσίου η ασπαρτάμη διασπάται σε ασπαρτικό οξύ, φαινυλαλανίνη και μεθανόλη, με την τελευταία να διασπάται σε φορμαλδεΰδη, η οποία είναι καρκινογόνος. Η τρέχουσα οδηγία της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) είναι ότι δεν πρέπει να καταναλώνονται περισσότερα από 40 mg ανά κιλό σωματικού βάρους ημερησίως (το FDA επιτρέπει 50 mg), ποσότητα που θα ισοδυναμούσε με 12-36 κουτάκια αναψυκτικού την ημέρα για να προκληθεί βλάβη σε έναν ενήλικα βάρους περίπου 60 κιλών.

«Δεν υπάρχει ακόμα πειστική απόδειξη ότι η ασπαρτάμη είναι βλαβερή στις δόσεις που παίρνουμε» λέει στην Telegraph ο Τζάιλς Γίο, καθηγητής Μοριακής Νευροενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. «Οι άνθρωποι ρωτούν: κάνει κακό η ασπαρτάμη; Και το ερώτημα είναι, σε σύγκριση με τι; Είναι καλύτερο να πίνεις νερό από το να πιεις κάτι με ασπαρτάμη; Φυσικά και είναι» τονίζει. Ωστόσο, είναι λιγότερο προφανές, προσθέτει, ιδίως όταν βοηθάει κάποιους να κόψουν άλλες, χειρότερες εναλλακτικές.

Ο απλούστερος τρόπος για να σταματήσει η συζήτηση θα ήταν σίγουρα να εξετάσουμε την επιστήμη. Αλλά εδώ τα πράγματα γίνονται πολύ πιο περίπλοκα. Η ιστορία της ασπαρτάμης είναι μια μάχη δεκαετιών ανάμεσα σε εργαστηριακούς ερευνητές και τα μεγαθήρια της βιομηχανίας αναψυκτικών, που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του τεχνητού γλυκαντικού ως «μιας από τις πλέον αμφισβητούμενες [εγκρίσεις] στην ιστορία του FDA».

Η διαμάχη ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, όταν η ασπαρτάμη ανακαλύφθηκε τυχαία, το 1965, από το εργαστήριο G. D. Searle, το οποίο κατηγορήθηκε για παραποίηση ορισμένων από τα δεδομένα σε μελέτες που υποβλήθηκαν στη FDA για έγκριση το 1974. Στα τέλη του 1975 απαγορεύτηκε στη Searle η εμπορία της ασπαρτάμης και διατάχθηκε μια μεγάλη έρευνα για να διαπιστωθεί εάν δύο από τις μελέτες του εργαστηρίου ήταν παραποιημένες ή ελλιπείς.

Ωστόσο, αυτή η έρευνα δεν προχώρησε ποτέ, καθώς ο δικηγόρος που επρόκειτο να τη διεξαγάγει προσελήφθη στο δικηγορικό γραφείο της Searle… Το 1983 αποκαλύφθηκε ακόμη ότι ο επίτροπος του FDA που ήταν υπεύθυνος για να δώσει το πράσινο φως στην κυκλοφορία της ασπαρτάμης είχε ενταχθεί, περίπου έναν χρόνο πριν, στην εταιρεία δημοσίων σχέσεων της Searle.

Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι μεταξύ 1977 και 1985, περίοδο που κάλυπτε μεγάλο μέρος της διαδικασίας έγκρισης, διευθυντής της Searle ήταν ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ (1975-1977, με πρόεδρο τον Τζέραλντ Φόρντ, και 2001-2006, με πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ).

Οι στενοί δεσμοί μεταξύ των μεγάλων παικτών του κλάδου και εκείνων που επέβαλαν τους νόμους, για δεκαετίες, έχουν τροφοδοτήσει θεωρίες ότι η έγκριση της ασπαρτάμης ήταν αναπόφευκτη· και ότι όσες μελέτες κι αν εκπονηθούν, καμία κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο η αντιπαράθεση με τις βιομηχανίες-κολοσσούς.

Κοινές στρατηγικές συγκάλυψης κινδύνων

Ακριβώς όπως ήταν γνωστοί εκ των προτέρων οι κίνδυνοι που ενέχουν για την υγεία τα τσιγάρα, ο αμίαντος, το ταλκ και η γλυφοσάτη (ουσία των ζιζανιοκτόνων) αλλά συγκαλύφθηκαν από όσους προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, οι επικριτές της κατηγορούν την ασπαρτάμη ότι ακολουθεί τα βήματά τους: «Η έρευνα που χρηματοδοτείται από τη βιομηχανία παράγει σχεδόν πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα» λέει η Μάριον Νέστλ, μοριακή βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του βιβλίου «Soda Politics: Take on Big Soda (and Winning)».

Η αμερικανίδα υπέρμαχος της Δημόσιας Υγείας παρακολούθησε ανεπίσημα μελέτες που χρηματοδοτήθηκαν από ομάδες βιομηχάνων τροφίμων και ποτών, εκ των οποίων οι 156 από τις 168 το 2015 (για παράδειγμα) αποδείχθηκε ότι υποστήριζαν τα συμφέροντα του χορηγού. Ακόμη, μια ανάλυση 166 άρθρων που δημοσιεύθηκαν σε ιατρικά περιοδικά μεταξύ 1980-1985 διαπίστωσε ότι όλες οι μελέτες που πληρώθηκαν από τη βιομηχανία επιβεβαίωναν την ασφάλεια της ασπαρτάμης, ενώ 84 από 92 ανεξάρτητα χρηματοδοτούμενα άρθρα που δημοσιεύθηκαν την ίδια χρονική περίοδο έδειχναν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.

Εκτός από τις κάπως γενναιόδωρες δωρεές τους για την έρευνα, κοινό χαρακτηριστικό των εταιρειών είναι το διακριτικό  lobbying. Το 2014, η Coca-Cola δώρισε 1,5 εκατ. δολάρια σε έναν διαλυμένο, πλέον, μη κερδοσκοπικό οργανισμό, με τον ισχυρισμό ότι χρηματοδοτούσε έρευνα για την παχυσαρκία, η οποία προώθησε την ιδέα ότι η αύξηση των επιπέδων άσκησης ήταν πιο σημαντική για την υγεία από ό,τι κατανάλωναν οι άνθρωποι· και τον επόμενο χρόνο έδωσε 1  εκατ. δολάρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο  χρηματοδοτώντας μια έρευνα που απορρίπτει τη σχέση μεταξύ ανθρακούχων ποτών και παχυσαρκίας (τα χρήματα επιστράφηκαν αργότερα). Μετά από έρευνα των New York Times, μάλιστα, η εταιρεία παραδέχτηκε ότι μεταξύ 2010-2015 είχε ξοδέψει 132,8 εκατ. δολάρια (122 εκατ. ευρώ) για επιστημονική έρευνα και συνεργασίες.

Η Μάριον Νέστλ υποστηρίζει ότι αυτές οι τακτικές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος «της στρατηγικής που χρησιμοποίησε η βιομηχανία τσιγάρων για να αμφισβητήσει την απόδειξη ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα· και όλες οι βιομηχανίες την έχουν αντιγράψει». Πιστεύει ότι η στρατηγική είναι η ίδια, είτε πρόκειται για τσιγάρα, είτε για ταλκ, είτε για ανθρακούχα αναψυκτικά: «Το πρώτο που κάνεις είναι να αμφισβητήσεις την επιστήμη [λέγοντας] ότι η έρευνα δεν είναι αρκετά δυνατή. Στη συνέχεια θα επιτεθείς στους επιστήμονες που λένε το αντίθετο, και θα πεις ότι έχουν ατζέντα ή ότι δεν κάνουν καλή επιστήμη. Και θα ασκήσεις παρασκηνιακές πιέσεις για να βεβαιωθείς ότι κανένα κράτος ή κυβέρνηση δεν [εισάγει] κανέναν κανονισμό προσπαθώντας να απαλλαγεί από αυτά τα πράγματα».

Τα δισεκατομμύρια των καταναλωτών παγκοσμίως χρησιμεύουν, επίσης, ως χρήσιμο εργαλείο για αυτές τις εταιρείες, επισημαίνει η Νεστλ, καθώς «θα υπάρξουν αρκετοί άνθρωποι, θιασώτες των ανθρακούχων αναψυκτικών διαίτης, που θα επιμείνουν να μην απαγορευτούν. Σίγουρα, η βιομηχανία αναψυκτικών θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει».

Ο Ντον Μπάρετ, ένας δικηγόρος που οδήγησε τη βιομηχανία καπνού στα δικαστήρια –και της κόστισε 185 δισ. ευρώ (είναι το στόρι της ταινίας του  «Insider» (1999) του Μάικλ Μαν, με τον Ράσελ Κρόου)– είναι λίγο πιο επιεικής, γράφει στην Telegraph η Σάρλοτ Λίτον. Μετά τα τσιγάρα, ο Μπάρετ έστρεψε την προσοχή του στις βιομηχανίες τροφίμων, πολεμώντας εταιρείες που ισχυρίζονταν ότι τα προϊόντα τους ήταν «φυσικά» ή «υγιεινά», ενώ δεν ήταν· λέει ότι, ενώ έχουν «τεράστια δύναμη», δεν είναι τόσο καταστροφικές όσο οι φαρμακοβιομηχανίες ή οι καπνοβιομηχανίες, που καταφεύγουν σε «τακτικές καμένης γης στις δικαστικές αγωγές. Αλλά ακόμη και η φαρμακοβιομηχανία δεν είναι τόσο κακή όσο η καπνοβιομηχανία, από ό,τι είδα και από ό,τι έβλεπα και άντεξα επί 13 χρόνια, όταν ήμουν στην πρώτη γραμμή του αγώνα εναντίον της Big Tobacco» προσθέτει.

Ο αμερικανός δικηγόρος συμφωνεί, ωστόσο, ότι η κατακραυγή της επιστήμης είναι το αναπόφευκτο επόμενο βήμα, ένα αίσθημα που πιθανότατα «παίζει» πιο εύκολα στις ΗΠΑ, όπου ο χειρισμός της Covid από τον ΠΟΥ παραμένει καυτό θέμα. Ηδη έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για την υπάρχουσα έρευνα, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης κλίμακας γαλλικής μελέτης στην οποία πιστεύεται ότι βασίζει την απόφασή της η IARC, που επικρίθηκε για την αποτυχία της να δείξει την αιτιολογική σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ασπαρτάμης και της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης καρκίνου.

Δύο μελέτες που εκπονήθηκαν από το Ινστιτούτο Ramazzini στην Ιταλία το 2006 και το 2007, και αναφέρουν ότι η ασπαρτάμη προκαλεί καρκίνους σε πολλαπλά οργανά, τόσο σε ποντίκια όσο και σε αρουραίους, απορρίφθηκαν επίσης από τους επικριτές λόγω της πολύ υψηλής δόσης που είχε χορηγηθεί. Αυτές οι εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών οδήγησαν τον FDA να επανεξετάσει τις οδηγίες του για την ασπαρτάμη πέντε φορές και την EFSA τρεις, ωστόσο καμία δεν οδήγησε σε αλλαγές.

Τι λένε οι υποστηρικτές της

Οσοι είναι με την πλευρά της ασπαρτάμης συνέκριναν αυτές τις τελευταίες ειδήσεις με εποχές που ο ΠΟΥ είχε εγείρει φόβους για το κόκκινο κρέας ή τη χρήση κινητών τηλεφώνων. Η προσθήκη της στην κατηγορία «πιθανώς καρκινογόνος» (η τρίτη πιο σοβαρή μεταξύ τεσσάρων ουσιών) θα την κατατάξει μαζί με ορισμένα φυτοφάρμακα, τις αναθυμιάσεις βενζίνης και την αλόη βέρα.

«Η ασπαρτάμη είναι ένα από τα πιο ευρέως μελετημένα συστατικά τροφίμων και έχει επανειλημμένως αποδειχθεί από παγκόσμιες επιστημονικές και ρυθμιστικές αρχές ότι είναι ασφαλές, γι’ αυτό και το Συμβούλιο Ελέγχου Θερμίδων ανησυχεί σοβαρά για τυχόν αβάσιμους ισχυρισμούς που έρχονται σε αντίθεση με αυτό το συμπέρασμα», σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συμβουλίου, Ρόμπερτ Ράνκιν.

«Οι καταναλωτές ζητούν το πλαίσιο – και αυτό είναι που λείπει από αυτούς τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς». Σε δήλωσή της, η Διεθνής Ενωση Γλυκαντικών προσέθεσε ότι τα νέα που κυκλοφόρησαν πριν από τη δημοσίευση της έκθεσης ενδέχεται να προκαλέσουν αβάσιμους φόβους για την κατανάλωση ασπαρτάμης: «Το IARC δεν είναι φορέας για την ασφάλεια των τροφίμων» σχολιάζει η γενική γραμματέας Φράνσις Χαντ-Γουντ. «Δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα μέχρι να δημοσιευτούν και οι δύο εκθέσεις».

Το ότι ο FDA, η EFSA και τόσες πολλές χώρες παγκοσμίως υποστηρίζουν ότι η ασπαρτάμη είναι ακόμα ασφαλής θεωρείται η μεγαλύτερη, και ίσως η μοναδική, σφραγίδα έγκρισης που απαιτείται. Αλλά αυτό μπορεί να είναι λιγότερο υπόθεση ακρίβειας και περισσότερο «θεσμική αδράνεια» σημειώνει ο Ερικ Μίλστοουν, καθηγητής Επιστημονικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, «επειδή οι κυβερνήσεις και οι επιτροπές δεν θέλουν να παραδεχτούν ποτέ ότι έχουν κάνει λάθος κατά το παρελθόν».

Σε μελέτη του το 2019, ο βρετανός καθηγητής εξέτασε ζητήματα στη διαδικασία επανέγκρισης της EFSA το 2013, τα οποία οδήγησαν την επιτροπή να απορρίψει «τα αποτελέσματα κάθε μίας από τις 73 μελέτες που έδειξαν ότι η ασπαρτάμη μπορεί να είναι επιβλαβής, ενώ θεώρησε απροβλημάτιστα αξιόπιστες μελέτες που, σε ποσοστό 84%, δεν παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία για βλαβερές συνέπειες». Εγραψε, επίσης, ότι οι αλλαγές στη νομοθεσία μετά το Brexit θα μπορούσαν να κλείσουν οριστικά την πόρτα στο γλυκαντικό· τώρα, όμως, ελπίζει ότι η απόφαση της IARC θα ενθαρρύνει τους ρυθμιστικούς φορείς να περιορίσουν τελικά ένα προϊόν που «δεν θα έπρεπε να είχε εγκριθεί εξαρχής. Και νομίζω ότι πλέον υπάρχουν επαρκή στοιχεία που υποστηρίζουν την απαγόρευση της χρήσης του» είπε στην Telegraph.

Ο δρόμος περνάει από τα δικαστήρια

Εάν διαπιστωθεί ότι η ασπαρτάμη συνδέεται με τον καρκίνο, θα ξεκινήσει η δαπανηρή επιχείρηση των αξιώσεων μέσω δικαστηρίων. Το 2015 η IARC χαρακτήρισε τη γλυφοσάτη, που βρέθηκε σε ζιζανιοκτόνα, «πιθανώς καρκινογόνα»· χρόνια αργότερα, ακόμη και με άλλους φορείς (συμπεριλαμβανομένης της EFSA) να έχουν αμφισβητήσει την απόφαση, οι εταιρείες έχουν χάσει πάνω από 9 δισ. ευρώ σε αποζημιώσεις.

Η Νεστλ υποθέτει ότι, αντί για μακροχρόνιες αντιδικίες, το επόμενο βήμα των γιγάντων της ασπαρτάμης θα είναι να αρχίσουν να «αλλάζουν τις φόρμουλές τους σαν τρελοί». Ωστόσο, αυτό δεν λειτουργεί πάντα και το λάθος κοστίζει. Το 2015 η Pepsico ανακοίνωσε ότι θα αφαιρούσε την ασπαρτάμη από την Diet Pepsi, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τις μειωμένες πωλήσεις. Με τις πωλήσεις να έχουν υποδιπλασιαστεί, η παλιά συνταγή επέστρεψε το 2020 με ένα μείγμα σουκραλόζης και ακεσουλφάμης καλίου ή Ace Κ, καθώς το αποτέλεσμα της διαμάχης για την ασπαρτάμη είναι «το νούμερο ένα για το οποίο συζητούν οι πελάτες».

Οι συσκευασίες που διαφημίζουν προϊόντα «χωρίς ασπαρτάμη» εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στα ράφια των αμερικανικών σουπερμάρκετ, παρά το γεγονός ότι περιέχουν άλλα τεχνητά γλυκαντικά. Τα στοιχεία των πωλήσεων μετά την απόφαση της 14ης Ιουλίου θα δείξουν πόσο σοβαρά λαμβάνεται η ετυμηγορία της IARC, αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς θα λύσει το πρόβλημα αυτή η απόφαση, αναφέρει η Telegraph.

Οι υποστηρικτές της ασπαρτάμης είναι βέβαιο ότι θα την αποδοκιμάσουν ως αποτέλεσμα «κακής» επιστήμης, ενώ οι αρνητές της θα απολαμβάνουν τη στροφή του εκκρεμούς προς το μέρος τους. Η νίκη θα είναι γλυκιά για τη μία πλευρά· τουλάχιστον μέχρι τον επόμενο γύρο…