Η ερωτική σχέση του Ρίτσαρντ Μπάρτον και της Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν τόσο ακραία και καταστροφική ώστε εξόργισε ακόμη και το Βατικανό. Το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό ζευγάρι της εποχής του ενώθηκε μετά από κεραυνοβόλο έρωτα στα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας», το 1962, ενώ ήταν και οι δύο ακόμα παντρεμένοι, η Τέιλορ με τον τραγουδιστή και τέταρτο κατά σειρά σύζυγό της Εντι Φίσερ και ο Μπάρτον με την ηθοποιό Σίμπιλ Ουίλιαμς. Τότε ο πάπας αναγκάστηκε να πάρει θέση με ανακοίνωσή του, καταδικάζοντας τον ανίερο έρωτά τους ως «σαρκική αλητεία» («erotic vagrancy»).
Ο Μπάρτον είχε γεννηθεί στο Κάρντιφ, «μια τρομακτικά ομοφοβική πόλη», όπως έγραψε το 2008 στην Telegraph ο Ρότζερ Λιούις παρουσιάζοντας τη βιογραφία του Μάικλ Μαν «Richard Burton: Prince of Players». Ηταν τέτοια τα αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχής που είχε ο ηθοποιός, ώστε στράφηκε στο ποτό. «Επινα γιατί φοβόμουν μήπως ήμουν ομοφυλόφιλος» είπε κάποτε. «Επινα γιατί μισούσα το μακιγιάζ».
Ο ουαλός σταρ παντρεύτηκε τη 18χρονη συνάδελφό του Σίμπιλ Γουίλιαμς, αλλά δεν άντεχε τον καταναγκασμό του γάμου. Οι Μέριλιν Μονρόε, Τζιν Σίμονς, Λάνα Τάρνερ, Κλερ Μπλουμ και Σούζαν Στράσμπεργκ αναφέρονται στη λίστα των κατακτήσεών του: «Ημουν σαν πεινασμένη αρκούδα με έναν σολομό που πηδούσε ανάμεσα στα πόδια μου» είχε πει. Ο Μαμ έγραψε ότι «η Σίμπιλ ήταν απίστευτα ανεκτική».
Μετά ήρθε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, μια πραγματική απειλή για τον γάμο τους, και η Σίμπιλ έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Αλλά η Τέιλορ είχε «τα πιο υπέροχα βυζιά» είπε ο Μπάρτον για να μετριάσει τη σοβαρότητα του γεγονότος. Οταν προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τη Σίμπιλ, η Τέιλορ αποπειράθηκε επίσης να αυτοκτονήσει, ένα επεισόδιο που συγκάλυψε το στούντιο ανακοινώνοντας ότι επρόκειτο για «τροφική δηλητηρίαση».
650 σελίδες για δυο ζωές γεμάτες υπερβολές
Τώρα, 25 χρόνια αργότερα, κυκλοφορεί μια νέα βιογραφία από τον Ρότζερ Λιούις, με τίτλο «Erotic Vagrancy» (σαρκική αλητεία) και υπότιτλο «Everything Αbout Richard Burton and Elizabeth Taylor» (Τα πάντα για τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ)· μια βιογραφία «χωρίς επίσημη εξουσιοδότηση, αντισυμβατική και ανυποχώρητη», όπως την περιγράφει ο Αντριου Μπίλεν στους Times του Λονδίνου.
Το βιβλίο του Λιούις, ο οποίος είναι επίσης βιογράφος του Πίτερ Σέλερς («The Life and Death of Peter Sellers», 1994) και του σερ Λόρενς Ολίβιε («The Real Life of Laurence Olivier», 2007), είναι υπερβολικά μεγάλο· υπερβολικοί όμως ήταν και οι δύο ηθοποιοί, τους οποίους περιγράφει στις σχεδόν 650 σελίδες του. Υποτίθεται ότι μέχρι το 1969, απασχολούσαν προσωπικό 17 ατόμων, που τους συνόδευε παντού, με κόστος 800.000 δολαρίων ετησίως, και, όπως το θέτει ο Λιούις, «επεκτείνονταν συνεχώς, όπως ο Κόσμος».
Μόνο τα κοσμήματα της Τέιλορ μπορούσαν να γεμίσουν τις 150 και πλέον βαλίτσες που κουβαλούσαν στα ξενοδοχεία. Ο Μπάρτον ξόδεψε κάποτε 127.000 λίρες για ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι απλώς επειδή ήταν Τρίτη, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα: το 1969 πλήρωσε 1,1 εκατ. δολάρια για ένα διαμάντι 69 καρατίων, ένα δώρο που απαιτούσε τους δικούς του σωματοφύλακες.
Υπολογίζεται ότι η Τέιλορ του κόστιζε 1.000 δολάρια την ώρα, μεταξύ της πρώτης τους σκηνής στην «Κλεοπάτρα», της τεράστιας αποτυχίας με την οποία ξεκίνησε το ειδύλλιο των δύο μοιχών τον Ιανουάριο του 1962 και του δεύτερου και τελευταίου διαζυγίου τους το 1976. Αλλά και εκείνη ήταν γενναιόδωρη, αν αυτή είναι η σωστή λέξη. Οταν ο Ρίτσαρντ γύριζε τον «Κατάσκοπο που Γύρισε από το Κρύο» (1965) στο Δουβλίνο, η Λιζ του αγόρασε 37 κοστούμια ραμμένα επί παραγγελία.
Ο πλούτος δεν τους έκανε ευτυχισμένους, αλλά η ευτυχία είναι η παρηγοριά των μικρών ανθρώπων, γράφει ο Μπίλεν στους Times· οι γίγαντες κυνηγούν το μεγαλειώδες δράμα. Ωστόσο, ο Λιούις αποκαλεί την εμπλοκή του Μπάρτον με την Τέιλορ τη μεγάλη καταστροφή της ζωής του, τη «φαουστιανή συμφωνία» με την οποία κέρδισε μεν πλούτη και διασημότητα, αλλά έχασε την ευημερία του. Ο έρωτάς τους ισοδυναμούσε με δυστυχία· όντως ερωτοχτυπημένοι σταρ, που σύντομα θα βασάνιζαν ο ένας τον άλλον σεξουαλικά.
Το Βατικανό, θορυβημένο από την «πορνεία» του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας εκτός οθόνης, στους δρόμους της Τσινετσιτά, πιστεύοντας ότι θα κατέστρεφε τον θεσμό του γάμου, επινόησε τον όρο «σαρκική αλητεία» ως δημόσια επίπληξη για τα κοινωνικά και ηθικά τους παραπτώματα. Ο Λιούις συμφωνεί ότι το ζευγάρι ενθάρρυνε τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 (αν και οι δύο «αλήτες» συνέχισαν να παντρεύονται μεταξύ τους).
Ερωτικό πάθος γεμάτο αντιθέσεις
Ηταν μια ερωτική έλξη των αντιθέτων. Το παιδί θαύμα του Χόλιγουντ (η Λιζ ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία επτά ετών με την ταινία «Σιωπηλός Κατήγορος») και ο γιος του ουαλού ανθρακωρύχου ήταν φτιαγμένοι από διαφορετικά υλικά. Η Τέιλορ αναζητούσε τη συντροφιά των ζώων: σκύλους, γάτες, πάπιες, «χέσιμο κατά βούληση»· και ο Λιούις την έβλεπε επίσης σαν ζώο. Ο Μπάρτον παρατήρησε σίγουρα ότι ήταν «πολύ τριχωτή» και την αποκάλεσε «θηλές μαϊμούς». Σε αυτό το πλαίσιο, εκείνος ήταν ορυκτό, βγαλμένο από τα γεμάτα κάρβουνο σπλάχνα της Ουαλίας.
Και οι δύο, όμως, ήταν καθηλωμένοι στα παιδικά τους χρόνια. Η πρόωρη καριέρα της Τέιλορ την κράτησε μόνιμα φυλακισμένη στη βρεφική ηλικία, ενώ η χρόνια νοσταλγία του Μπάρτον για την πατρίδα του τον έκανε να νιώθει ότι είχε προδώσει την Ουαλία και τη μεγάλη, μη ικανοποιητική οικογένειά του· ο Λιούις διέγραψε τον ηθικολόγο πατέρα του χαρακτηρίζοντάς τον «γέρικο βυζί»: o αλκοολισμός και η κατάθλιψή του ήταν κέλτικης προέλευσης.
Αφηγούμενος τις βιογραφίες τους μέσα από τις ερμηνείες τους, ο Λιούις ισχυρίζεται ότι η δουλειά τους παραλληλιζόταν τόσο με τις ζωές τους ώστε να τις αντικαταστήσει. Αναλύει όχι μόνο τους προφανείς ρόλους –«Κλεοπάτρα», «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», «Το Διαζύγιο» και τη θεατρική παραγωγή «Private Lives» του 1983–, αλλά τα πάντα. Σχεδιασμένο κατά τη διάρκεια μιας ασθένειάς του, το βιβλίο του χρειάστηκε πάνω από δέκα χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί.
Το «Erotic Vagrancy» είναι ένα οργανωμένο πυρετικό όνειρο χωρισμένο σε κεφάλαια που ξεκινούν με πλάγιες περιλήψεις του περιεχομένου τους, όπως τα βικτωριανά μυθιστορήματα, γράφει ο Μπίλεν στους Times. Οι πηγές του καλύπτουν 15 σελίδες, αλλά είναι κυρίως αρχειακές· και ευχαριστεί μεν πολλούς για τη βοήθειά τους, αλλά οι άμεσες μαρτυρίες σπανίζουν – αν και οι φίλοι του Ολίβια ντε Χάβιλαντ και Μπάρι Χάμφρις συμβάλλουν με τις δικές τους.
Ο ουαλός συγγραφέας και δημοσιογράφος ξέρει ότι το ζευγάρι ήταν παράλογο· ωστόσο, όταν τους σκέφτεται «σε βάθος», λέει ο Μπίλεν, ο Λιούις βλέπει τον Μπάρτον και την Τέιλορ ως τραγικά πρόσωπα. Ολοι, όμως, δεν είμαστε το ίδιο; Ποιο ήταν το πραγματικά τραγικό μεγαλείο τους; Πόσο μεγαλειώδες είναι το να πίνεις μέχρι θανάτου (ο Μπάρτον πέθανε το 1984 σε ηλικία 58 ετών και έμοιαζε σαν να ήταν 100) ή το να γίνεις υποχόνδριος και να εθιστείς στα συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως η Τέιλορ, η οποία πέθανε το 2011 στα 79 της. Ωστόσο, ο Λιούις αισθάνεται τη δύναμη της ζωής στην επιθυμία τους να πεθάνουν: «Μεγάλωσα νιώθοντας μεγάλη στοργή γι’ αυτούς. Είναι σχεδόν αθώοι» γράφει.
Δυο ερωτευμένα τέρατα
Ο Μπάρτον ήταν μανιακός με το σεξ, πιθανώς αμφιφυλόφιλος παρά τον «αταβιστικό φόβο» του να είναι ομοφυλόφιλος, και σίγουρα παιδόφιλος, με δεδομένη τη «σχέση» του με τη 14χρονη Ρόζμαρι Κίνγκσλαντ, όπως αποκάλυψε πολύ αργότερα η ίδια. Αλλά το σεξ ήταν άσχημο και καθόλου ικανοποιητικό, μέχρι που η Τέιλορ με το «αποκαλυπτικό στήθος» της τον τύλιξε και όλα έγιναν «αφάνταστα απολαυστικά».
Ο Λιούις κάνει τη διάγνωση ότι ο Μπάρτον είχε «τη συνείδηση πουριτανού και τα γούστα ελευθεριακού»· ωστόσο, κανένα από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δεν τον εμπόδισε να χτυπάει την Τέιλορ. Μεγαλύτερο θύμα υπήρξε η πρώτη του σύζυγος, η Σύμπιλ, κόρη ενός ανθρακωρύχου, η οποία έκανε επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας και της οποίας τα μαλλιά άσπρισαν στα 26 της. Για τους άγνωστους ήταν μοχθηρός, αν και οι επιστολές συγγνώμης του άξιζε να κρατηθούν.
Δύο γεγονότα στη ζωή του πραγματικά παγώνουν. Το πρώτο είναι η μεταχείριση που επιφύλαξε ο Μπάρτον στην κόρη του Τζέσικα, η οποία γεννήθηκε το 1959 και διαγράφηκε ως «καθυστερημένη», ενώ μπορεί κάλλιστα να ήταν αυτιστική. Αφού καταδικάστηκε να ζει έγκλειστη σε ίδρυμα από την ηλικία των έξι ετών (όπου πιθανώς παραμένει) και έχοντας εγκαταλείψει τη μητέρα της, Σίμπιλ, ο Μπάρτον δεν είχε καμία επαφή μαζί της.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Λιούις πιστεύει πως ο σταρ σκότωσε τον αδελφό του Αϊβορ σε έναν καυγά στο σπίτι του Μπάρτον κοντά στη Γενεύη, το 1968. «Η πτώση του Αϊβορ ήταν ατύχημα, ή μήπως…;» έγραψε ο Μπάρτον στο ημερολόγιό του. Ενα «σκόπιμο, εξαγριωμένο σπρώξιμο» απαντά ο Λιούις. Για την ιστορία, ο Αϊβορ έζησε παράλυτος στο νοσοκομείο Στόουκ Μάντεβιλ, πριν πεθάνει τέσσερα χρόνια αργότερα.
Δίπλα στις αμαρτίες του Μπάρτον, η απληστία της Τέιλορ, το σκλάβωμα ανδρών, ο ακραίος εγωισμός της («Ο Μάικ είναι νεκρός και εγώ είμαι ζωντανή» ανακοίνωσε μετά τον θάνατο του τρίτου συζύγου της, Μάικ Τοντ, σε αεροπορικό δυστύχημα) και η απροθυμία να τιμήσει τις υποσχέσεις της σε φιλανθρωπικές οργανώσεις φαίνονται μικρά σφάλματα. Εκανε, ωστόσο, καλή δουλειά όταν το AIDS χτύπησε το Χόλιγουντ.
Ηταν τουλάχιστον καλοί ηθοποιοί; Ο Λιούις το υποστηρίζει σθεναρά περιγράφοντας τις ερμηνείες τους. Η δύναμη του Μπάρτον, γράφει, δεν ήταν για δυνατές δηλώσεις ή για να εκφράζει κάτι με πολύ συναίσθημα, αλλά η αυτοσυγκράτησή του, που ποτέ δεν επέτρεπε στο κοινό να διαβάσει τη σκέψη του. Το ξεχασμένο remake του 1974 της «Σύντομης Συνάντησης» με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τη Σοφία Λόρεν θεωρήθηκε αποτυχία, σύμφωνα με τον Λόρενς όμως είχε βάθος και φαίνεται ότι του άρεσε.
Αντίθετα, ενώ το κοινό θα φύγει από την παράσταση «The Motive and the Cue» του Τζακ Θορν στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου με τη βεβαιότητα ότι ο Μπάρτον ήταν ένας λαμπρός Αμλετ, ο Λιούις πιστεύει ότι ο ηθοποιός ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένας αναξιόπιστος Δανός. Οσο για την Τέιλορ, στις πρώτες της ταινίες εμφανιζόταν με τα εσώρουχά της, στη συνέχεια όμως αποκαλύφθηκε το ταλέντο της. «Τη σκέφτομαι σαν ένα ρεύμα από σπινθήρες, μια διασπορά στάχτης, μια εστία με αναμμένα κάρβουνα που λάμπει» γράφει ο Λιούις, κρίνοντας ότι θα ήταν μια καλή Αννα Καρένινα.
Εν κατακλείδι, είναι δύσκολο να έχει κανείς μια πανοραμική εικόνα για ένα θέμα όταν αυτό μπλέκεται –με το κέφι του Λιούις– σε τόσες πολλές και πολύπλοκες λεπτομέρειες, παρατηρεί ο Αντριου Μπίλεν στους Times. Οταν το επιχειρεί, το εφέ μοιάζει με καλεσμένο που απαιτεί να φύγεις από ένα πάρτι στο οποίο εκείνος είναι η ζωή και η ψυχή του και, σε έναν διάδρομο, να σου λέει με ξαφνική και πολεμοχαρή ειλικρίνεια τι σκέφτεται πραγματικά, γράφει. Και τι πάρτι! 650 σελίδων, αλλά με πενταπλάσιες ερμηνείες, ισχυρισμούς, παραποιήσεις, ανέκδοτα, ελάχιστες επαναλήψεις και ύφος καθόλου βερμπαλιστικό ή προφανές.
Το άθροισμα του «Erotic Vagrancy» είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του; Ισως όχι, αλλά πώς θα μπορούσε όταν το άθροισμα των μερών του είναι έτσι κι αλλιώς τόσο τεράστιο; Το magnum opus του Ρότζερ Λιούις είναι ένα αριστούργημα σε ένα λογοτεχνικό είδος δικής του εφεύρεσης, γράφει κλείνοντας την κριτική του ο Μπίλεν.