Το Μπιλμπάο, η μεγαλύτερη πόλη στη Χώρα των Βάσκων, είναι το είδος του τόπου που οι τουριστικοί οδηγοί περιγράφουν ως «εργατούπολη». Πριν από τρεις δεκαετίες, ελάχιστοι τουρίστες έφταναν σε αυτό το λιμάνι με εξαίρεση, ίσως, εκείνους που σταματούσαν για ένα καφέ πριν συνεχίσουν το δρόμο τους για το γειτονικό θέρετρο του Σαν Σεμπαστιάν.
Αλλά φέτος είναι η επέτειος των 20 χρόνων από τη δημιουργία του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο και τα πυροτεχνήματα θα πάρουν φωτιά. Το λαμπερό κτίριο με τους ασύμμετρους όγκους και τις καμπύλες επιφάνειες από τιτάνιο, που φέρει τη σφραγίδα του αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, έχει εισάγει την κοινή, πλέον, ιδέα ότι τέτοιου είδους μεγαλόπνοα έργα μπορούν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην αναγέννηση μιας πόλης.
«Το 1991 ήταν μια σκληρή χρονιά», λέει στον Independent ο διευθυντής του Μουσείου Χουάν Ιγνάθιο Βιδάρτε. Γιατί; «Υπήρχε 21% ανεργία. Και το χειρότερο, η ίδια η πόλη είχε μια κρίση ταυτότητας», απαντάει ο Βιδάρτε.
Πράγματι, εκείνο τον καιρό, το Μπιλμπάο είχε πέσει σε μια «μεταβιομηχανική τρύπα», ενώ επιπλέον, η δράση των Βάσκων αυτονομιστών της ETA έριχνε την απειλητική της σκιά πάνω από την πόλη. Τότε έγινε μια μελέτη σκοπιμότητας, προσδιορίστηκε μια περιοχή στις όχθες του ποταμού Νερβιόν, ο διάσημος Φρανκ Γκέρι ανέλαβε τον σχεδιασμό και τον Οκτώβριο του 1997 το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό.
Παράλληλα ενεργοποιήθηκε το «εφέ του Μπιλμπάο» και μια σειρά από ανάλογα πρότζεκτ άρχισαν να ζωντανεύουν σε όλο τον κόσμο. Να σημειωθεί ότι εκτός από το ότι είναι ένα εκπληκτικό αρχιτεκτόνημα, ορατό από διάφορα σημεία της πόλης, το Γκούγκενχαϊμ έφερε μια ακόμη αλλαγή στο τι είναι μουσείο αφού από «αποθήκη» εκθεμάτων το μετέτρεψε σε ένα χώρο πολλαπλών εμπειριών.
Όπως λέει ο Βιδάρτε, τα μουσεία «έχουν γίνει υβριδικοί χώροι και κοινωνικοί κόμβοι» και επιδρούν στον επισκέπτη με τρόπο μαγικό, σχεδόν παρηγορητικό. «Το Γκούγκενχαϊμ είναι ένα εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού και ένα καλό παράδειγμα για το πώς κάποιες πτυχές του πολιτισμού μπορούν να παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό», προσθέτει ο διευθυντής του μουσείου του Μπιλμπάο, επισημαίνοντας ακόμη ότι «Το αποτέλεσμα ήταν μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, δεδομένου ότι υποτιμήσαμε την επίδραση της παγκοσμιοποίησης, ότι δηλαδή το Μουσείο θα γινόταν υπόδειγμα, διάσημο σε όλο τον κόσμο».
Το «εφέ του Μπιλμπάο» προεκτάθηκε με ενθουσιασμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, ειδικά από το 1990 όταν η Γλασκώβη εξελέγη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι πινακοθήκες Turner Contemporary στο Μάργκεϊτ και Hepworth Wakefield στο Γουέικφιλντ του Γιόρκσαιρ που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Ντέιβιντ Τσιπερφίλντ, το Μουσείο Riverside της Ζάχα Χαντίντ στη Γλασκώβη, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Firstsite στο Κόλτσεστερ του Ραφαέλ Βινόλι, είχαν ανάλογο στόχο.
Το σκεπτικό των δημιουργών τους ήταν να λειτουργήσουν ως σημεία αναγέννησης που θα προωθούν την κοινωνική ένταξη και την ευημερία των πολιτών, καθώς και την ανάπτυξη του τουρισμού. Στην κορυφή όλων αυτών, βεβαίως, βρίσκεται η Tate Modern, που άνοιξε το 2000 στις όχθες του Τάμεση στο Μιλμπανκ του κεντρικού Λονδίνου και τα εγκαίνιά της ήταν πραγματικά μια μεγάλη εθνική στιγμή για την Αγγλία.
Βεβαίως υπήρξαν και σημαντικές αποτυχίες. Για παράδειγμα το Εθνικό Κέντρο Λαϊκής Μουσικής (NCPM) που άνοιξε το 1999 στο Σέφιλντ –κόστισε 15 εκατ. λίρες- λειτούργησε μόλις ένα χρόνο ενώ ο πολυχώρος Public στο Γουέστ Μπρόμγουιτς –κόστισε 72 εκατ. λίρες- άνοιξε το 2008 και έκλεισε το 2013. Παρόλα αυτά η ιδέα εξακολουθεί να αποδεικνύεται ανθεκτική και η παλιά καλή φόρμουλα του Μπιλμπάο επαναλαμβάνεται φέτος στο Σουίντον. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης θα αναγεννηθεί ως μουσείο και πινακοθήκη που θα στεγάσει μια συλλογή έργων μεγάλων βρετανών καλλιτεχνών του 20ου αιώνα, μεταξύ άλλων του Λούσιεν Φρόιντ, του Χένρι Μουρ και του Λόρενς Στερν Λόουρι, και στόχος της είναι να δράσει ως πόλος έλξης μιας νέας «πολιτιστικής περιοχής» και να γίνει «πηγή εθνικής υπερηφάνειας».
Η ιδέα ότι μια πινακοθήκη (ακόμα και ένα έργο τέχνης τοποθετημένο σε καλή θέση ή ένα επιτυχημένο καλλιτεχνικό φεστιβάλ) μπορεί να αλλάξει οικονομικά μια υποβαθμισμένη περιοχή εξακολουθεί να ηχεί χαρμόσυνα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Ο θεσμός «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», για παράδειγμα, που ξεκίνησε το 1985 με πρώτη την Αθήνα, μπορεί να έχει χάσει κάτι από την αρχική του αίγλη, εξακολουθεί, όμως, να διατηρεί ένα υψηλό προφίλ στην ατζέντα της αναγέννησης των πόλεων.
Μεγάλα δημόσια γλυπτά, εξάλλου, όπως ο «Άγγελος του Βορρά» του Άντονι Γκόρμλι έχουν, επίσης, ανάλογη επίδραση. 90.000 οδηγοί που ταξιδεύουν από το Λονδίνο στο Εδιμβούργο βλέπουν καθημερινά το μνημειώδες έργο που θα γίνει του χρόνου 20 ετών. Είναι τοποθετημένο στην κορυφή ενός λόφου στο Γκέιτσχεντ, σε ένα τοπίο συνδεδεμένο με την ιστορία των ανθρακωρύχων το οποίο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποκαταστάθηκε και άρχισε να ξαναπρασινίζει.
Κάπως έτσι, σε δημαρχεία και αίθουσες συσκέψεων, οι νέες γενιές δημοτικών αρχόντων αναφέρουν πλέον όρους, όπως «μετρήσεις» και «πολιτιστική πρωτεύουσα», που διαδόθηκαν τον 20ο αιώνα από τον γάλλο φιλόσοφο Πιέρ Μπουρντιέ. Προσθέτουν επίσης μια σταλιά κοινωνιολογικού αποστάγματος, χρησιμοποιώντας την έννοια «δημιουργικές πόλεις» του Ρίτσαρντ Φλόριντα. «Οι πόλεις οι οποίες προσελκύουν ομοφυλόφιλους, καλλιτέχνες και εθνικές μειονότητες είναι οι νέες οικονομικές δυνάμεις της εποχής μας επειδή είναι οι περιοχές που κατοικούνται από δημιουργικούς ανθρώπους» υποστηρίζει ο αμερικανός θεωρητικός των αστικών μελετών με τη φράση – κλειδί που υπάρχει στο πρώτο βιβλίο του «The Rise of the Creative Class» (Η Άνοδος της Δημιουργικής Τάξης), το οποίο κυκλοφόρησε το 2002.
Κι όμως, ήδη, έχουν αρχίσει να αναδύονται αντιρρήσεις. Στο νέο του βιβλίο «The Age of Spectacle: Adventures in Architecture and the 21st Century City» ( Η Εποχή του Θεάματος: Περιπέτειες στην Αρχιτεκτονική και την Πόλη του 21ου Αιώνα), ο κριτικός Τομ Ντάικοφ εκφράζει τον σκεπτικισμό του για κάποιες πτυχές του εφέ του Μπιλμπάο: «Η κουλτούρα του θεάματος και αυτό που ο Γκέρι αποκαλεί “εικονικότητα” είναι ένα τεράστιο χαρακτηριστικό των τελευταίων 20 χρόνων», λέει, «Ιδιαίτερα στη Βρετανία, όμως, μερικές φορές η ένταξη απουσιάζει, μάς έκανε παθητικούς ηδονοβλεψίες.» Στη χειρότερη περίπτωση, υποστηρίζει, η πινακοθήκη – σύμβολο υπάρχει μόνο για φωτογραφίες του Instagram. Ο Ντάικοφ επισημαίνει, εξάλλου, ότι χρήματα δεν υπάρχουν πια.
Υπάρχει επίσης μια αίσθηση ότι έχει αρχίσει μια μετατόπιση από το «εμβληματικό» κτίριο σε μια πιο ολοκληρωμένη, λαϊκή προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία οι τέχνες πρέπει να αναπτύσσονται από τη βάση προς την κορυφή της κοινότητας. To Great Place Scheme, για παράδειγμα, που χρηματοδοτείται από τα ιδρύματα Heritage Lottery Fund (HLF) και Arts Council England, δημιουργήθηκε για να δώσει την ευκαιρία σε κοινοτικές και πολιτιστικές ομάδες να δουλέψουν από κοινού, βάζοντας στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους την πολιτιστική κληρονομιά.
Έχει επενδύσει 20 εκατ. λίρες στην πολιτιστική αναγέννηση 16 υποβαθμισμένων περιοχών στην Αγγλία, μεταξύ των οποίων και οι Γκρέιτ Γιάρμουθ, Ρότερχαμ και Κόβεντρι που είναι υποψήφια Πολιτιστική Πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2021. Και αντί για εμβληματικά κτίρια, το Great Place Scheme προτιμά να ενθαρρύνει αυτές τις πόλεις να χρησιμοποιήσουν την πολιτιστική κληρονομιά τους για την προώθηση της ανάπτυξης, τη βελτίωση της υγείας και της ευημερίας των κατοίκων και την ενίσχυση του τουρισμού, ενσωματώνοντας τις τέχνες στις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας.
Η νέα προσέγγιση, σε αντίθεση με την προηγούμενη που χρησιμοποιούσε αρχιτεκτόνες – σταρ, βρίσκεται πιο κοντά στις ανησυχίες της νεότερης γενιάς αρχιτεκτόνων οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ντάικοφ εκδηλώνουν «ένα μεγάλο ενδιαφέρον για την πολεοδομία στο επίπεδο του δρόμου».
Το μοντέλο των εμβληματικών έργων έχει επικριθεί ακόμη και στην περίπτωση των πιο σημαντικών από αυτά. Από τη στιγμή που οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους άρχισαν να προβάλλουν το τουριστικό μοντέλο «City Break» (Διάλειμμα σε Πόλη), μόνο το Μουσείο Guggenheim του Μπιλμπάο προσελκύει περίπου 1,2 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο. «Σκοπός του Guggenheim ήταν να γίνει ένα διεθνές ίδρυμα με έδρα το Μπιλμπάο, ώστε η πόλη να “μιλήσει” στον κόσμο», λέει ο Βιδάρτε. Και το πέτυχε.
Πράγματι αυτό μπορεί να λειτούργησε στο Μπιλμπάο, αλλού όμως έχουν υπάρξει αντιδράσεις για τις καταστροφές που προκαλεί ο «χιπστεροτουρισμός» αλλά και ανησυχίες για την «εξυγίανση» υποβαθμισμένων αστικών περιοχών μέσω της τέχνης και της εισροής σε αυτές πιο εύπορων κατοίκων, θέματα που προκαλούν διαξιφισμούς στο πεδίο των πολιτικών επιλογών και του πολεοδομικού σχεδιασμού. Γιατί να υπάρχει ένα εμβληματικό κτίριο όταν οι ντόπιοι καλλιτέχνες δεν μπορούν καν να αντέξουν το κόστος ενός ατελιέ;
Σε με μια έκθεση που ανατέθηκε από την Αρχή Μείζονος Λονδίνου (GLA) και δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα, υπογραμμίζεται η δημιουργία μικρότερων, βιώσιμων έργων. «Χρειάζεται να βρεθεί η σωστή στάση και η ισορροπία», δήλωσε ο πρόεδρος της επιτροπής, αρχιτέκτονας και πολιτικός Ναβίν Σαχ, που τόνισε επίσης ότι «ο πολιτισμός, η κληρονομιά και η τέχνη είναι ένας σημαντικός λόγος για να έρθει κάποιος στο Λονδίνο, βρισκόμαστε σε μια συναρπαστική διασταύρωση και το Λονδίνο είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου. Ταυτόχρονα, θέλουμε να είμαστε πιο κοντά στον απλό λαό και να υπερασπιστούμε τα προάστια, όχι μόνο τη δημιουργία εμβληματικών κτιρίων».
Επιπλέον, μια πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου Έρευνας των Τεχνών και των Ανθρωπιστικών Επιστημών με θέμα «Κατανόηση της αξίας των Τεχνών και του Πολιτισμού» παίρνει, επίσης, θέση επικριτική: «Η αναγέννηση των περιοχών συνήθως συνοδεύεται από εξυγίανση … και αποκλεισμό των κοινοτήτων που ζουν εκεί [που] αναγκάζονται να απομακρυνθούν από την άνοδο των τιμών των ακινήτων». Η έκβαση, εξάλλου, δεν είναι πάντα η ποθητή. Η Γλασκώβη, για παράδειγμα, θεωρείται μεν καλλιτεχνική πόλη, αλλά ταυτόχρονα είναι γνωστή για τα σχετικά υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και το εμφανώς χαμηλό προσδόκιμο ζωής.
Επιστρέφοντας στο Μπιλμπάο, ο Βιδάρτε δεν βλέπει πολλά μειονεκτήματα. Το μουσείο παραμένει σταθερά εμβληματικό, επιβεβαιώνοντας τη θέση του στην ιστορία, και εξακολουθεί να δείχνει υπέροχο. «Είναι απίστευτο κι όμως το τιτάνιο δεν έχει καν καθαριστεί», λέει ο διευθυντής του Μουσείου. Παρόλα αυτά ο συμβολικός σκοπός του έχει χάσει κάτι από τη λάμψη του, γράφει (μάλλον πικρόχολα) ο Independent.