Τον διχασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ανάμεσα στην ανάγκη να καθησυχάζει τις ταραγμένες ακόμη αγορές και στα επιπλέον βήματα που ίσως απαιτούνται για την τιθάσευση του πληθωρισμού σχολιάζει σε ανάλυσή του το Politico.
Για να το πούμε με μια φράση: το ζητούμενο είναι η απάντηση στο ερώτημα «πώς σβήνεις μια φωτιά χωρίς να προκαλέσεις το φούντωμα μιας άλλης;». Eξήγηση: Η ΕΚΤ θα συνεχίσει, ίσως, να αυξάνει τα επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό, αλλά αυτό ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αντιθέτως, μπορεί να επιλέξει να δώσει στις τράπεζες μια ανάσα επιβραδύνοντας την αύξηση των επιτοκίων, αλλά αυτό εγκυμονεί από την άλλη πλευρά τον κίνδυνο να παρατείνει την περίοδο των οικονομικών προβλημάτων (λόγω πληθωρισμού) σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα; Η επίσημη γραμμή της Φρανκφούρτης είναι ότι μπορεί να τα κάνει και τα δύο χωρίς σοβαρές παρενέργειες. «Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι στην ευρωζώνη δεν αγοράζουν κάτι τέτοιο» σχολιάζει η Τζοάνα Τρέεκ, ανταποκρίτρια του Politico στη Φρανκφούρτη, που υπογράφει το δημοσίευμα. Πίσω από την κουΐντα, ακόμη και τα στελέχη της Ευρωτράπεζας παραμένουν διχασμένα.
Ας δούμε τις τελευταίες εξελίξεις. Τα επιτόκια της ΕΚΤ αυξήθηκαν με ταχύτατο ρυθμό, από -0,5 σε 3%, από πέρυσι το καλοκαίρι. Ο πληθωρισμός έφτασε στην ευρωζώνη στο ύψος ρεκόρ του 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, για να υποχωρήσει στο 6.9% τον Μάρτιο. Η Ευρωτράπεζα πρέπει να ρίξει τον πληθωρισμό στο 2%, επομένως βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από τον στόχο.
Μια παρενέργεια της αύξησης του κόστους δανεισμού λόγω των υψηλότερων επιτοκίων είναι ότι η αξία των ομολόγων που κατέχουν οι τράπεζες συνήθως υποχωρεί. Αυτό προκαλεί νευρικότητα στους επενδυτές. Μετά την κατάρρευση τραπεζών όπως η Silicon Valley Bank και η Credit Suisse τον Μάρτιο –αν και τα προβλήματά τους έμοιαζαν ασύνδετα μεταξύ τους– προκλήθηκε ανησυχία για τον φόβο μετάδοσης μιας τραπεζικής κρίσης σε όλον τον κόσμο.
Η πλευρά της Λαγκάρντ
Παρά τα τραπεζικά προβλήματα, η ΕΚΤ πραγματοποίησε την προαναγγελθείσα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες τον Μάρτιο, λιγότερο από μία εβδομάδα μετά τη χρεοκοπία της SVB και σε μια περίοδο κατά την οποία ο ελβετικός τραπεζικός κολοσσός Credit Suisse αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα.
Επειτα από την απόφαση αυτή, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι δεν βλέπει καμία συσχέτιση μεταξύ της διασφάλισης της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ουσιαστικά, είπε ότι η Ευρωτράπεζα θα μπορούσε να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τα τραπεζικά προβλήματα με άλλα εργαλεία.
Η αντίθετη άποψη
Πολλοί οικονομολόγοι διαφωνούν με τη Λαγκάρντ ότι η μάχη για τη σταθερότητα των τιμών μπορεί να συνεχιστεί χωρίς να προκληθούν κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Απορρίπτουν, δε, ιδιαίτερα τη λεγόμενη «αρχή του διαχωρισμού», την άποψη ότι οι αυξήσεις επιτοκίων που πλήττουν εμμέσως τις τράπεζες (μέσω της υποχώρησης της αξίας των ομολόγων που κατέχουν) είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα από τη μεγάλη εικόνα του τραπεζικού συστήματος, το οποίο καλείται να προστατεύει η ΕΚΤ με την εφαρμογή άλλων μέτρων.
Ορισμένοι εκ των επικριτών της Λαγκάρντ θυμίζουν, δε, το καταστροφικό για το διεθνές τραπεζικό σύστημα 2008. Τότε, κατά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και το 2011, όταν χτύπησε η κρίση του δημόσιου χρέους (που είχε στο επίκεντρό της την Ελλάδα), η ΕΚΤ είχε επιμείνει στην ιδέα ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών παράλληλα με άλλα μέτρα, όπως π.χ. οι γενναιόδωρες ενέσεις ρευστότητας, ώστε να μειωθεί η αναταραχή στην αγορά. Ωστόσο, η πολιτική αυτή απλώς προσέθεσε περισσότερα προβλήματα και μαζεύτηκε άμεσα.
Ο Μάριο Σεντένο, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ και γνωστός μας στην Ελλάδα από τη θητεία του ως πρόεδρος του Eurogroup, μοιάζει πιο επιφυλακτικός από την Λαγκάρντ. «Η ιστορία μάς δείχνει ότι χρειάστηκε να κάνουμε πίσω μερικές φορές ήδη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών σύσφιξης (της νομισματικής πολιτικής), λόγω των απειλών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» είπε σε συνέντευξή του στο Politico. Τι εννοεί με αυτόν τον «χρησμό» ο Σεντένο; Οτι αν η ΕΚΤ κινηθεί πιο επιθετικά από όσο πρέπει και αναγκαστεί υπό το βάρος των εξελίξεων να κάνει πίσω, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, αυτό θα πλήξει το κύρος και τον ρόλο της.
Παράλληλα, στο τέλος Μαρτίου, ο κεντρικός τραπεζίτης της Πορτογαλίας είχε ξεκαθαρίσει ότι τα τραπεζικά προβλήματα θα έχουν αντίκτυπο στις αποφάσεις της Ευρωτράπεζας.
Υποχωρεί η νευρικότητα
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Μετά τους αρχικούς φόβους ότι τα τραπεζικά προβλήματα θα μπορούσαν να εξαπλωθούν σε ολόκληρη την ευρωζώνη, τα νεύρα των επενδυτών έχουν ηρεμήσει και οι τραπεζικές μετοχές άρχισαν να ανακάμπτουν. Ωστόσο, νέα στοιχεία έδειξαν ότι οι λεγόμενες «υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις» συνεχίζονται, γεγονός που, σύμφωνα με το Politico, δικαιώνει προς το παρόν την επιμονή της Λαγκάρντ στην αύξηση των επιτοκίων.
Παράλληλα, όμως, ο ιστότοπος επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις από τη νευρικότητα στις αγορές θα μπορούσαν να βοηθήσουν την ΕΚΤ να πετύχει τον στόχο της για τον πληθωρισμό χωρίς να χρειάζεται να αυξήσει τα επιτόκια όσο επιθετικά αναμενόταν προηγουμένως. Διότι μετά τις χρεοκοπίες του Μαρτίου, οι τράπεζες από μόνες τους τείνουν να επιβάλλουν ένα πρόσθετο ασφάλιστρο κινδύνου στα επιτόκια δανεισμού τους, γεγονός που αυξάνει το κόστος δανεισμού για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Ετσι, οι τράπεζες καταλήγουν να κάνουν μέρος της δουλειάς προς την κατεύθυνση της σύσφιξης για λογαριασμό της ΕΚΤ.
Πώς τελειώνει όλο αυτό;
Η πρόκληση για την ΕΚΤ είναι να πετύχει την κατάλληλη ισορροπία. Εάν δεν τα καταφέρει, κινδυνεύει είτε με επανάληψη των οικονομικών προβλημάτων του 2008 είτε με την επιστροφή σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού (το γνωστό κοκτέιλ χαμηλής ανάπτυξης και αύξησης τιμών), που συντάραξε την Ευρώπη τη δεκαετία του 1970.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι, αν η ΕΚΤ αυξήσει πολύ επιθετικά τα επιτόκια, τα προβλήματα των τραπεζών και ο κίνδυνος ύφεσης ενδέχεται να την αναγκάσουν να κάνει μια επείγουσα αναστροφή στην πορεία της σύσφιξης, όπως προειδοποίησε ο Σεντένο, με επιπτώσεις για την αξιοπιστία της ΕΚΤ. Αντίθετα, αν δεν αυξηθούν αρκετά τα επιτόκια, η κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης μπορεί να χάσει τον έλεγχο του πληθωρισμού, που είναι και η κύρια αποστολή της.
Επομένως, η ταυτόχρονη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελεί μονόδρομο για τη Λαγκάρντ. Μόνο το ένα χωρίς το άλλο δεν θα είναι αρκετό. Και υπό αυτή την έννοια, ο «διαχωρισμός» των δύο είναι αδύνατος.