Επρόκειτο για μία ομιλία βαθιά ανθρώπινη και πατριωτική, είχαν αποφανθεί πολλοί πριν από έναν χρόνο, την 20η Ιανουαρίου του 2021, σχολιάζοντας όλα όσα είπε ο 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την ορκωμοσία του, δύο εβδομάδες μετά την εισβολή των αφηνιασμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο.
Αναλαμβάνοντας επίσημα τα καθήκοντά του, ο Τζο Μπάιντεν, επικαλούμενος τον Αβραάμ Λίνκολν, επισήμανε καταρχάς πως επιθυμία του είναι να ενώσει την Αμερική και τους Αμερικανούς. Ωστόσο από τότε έως σήμερα σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να επιτύχει ευρεία συναίνεση, ούτε καν για τη διαχείριση της πανδημίας, ενώ το έως τώρα έργο του εγκρίνει μόλις το 42,2% των Αμερικανών οι οποίοι στο σύνολό τους εξακολουθούν να είναι διαιρεμένοι, τουλάχιστον τόσο όσο ήταν και πέρυσι τέτοια εποχή.
Προβαίνοντας σε έναν απολογισμό του πρώτου χρόνου του Μπάιντεν στην εξουσία, ο Τζουζέπε Σαρτσίνα, ανταποκριτής της Corriere della Sera στην Ουάσιγκτον, εξετάζει τα πεπραγμένα του, εστιάζοντας στην οικονομία, την υγεία, τα εκλογικά δικαιώματα και τη διπλωματία.
Οικονομία: Ρεκόρ δαπανών για την ανάκαμψη
Μέσα σε δώδεκα μήνες ο Τζο Μπάιντεν κατάφερε να εγκρίνει δαπάνες-ρεκόρ, περί τα τρία τρισεκατομμύρια δολάρια για την ανάκαμψη από την πανδημία και έργα υποδομών, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ αρκέστηκε σε 2,4 τρισεκατομμύρια, ο Μπαράκ Ομπάμα σε 830 δισεκατομμύρια και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ με το περίφημο «New Deal» του σε 793 δισεκατομμύρια δολάρια (σημερινή αξία). Ωστόσο η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε ο Δημοκρατικός πρόεδρος δεν συνέβαλε στην άνοδο της δημοτικότητας της κυβέρνησής του. Εκκρεμεί ένα ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας: η έγκριση των διατάξεων του αποκαλούμενου Build Back Better Plan που αφορούν την κοινωνική πρόνοια, την εκπαίδευση και την ενεργειακή μετάβαση. Η έγκρισή του εμποδίζεται από τον Τζο Μάντσιν, γερουσιαστή των Δημοκρατικών από τη Δυτική Βιρτζίνια.
Μέσω του εν λόγω υπερφιλόδοξου πακέτου ο αμερικανός πρόεδρος ευελπιστεί να επιτύχει αρκετά από όσα έχει υποσχεθεί: τον περιορισμό των ανισοτήτων, την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών μέσω της αύξησης της φορολογίας στα υψηλά (άνω των 400.000 δολαρίων) εισοδήματα, τη βιώσιμη ανάπτυξη σε συμφωνία με τις διεθνείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Πάντως προς παρόν ο Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να κάμψει την αντίσταση του «αντάρτη» γερουσιαστή Μάντσιν, ωστόσο εκτιμάται πως για να επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών, θα χρειαστεί ο αμερικανός πρόεδρος να μετριάσει τις φιλοδοξίες του. Αγκάθι για τον Μπάιντεν αποτελεί και ο πληθωρισμός. Το φθινόπωρο ο Λευκός Οίκος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην άνοδο των τιμών των καυσίμων και των ειδών διατροφής, εμπιστευόμενος τις εκτιμήσεις της Federal Reserve.
Υγεία: Το πρόωρο «τέλος» της πανδημίας
Ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τη διαχείριση της πανδημίας, βασιζόμενος στις εξαιρετικές επιδόσεις που σημείωσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρά τους διαρκείς παραλογισμούς του Ντόναλντ Τραμπ. Ο νέος πρόεδρος στόχευσε εξαρχής στη μαζική ανοσοποίηση των ΗΠΑ, καθώς μπορούσε να βασίζεται στα εμβόλια των αμερικανικών Pfizer και Moderna. Στην αρχή η εκστρατεία εμβολιασμού εκτυλισσόταν με γοργό ρυθμό, γεγονός που ώθησε τον Τζο Μπάιντεν να ανακηρύξει την 4η Ιουλίου (κατά την οποία γιορτάζεται η ανεξαρτησίας των ΗΠΑ από τη Βρετανία) ημέρα της απελευθέρωσης της Αμερικής από την covid-19.
Την υπέρμετρη αισιοδοξία του αμερικανού ηγέτη διέψευσε έπειτα από λίγες εβδομάδες η επέλαση της θανατηφόρας και ιδιαίτερα μεταδοτικής μετάλλαξης Δέλτα ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω της απροθυμίας όλων σχεδόν των πολιτειών που κυβερνώνται από Ρεπουμπλικάνους να συμμορφωθούν με τις όποιες υποδείξεις του Λευκού Οίκου. Οι Γκρεγκ Αμποτ και Ρον ντε Σάντις, για παράδειγμα, κυβερνήτες του Τέξας και της Φλόριντα αντίστοιχα, δεν εφάρμοσαν ούτε βασικά προληπτικά μέτρα.
Αναπόφευκτα κάποια στιγμή η αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να χάνει τον βηματισμό της με τον Μπάιντεν να προτείνει να προσφέρονται από το κράτος εκατό δολάρια σε όποιον εμβολιάζεται. Ακολούθησε η επέλαση της Ομικρον, περιπλέκοντας περαιτέρω την κατάσταση. Σήμερα το τείχος των πολέμιων των εμβολίων και εκείνων που απλά διστάζουν να εμβολιαστούν μοιάζει να είναι ανυπέρβλητο. Πλήρως εμβολιασμένο στις ΗΠΑ είναι μόλις το 63% των πολιτών ενώ στην ΕΕ το ποσοστό είναι 73,3 %.
Αντιπροσώπευση: Η μάχη για τα εκλογικά δικαιώματα
Επί τουλάχιστον δέκα μήνες ο Τζο Μπάιντεν πίεζε τους γερουσιαστές του Δημοκρατικού Κόμματος να εγκρίνουν με την ψήφο τους την κατάργηση ή έστω την τροποποίηση της κοινοβουλευτικής κωλυσιεργίας (filibuster), μέθοδο στην οποία καταφεύγουν πολύ συχνά οι Ρεπουμπλικανοί για να μπλοκάρουν τις όποιες μεταρρυθμιστικές προτάσεις του Λευκού Οίκου. Για την κατάργησή της απαιτείται η ψήφος και των πενήντα Δημοκρατικών γερουσιαστών, ωστόσο ο Τζο Μάντσιν (ξανά) και η Κίρστεν Σινέμα εξακολουθούν να αρνούνται να ικανοποιήσουν το αίτημα του προέδρου τους.
Στην προκειμένη περίπτωση η κωλυσιεργία των Ρεπουμπλικάνων αφορά τη νομοθεσία για την προστασία των εκλογικών δικαιωμάτων που προωθούν οι Δημοκρατικοί. Μετά την εκλογική ήττα του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο του 2020, δεκαεννιά πολιτείες των ΗΠΑ υπό ρεπουμπλικανική ηγεσία θέσπισαν κανόνες με στόχο τη ρύθμιση των σχετικών με την προσέλευση των πολιτών στις κάλπες. Κάποιοι από τους κανόνες είναι σύμφωνοι με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το να ζητείται, για παράδειγμα, κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την ταυτότητα του εκάστοτε ψηφοφόρου είναι απόλυτα λογικό. Απόλυτα παράλογο είναι, ωστόσο, να απαγορεύεται, όπως συμβαίνει στην Τζόρτζια, η προμήθεια όλων όσοι περιμένουν στην ουρά για να ψηφίσουν με τρόφιμα και ροφήματα.
Αλλοι νόμοι που ψηφίστηκαν αποσκοπούν στην υπονόμευση της πρόωρης και της επιστολικής ψήφου, μέσω των οποίων οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν τα μέλη των μειονοτήτων ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020. Την περασμένη άνοιξη οι Δημοκρατικοί αποπειράθηκαν να εγκρίνουν, δίχως όμως να τα καταφέρουν, δύο νομοσχέδια για την προστασία της επιστολικής ψήφου και τον περιορισμό της ευχέρειας των πολιτειακών αρχών όσον αφορά τον έλεγχο των ψηφοδελτίων.
Διπλωματία: Η Κίνα, το φιάσκο του Αφγανιστάν, ο διάλογος με Πούτιν
Επίσημα το «δόγμα Μπάιντεν» όσον αφορά την εξωτερική πολιτική εστιάζει κυρίως στην «πρόκληση του αιώνα», σύμφωνα με τα δικά του λόγια, την Κίνα. Αλλά ήταν, ωστόσο, τα ζητήματα που τον απασχόλησαν την προηγούμενη χρονιά. Εξ αρχής ο αμερικανός πρόεδρος αυτοπαρουσιάστηκε ως ο ηγέτης των δημοκρατιών όλου του κόσμου. Οι προσδοκίες στη διεθνή κοινότητα ήταν μεγάλες, ωστόσο σύντομα σημειώθηκαν οι πρώτες απογοητεύσεις. Τον περασμένο Μάιο ο Λευκός Οίκος δεν κατάφερε να αποτρέψει την πολεμική εκστρατεία του Μπενιαμίν Νετανιάχου κατά της Γάζας. Τον περασμένο Ιούνιο ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να συνδράμει τους εξεγερμένους Κουβανούς αλλά δεν ακολούθησε καμία αξιόλογη πρωτοβουλία. Τον περασμένο Αύγουστο η χαοτική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων και των συμμάχων τους από το Αφγανιστάν μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία σόκαρε ολόκληρο τον πλανήτη.
Αναμενόμενα κάποια στιγμή υποστηρίχθηκε εύλογα πως στην πράξη το «America First» του Ντόναλντ Τραμπ δεν διέφερε ιδιαίτερα από την πολιτική του Τζο Μπάιντεν. Προς το τέλος του χρόνου, όμως, ο Λευκός Οίκος άλλαξε τη στάση του, τερματίζοντας την εμπορική αντιπαράθεση με την ΕΕ και αρχίζοντας να διαβουλεύεται πιο συστηματικά με τους συμμάχους του, αρχικά για το Ιράν και στη συνέχεια για την Ουκρανία. Η κρίση μεταξύ Κιέβου και Μόσχας αποτελεί μία εξαιρετικά κρίσιμη δοκιμασία και για την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.