Φοράει μια μουσταρδί καμπαρντίνα και ασορτί καβουράκι και με τη βοήθεια της πιστής του ομάδας μάχεται εναντίον των πάσης φύσεως εγκληματιών που λυμαίνονται την πόλη του, το Σίτι.
Είναι ο Ντικ Τρέισι, ο ντετέκτιβ που προέκυψε το 1931 από τη δημιουργική φαντασία του αμερικανού κομίστα Τσέστερ Γκουλντ, ο οποίος βάσισε τον χαρακτήρα του σε εκείνον του Ελιοτ Νες, του ομοσπονδιακού πράκτορα που συνέλαβε τον Αλ Καπόνε (και που τον υποδύθηκε ο Κέβιν Κόστνερ στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι» του 1987).
Οι περιπέτειες του Τρέισι έγιναν κινηματογραφική ταινία το 1990 από τον Γουόρεν Μπίτι, στον διπλό ρόλο του σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή, με ένα εξίσου βαρύ καστ ονομάτων δίπλα του: Μαντόνα, Αλ Πατσίνο, Ντάστιν Χόφμαν.
Η ταινία, που βγήκε στις αίθουσες στις 15 Ιουνίου του 1990, θεωρήθηκε εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία, καθώς ούτε απέφερε τα αναμενόμενα έσοδα στην παραγωγό εταιρεία Touchstone Pictures ούτε πήρε καλές κριτικές.
Ωστόσο, 40 χρόνια μετά, η αλήθεια είναι πως η ταινία εξακολουθεί να ασκεί μια διαχρονική (ή το σωστότερο, αχρονική) γοητεία στους σινεφίλ, καθώς διαθέτει πολλά στοιχεία που πλέον, βγαλμένα από την εποχή της και ενταγμένα στο σήμερα, μοιάζουν συναρπαστικά.
Ασφαλώς, κανείς δεν είπε πως πρόκειται για ένα αριστούργημα του Χόλιγουντ, ωστόσο ο χαρακτηρισμός «αναχρονιστική πατάτα» που της έχει αποδοθεί έκτοτε, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο λανθασμένος.
Για αρχή, ο Μπίτι συνεργάστηκε με τον θρυλικό διευθυντή φωτογραφίας (και νικητή τριών Οσκαρ) Βιτόριο Στοράρο (υπεύθυνο για τα «Αποκάλυψη Τώρα!» και «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» μεταξύ πολλών άλλων) για να δημιουργήσουν από κοινού έναν πολύχρωμο κόσμο, σαν και εκείνον που υπήρχε στις σελίδες των αμερικανικών κόμικς.
Πινελιές από πράσινο, κόκκινο, μοβ και κίτρινο κυριαρχούσαν σε όλα τα πλάνα, με τα σκηνικά να είναι εξίσου τεχνικολόρ και φωτεινά, όπως τα αντίστοιχα κόμικς του Γκουλντ.
Το φυσικό περιβάλλον της ταινίας ενισχύεται περαιτέρω από το βραβευμένο με Οσκαρ μακιγιάζ των βασικών χαρακτήρων, διά χειρός των Τζον Καλιόνε και Νταγκ Ντρέξλερ.
Οι δύο τους ανέλαβαν το καθήκον να δημιουργήσουν μια γκαλερί κακομούτσουνων και αδίστακτων κακοποιών, των αντιπάλων του Τρέισι – ειδικά ο Αλ Πατσίνο είναι αγνώριστος.
Και φυσικά, η ταινία ενισχύεται από την παρουσία της πιο «hot» γυναικείας περσόνας στον καλλιτεχνικό κόσμο εκείνη την περίοδο: της Μαντόνα, που υποδύεται την Μπρέθλες Μαχόνι, το αντικείμενο του πόθου του Τρέισι.
Εναν ρόλο που η, 31χρονη τότε, Μαντόνα έφερε άνετα εις πέρας, καθώς της ταίριαξε «γάντι» ο χαρακτήρας της femme fatale.
Επικουρικά λειτουργεί επίσης η εξαιρετική μουσική που έγραψε για τις ανάγκες της ταινίας ο πολυβραβευμένος βετεράνος συνθέτης Στίβεν Σόντχαϊμ.
Τα τραγούδια ερμηνεύονται εξαιρετικά από την Μαντόνα-Μαχόνι, ενώ στο πιάνο της συνοδεύει ο, γνωστός μας πλέον από τον ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Homeland, και νεαρός τότε, Μάντι Πατίνκιν.
Τέλος, και τηρουμένων των αναλογιών με το τι επικρατούσε τότε στο Χόλιγουντ, η ταινία είναι εξαιρετικά βίαιη, με πολλούς να απορούν τότε πώς κατάφερε και πέρασε την αξιολόγηση και τελικά επιτράπηκε να τη δουν και νέοι κάτω των 18 ετών.
Οπως και να ‘χει, η ουσία είναι μία: το «Ντικ Τρέισι» αποτελεί, μέχρι και σήμερα, ένα κομμάτι του παλιού αμερικανικού σινεμά που αφενός μας θυμίζει, με ωραίο τρόπο, πως είναι το «ρετρό σινεφίλ» και αφετέρου μοιάζει σαν να μπορούσε να είχε γυριστεί εξίσου το 1990, το 1970 ή το 2010.