Όποιος έχει παρευρεθεί ή έχει παρακολουθήσει στην τηλεόραση μια εκδήλωση με κόκκινο χαλί, γνωρίζει ότι τα αυτόγραφα έχουν πλέον αντικατασταθεί από τις selfies, και ότι οι οπαδοί των σταρ προσπαθούν απελπισμένα να πλησιάσουν τα ινδάλματά τους όχι με χαρτί και με μολύβι αλλά με το τηλέφωνο στο χέρι. Και φυσικά οι celebrities έχουν προσαρμοστεί αναλόγως.
Μια φωτογραφία, για παράδειγμα, με τον Τομ Κρουζ, φαντάζει πολύ πιο προσωπική από ό,τι μια απλή υπογραφή, την οποία, άλλωστε, θα μπορούσε να την έχει δώσει σε οποιονδήποτε (και θα μπορούσε να είχε μπει από οποιονδήποτε…). Αλλά ο πραγματικός λόγος που τα αυτόγραφα έχουν αντικατασταθεί από τις selfies και έχουν καταντήσει τόσο παρωχημένα, όσο και τα σταθερά τηλέφωνα, κρύβεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το Instagram είναι φτιαγμένο για φωτογραφίες, όχι για αυτόγραφα,γράφει ο Guardian: τι νόημα θα είχε μια selfie με έναν κυρίαρχο των likes, αν δεν την ανεβάσετε αμέσως και δεν αρχίσουν να πέφτουν σαν βροχή τα σχόλια του τύπου «omg!» και «no way !!!!», «δεν υπάρχει», και άλλα τέτοια; Συνέβη ποτέ να στέκεσαι δίπλα σε μια διασημότητα και οι φίλοι σου να μην κάνουν like στη φωτογραφία; Υπάρχεις καν;
Social media VS παραδοσιακά ΜΜΕ
Το Instagram ξεκίνησε το 2010, τέσσερα χρόνια μετά το Twitter και έξι χρόνια μετά το Facebook. Αν και αρχικά τα social media δημιουργήθηκαν για να διατηρούν οι άνθρωποι την επαφή τους με τους φίλους τους, γρήγορα έγιναν ένας τρόπος για να αισθάνονται μεγαλύτερη εγγύτητα με διασημότητες και να καμαρώνουν γι’ αυτή.
Το Facebook, με τη χαρακτηριστική χοντροκοπιά του, προσπάθησε να βγάλει χρήματα το 2013, όταν ανακοίνωσε ότι δοκιμάζει μια εφαρμογή που θα επέτρεπε στους χρήστες να πληρώνουν για να επικοινωνούν με celebrities, και οι τιμές θα διέφεραν αναλόγως… Αλλά οι χρήστες δεν χρειαζόταν να ξοδευτούν για το προνόμιο αυτό, αφού οι διαφόρων ειδών σταρ είχαν ήδη αποδειχτεί εξαιρετικά πρόθυμοι να μοιραστούν τη ζωή τους με τους «πληβείους».
Το 2010, όταν η Ντέμι Μουρ εμφανίστηκε στο «Late Show with Letterman» του Ντέιβιντ Λέτερμαν (η μακροβιότερη τηλεοπτική εκπομπή στις ΗΠΑ) ήταν ήδη τόσο εθισμένη στο Twitter, ώστε συνέχισε να «τιτιβίζει» ενώ την παρακολουθούσαν ζωντανά στον αέρα εκατομμύρια τηλεθεατές και ο Λέτερμαν διαμαρτυρήθηκε μουρμουρίζοντας: «Αυτό βρωμάει».
Το ενδιαφέρον των σταρ για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι προφανές, καθώς τους επιτρέπουν να επικοινωνήσουν με το κοινό τους χωρίς τους «τρομερούς μεσάζοντες», τους δημοσιογράφους, γράφει ο Guardian. Η τελευταία δεκαετία είναι γεμάτη με παραδείγματα, που αποκαλύπτουν γιατί οι σταρ (και όσοι έχουν αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις τους) προτιμούν τα social media (τα οποία μπορούν να ελέγχουν) αντί να δίνουν συνεντεύξεις (που δεν μπορούν).
Για παράδειγμα, ο Μάικλ Ντάγκλας είναι απίθανο να έγραφε στο Twitter ότι ο καρκίνος στη γλώσσα του οφειλόταν στο στοματικό σεξ, όπως είπε στον Guardian το 2013 (κάτι για το οποίο αργότερα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από τη σύζυγό του, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς). Και είναι ακόμη λιγότερο πιθανό ότι ο Λίαμ Νίσον θα έκανε μια ιστορία στο Instagram για εκείνη τη φορά που βγήκε έξω, θέλοντας να σκοτώσει έναν «μαύρο μπάσταρδο», μετά τον βιασμό μιας φίλης του, όπως είπε φέτος σε συνέντευξή του στον Independent.
Η Τζένιφερ Ανιστον εμφανίστηκε επίσημα στο Instagram
Γιατί να διακινδυνεύσει κανείς τέτοιες καταστροφικές αποκαλύψεις, όταν μπορεί απλά να βγάλει μια κολακευτική φωτογραφία, να της βάλει ένα φίλτρο και να την μοιραστεί με τους αγαπημένους του followers; Σελέμπριτις με τεράστιο online fan club όπως ο Τζάστιν Μπίμπερ και η Μπιγιονσέ έχουν χρόνια να δώσουν συνέντευξη, πράγμα που δεν έχει βλάψει στο παραμικρό την καριέρα τους, το αντίθετο μάλιστα.
Ρετουσάροντας την εικόνα και τη ζωή
Το Instagram είναι μια εφαρμογή που επιτρέπει στους χρήστες να ρετουσάρουν τις φωτογραφίες τους και γενικά, τη ζωή τους, αποφασίζοντας τι επιλέγουν να δημοσιεύσουν. Η Τζένιφερ Ανιστον, όταν τελικά εμφανίστηκε στα social media τον περασμένο μήνα -η φωτογραφία της κόντεψε να ρίξει το Διαδίκτυο-, επέλεξε φυσικά το Instagram αντί για το Twitter. Κάποιοι, μάλιστα, είναι πιο ειλικρινείς σε σχέση με άλλους: μετά τον γάμο του με την Κιμ Καρντάσιαν, ο Κάνιε Γουέστ αποκάλυψε με υπερηφάνεια στους δημοσιογράφους το 2014 ότι οι δύο τους πέρασαν τέσσερις μέρες από τον μήνα του μέλιτος στη Φλωρεντία παίζοντας με τα φίλτρα στη γαμήλια φωτογραφία τους…
Ο μουσικός Τζον Λέτζεντ και η σύζυγός του Κρίσι Τάιγκεν δημιούργησαν ένα νέο είδος προβολής με τις τακτικές αναρτήσεις τους στα social media: από τη μια η Τάιγκεν παραπονιέται στο Twitter για τον Ντόναλντ Τραμπ και από τη άλλη και οι δύο ανεβάζουν φωτογραφίες της τέλειας οικογένειάς τους στο Instagram. Η Τάιγκεν θεωρείται πιο «πραγματική» σε σχέση με τη φίλη της Κιμ Καρντάσιαν, επειδή είναι αστεία και δεν παίρνει χρήματα για να διαφημίσει άχρηστα συμπληρώματα διατροφής για απώλεια βάρους.
Η Κρίσι Τάιγκεν και ο Τζον Λέτζεντ σε πόζα οικογενειακής ευτυχίας
Αλλά οι φωτογραφίες τους είναι εξίσου εξιδανικευμένες και στημένες όπως οποιαδήποτε φωτογράφιση glossy περιοδικών. Η Τάιγκεν δεν είναι δα και κανένα γνωστό μοντέλο, έχει όμως πάνω από 26 εκατ. οπαδούς στο Instagram. Ο ιλιγγιώδης αυτός αριθμός οφείλεται στο γεγονός ότι με τις αναρτήσεις της χτυπάει στην καρδιά των social media: χαρακτηρίζεται από φιλοδοξία και αυθεντικότητα, δύο από τους πιο θορυβώδεις όρους της τελευταίας δεκαετίας.
Στην αρχή αυτής της δεκαετίας, η φιλόδοξη πλευρά της εξίσωσης θεωρήθηκε πιο σημαντική και οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου είδους σελέμπριτι, τους influencers: είναι άνθρωποι που δηλώνουν ότι η ζωή τους είναι τόσο τέλεια – δείχνοντάς μας φωτογραφίες τους για το πώς τρώνε, ντύνονται, είναι γονείς, μακιγιάρονται, γυμνάζονται, ταξιδεύουν, διακοσμούν τα σπίτια τους, θεραπεύονται ακόμη και από ασθένειες-, ώστε να μας επηρεάσουν να κάνουμε κι εμείς μία από τα ίδια.
Η φούσκα των influencers
Οι επιτυχημένοι άρχισαν ξαφνικά να κερδίζουν απεριόριστα χρήματα, καθώς τα brands συνειδητοποίησαν ότι το κοινό εμπιστευόταν τους influencers περισσότερο από ότι τις διαφημίσεις, και έτσι τους πλήρωναν όσο-όσο για να υποστηρίξουν τα προϊόντα τους. Η Κάιλι Τζένερ, influencer στον χώρο του μακιγιάζ, για παράδειγμα, κερδίζει σήμερα 1 εκατ. δολάρια ανά χορηγούμενη ανάρτηση.
Ολο αυτό, βέβαια, δεν ήταν παρά μια φούσκα που τελικά άρχισε να σκάει πέρυσι, τουλάχιστον στη Βρετανία, όταν η Αρχή Διαφημιστικών Προτύπων (Advertising Standards Authority) αποφάσισε ότι οι influencers πρέπει να το λένε όταν πληρώνονται για να προωθήσουν κάτι. Και, βέβαια, η λέξη «διαφήμιση» -τη οποία υποχρεώνεται πλέον να γράψει ο τάδε και ο δείνα influencer κάτω από την τέλεια φωτογραφία του με κάποιο προϊόν στο χέρι- δεν ενισχύει πραγματικά την αυθεντικότητα του.
Η Σερ δεν μασάει τα λόγια της, με κάθε ευκαιρία επιτίθεται στην πολιτική του Τραμπ
Ακόμη πιο προβληματική ήταν η πανωλεθρία του φεστιβάλ Fyre και των YouTubers με εκατομμύρια συνδρομητές, όπως οι Λόγκαν Πολ και ΠιουΝτιΠάι, που το υποστήριξαν, και τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν διέρρηξαν τη σχέση μεταξύ διαδικτυακών σταρ και των οπαδών τους. Το φεστιβάλ, που διαφημίστηκε online από influencers όπως οι Κάιλι Τζένερ, Μπέλα Χαντίντ και Εμιλι Ραταϊκόφσκι, δεν πρόσφερε τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί -πολυτελείς βίλες, γκουρμέ φαγητό κλπ- σε όσους έσπευσαν στις Μπαχάμες έναντι αδρού εισιτηρίου. Αποδείχτηκε, λοιπόν, περίτρανα ότι οι influencers δεν είναι πιο αξιόπιστοι από τις διαφημίσεις. Στην πραγματικότητα, στον ανεξέλεγκτο κόσμο του Διαδικτύου, είναι πολύ λιγότερο αξιόπιστοι.
Η αλήθεια είναι ότι οι influencers, όπως και οι σταρ των τηλεριάλιτι της προηγούμενης δεκαετίας, έχουν δεχτεί σαρκαστικά σχόλια, που υπαινίσσονται ότι δεν είναι «πραγματικοί» σελέμπριτις, πράγμα που όμως είναι παράλογο, δεδομένου ότι ορισμένοι από αυτούς έχουν περισσότερους οπαδούς από ότι οι παραδοσιακοί σταρ του κινηματογράφου. Και επηρεάζουν το κοινό με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτό των παραδοσιακών σελέμπριτις. Ακόμα και αν δεν έχετε αγοράσει ποτέ το περιοδικό Vogue, γνωρίζετε ποια είναι η Σίντι Κρόφορντ. Ωστόσο, αν δεν ακολουθείτε την Κιάρα Φεράνι (@chiaraferragni) στα social media πιθανότατα δεν έχετε ιδέα ποια είναι: πρόκειται για influencer της μόδας με τέσσερις φορές περισσότερους οπαδούς από την Σίντι.
Η Κιμ Καρντάσιαν και ο Κάνιε Γουέστ επί τέσσερις ημέρες άλλαζαν φίλτρα στη γαμήλια φωτογραφία
Η ειρωνεία της τύχης, πάντως, είναι ότι η άνοδος των influencers ξεκίνησε με μια διασημότητα παλαιάς κοπής, που συχνά κατηγορείται ότι είναι η ενσάρκωση του χειρότερου είδους ελιτίστικου προνομίου. Δεν είναι άλλη από την Γκουίνεθ Πάλτροου, η οποία το 2008 λανσάρισε την ιστοσελίδα Goop (έναν αμφιλεγόμενο οδηγό lifestyle, υγείας και ευεξίας), και τότε ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα άλλαζε τόσο την καριέρα της όσο και την αντίληψη για το τι είναι ιδανικό lifestyle.
Και μπορεί το περιοδικό των New York Times να αφιερώνει 8.000 λέξεις στο «πιο αμφιλεγόμενο brand στη βιομηχανία του wellness», όπως αποκαλεί το Goop, το θέμα, όμως είναι ότι οι φαν της Πάλτροου δεν πτοούνται. Με τη στήριξή τους, η βραβευμένη σταρ του κινηματογράφου έκανε μια μάλλον πιο κερδοφόρα επιλογή αφού είναι πλέον μπίζνεσγούμαν και χάρη στα τσιπς χωρίς γλουτένη, τις φόρμες για γιόγκα, και τις συμβουλές υγείας που δεν υπογράφει κανένας επιστήμονας, διευθύνει μια εταιρεία αξίας 250 εκατ. δολαρίων.
Ξεκατινιάσματα και εμμονές
Καλώς ή κακώς, όμως, δεν χρησιμοποιούν όλοι τα κοινωνικά μέσα για να προβάλουν φανταστικές εικόνες του εαυτού τους. Εχουμε, για παράδειγμα, τις μπηχτές που εκτόξευσαν μέσω Instagram η μια στην άλλη, η Κέιτι Πέρι και η Τέιλορ Σουίφτ, αλλά και τις σαφείς αιχμές της Κιμ Κατράλ εναντίον της Σάρα Τζέσικα Πάρκερ. Οταν πέθανε ο αδελφός της, η Κιμ έγραψε στο Instagram: «Δεν χρειάζομαι ούτε την αγάπη ούτε την υποστήριξή σου αυτή την τραγική στιγμή @sarahjessicaparker».
Η influencer Κιάρα Φεράνι έχει τετραπλάσιους ακολούθους από την Σίντι Κρόφορντ
Ακόμη, πρόσφατα και οι σύζυγοι των άγγλων ποδοσφαιριστών Γουέιν Ρούνεϊ και Τζέιμι Βάρντι «ξεκατινιάστηκαν» στα social media όταν η influencer Κολίν Ρούνεϊ κατηγόρησε την Ρεμπέκα Βάρντι, σταρ του ριάλιτι «I’m a Celebrity … Get Me Out of Here», ότι έδινε (έναντι αμοιβής φυσικά) πληροφορίες για την προσωπική της ζωή στην ταμπλόιντ εφημερίδα Sun. Οπότε μόνο… θλίψη μπορεί να νιώσει κανείς που το iPhone δεν είχε εφευρεθεί όταν μεσουρανούσαν η Μπέτι Ντέιβις και η Τζόαν Κρόουφορντ.
Και ενώ νέοι στο κουρμπέτι των celebrities παριστάνουν τους αυθεντικά σπουδαίους, οι παλαιότεροι τείνουν να είναι πιο αυθεντικοί, ίσως επειδή διαχειρίζονται οι ίδιοι τους λογαριασμούς τους στα social media. Η Μπέτι Μίντλερ και, ειδικά, η Σερ μοιράζονται συχνά στο Twitter, με χαριτωμένο τρόπο, τις σοβαρές σκέψεις τους για τον Τραμπ και γενικά για την πολιτική.
«Τι σκέφτεσαι για τον Μπόρις Τζόνσον;» ρώτησε κάποιος την Σερ στο Twitter και η θεά του απάντησε πολύ σωστά: «Γ-μενος ηλίθιος που είπε ψέματα στον βρετανικό λαό» («F-ing idiot who lied to the British ppl»)…
Εν τω μεταξύ, ενώ το Instagram είναι γνωστό για τις υπερβολικά στυλιζαρισμένες φωτογραφίες του, με την Μπιγιονσέ για παράδειγμα να κρατάει τα νεογέννητα δίδυμα της, οι αναμφίβολα πιο ευχάριστοι λογαριασμοί μεταξύ των σταρ είναι της Γκλεν Κλόουζ, που ανεβάζει αυθόρμητα βίντεο με τα σκυλιά της και ο Μάικλ Ντάγκλας της κάνει συνεχώς like, και της Νταϊάν Κίτον, η οποία δεν διστάζει να δημοσιεύει «άχαρες» φωτογραφίες της με λεζάντες του τύπου «ΝΑΙ ΦΟΡΑΩ [ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ] ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΦΟΥΣΤΑ». Οπότε όποιος θα ήθελε να μάθει πώς θα ήταν η Ανι Χολ online (πρωταγωνίστρια στον «Νευρικό Εραστή» του Γούντι Αλεν) τώρα ξέρει…
Οι φωτογραφίες της Ντάιαν Κίτον στο Instagram θυμίζουν την ηρωίδα του Γούντι Αλεν
Φυσικά, το γεγονός, ότι μπορεί κανείς να προσεγγίσει άμεσα το κοινό, έχει και ένα μειονέκτημα: το κοινό μπορεί να κάνει επίσης το ίδιο. Και το κάνει με κάθε ευκαιρία. Σταρ όπως ο ηθοποιός Στίβεν Φράι και η ράπερ, ηθοποιός και μοντέλο Νίκι Μινάζ αποχώρησαν από ιστοσελίδες των social media, όταν αποδείχθηκε ότι το κοινό τούς θαύμαζε λιγότερο από όσο ήλπιζαν.
Εν τω μεταξύ οι «σταν» (οι ψυχαναγκαστικοί φαν) ανθίζουν. Μερικές φορές προς όφελος των σταρ, όπως στην περίπτωση των Little Monsters, το fan club της Lady Gaga, που στην ουσία προώθησαν την καμπάνια για Οσκαρ της ταινίας της «A Star Is Born». Αλλά αν οι «σταν» νιώσουν απογοητευμένοι από το αντικείμενο της εμμονής τους, το οποίο είναι συνήθως γένους θηλυκού, τότε αρχίζουν το bullying, πράγμα που έχουν βιώσει οι Κέιτ Πέρι και η Ντέμι Λοβάτο. Ετσι, πολλοί διάσημοι έχουν απενεργοποιήσει τα σχόλια των λογαριασμών τους, οπότε μπορεί κανείς να τους ακούει αλλά όχι και να τους σχολιάζει.
Παρά τη γοητεία που ασκούν επί του παρόντος τα social media, οι ιστορίες των celebrities που θα έχουν τις πιο μόνιμες επιπτώσεις δεν ξεκίνησαν από αυτά. Για τον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν υπήρχαν φήμες εδώ και χρόνια, αλλά τελικά ξεσκεπάστηκε από τις ντεμοντέ μεν πλην όμως αποκαλυπτικές έρευνες των δημοσιογράφων των New York Times και του New Yorker. Οι Μάικλ Τζάκσον, Ρ. Κέλι, Γούντι Αλεν, Μαξ Κλίφορντ, Κέβιν Σπέισι και Μπράιαν Σίνγκερ έγιναν παρίες (στην περίπτωση του Τζάκσον, μετά θάνατον) όταν οι κατήγοροί τους μίλησαν στους δημοσιογράφους.
Η Κέιτλιν Τζένερ, η πιο διάσημη τρανσέξουαλ του κόσμου (πριν κάνει αλλαγή φύλου ήταν ο Μπρους Τζένερ, πρώην Ολυμπιονίκης, πατριός της Κιμ Καρντάσιαν και πατέρας των αδελφών της Κένταλ και Κάιλι Τζένερ) παρουσιάστηκε στον κόσμο, όχι μέσω των social media, αλλά στο εξώφυλλο του Vanity Fair. Ο Πρίγκιπας Χάρι και η Δούκισσα του Σάσεξ, Μέγκαν Μαρκλ, κατηγόρησαν τα έντυπα ΜΜΕ για την «καμπάνια» εναντίον της (και ειδικά την εφημερίδα Mail on Sunday). Και η ειρωνεία είναι ότι αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μάλλον καθησυχαστικό για τη βιομηχανία των εφημερίδων: σίγουρα, οι πωλήσεις πέφτουν, αλλά για ένα συγκεκριμένο είδος διασήμων, ο Τύπος εξακολουθεί να μετράει.
Η βαθιά επιβολή των social media στην πολιτική
Παρ ‘όλα αυτά, η τελευταία δεκαετία έχει καθοριστεί βαθιά από τους σελέμπριτι των social media. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προέκυψε από τον online κόσμο. Πρωτοεμφανίστηκε παραδοσιακά μέσω της τηλεόρασης. Αλλά έχει εκμεταλλευτεί τον τρόπο με τον οποίο το Twitter δίνει προτεραιότητα στην προσωπικότητα σε σχέση με τη γνώση: στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία τι λέει κανείς, εφόσον το λέει με τρόπο που τραβάει περισσότερη προσοχή. Και το κοινό έχει συνηθίσει σε αυτό το είδος επικοινωνίας.
Στις αρχές της δεκαετίας, ο Τραμπ έφτιαξε για τον εαυτό του ένα μοντέλο για το Twitter. Ηταν μια πλατφόρμα στην οποία μπορούσε να μετακινηθεί από το να είναι η ενσάρκωση του ενοχλητικού προνομιούχου του Μανχάταν (καυχόμενος σε συνεντεύξεις του ότι δεν θα ενοικίαζε ποτέ ένα διαμέρισμα για αγαθοεργία), στο λένε-πως-είναι- λίγο-από-αυτούς-τους-τύπους, που κάνει tweet για τους κινδύνους του εμβολιασμού. Στην προεκλογική του εκστρατεία για την προεδρία, ο Τραμπ διατήρησε αυτή την περσόνα και πολλοί πίστευαν ότι αυτό ήταν όλο – μια περσόνα- και ότι θα αποτύγχανε. Ομως όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια.
Τώρα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά και οι Μπόρις Τζόνσον και Τζέρεμι Κόρμπιν στην Βρετανία, αντιμετωπίζουν το αξίωμά τους σαν ένα είδος social media: βασίζονται στον ιστό για να χτίσουν ένα αφοσιωμένο κοινό ακολούθων και διαμαρτύρονται όταν οι δημοσιογράφοι τολμούν να γράφουν άρθρα κάθε άλλο παρά υμνητικά. Περιφρονούν τις παραδοσιακές συνεντεύξεις, προτιμώντας να στέλνουν τα μηνύματά τους στο Facebook ή στο Twitter, καταργώντας μεταφορικά τα σχόλια, και μένοντας άνετα μέσα στις φούσκες τους.
Υποτίθεται ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό κόσμο, ο πραγματικός κόσμος, όμως, λυγίζει όλο και περισσότερο για να αντανακλά τα social media. Και από όλο αυτό δυστυχώς δεν θα υποφέρουν μόνο οι πωλητές αυτoγράφων, που μοιραία έχουν χάσει το εμπορικό τους αντικείμενο…