Η καθολική εβδομαδιαία εφημερίδα Christian Times του Χονγκ Κονγκ κυκλοφόρησε την περασμένη Κυριακή 2 Ιουνίου με το πρωτοσέλιδό της λευκό, κενό περιεχομένου. Λευκές ήταν και οι υπόλοιπες σελίδες της, ενώ υπήρχε και ένα άρθρο με εμφανή, όμως, τα σημάδια, της λογοκρισίας.
Η εφημερίδα προέβη σε αυτήν την κίνηση, λίγες ημέρες πριν από την 35η επέτειο της Σφαγής στην πλατεία Τιενανμέν η οποία έλαβε χώρα τη νύχτα μεταξύ 3ης και 4ης Ιουνίου του 1989, όταν ο κινεζικός στρατός έπνιξε στο αίμα τη φοιτητική διαμαρτυρία στην καρδιά του Πεκίνου που είχε ως κύριο αίτημα την ενίσχυση της δημοκρατίας.
Το λευκό πρωτοσέλιδο προκάλεσε αίσθηση, κυρίως γιατί επί χρόνια σε κάθε επέτειο της Σφαγής η εφημερίδα μνημόνευε και σχολίαζε ελεύθερα τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας. Ομως «τον τελευταίο καιρό, το Χονγκ Κονγκ έχει αλλάξει δραματικά και έχει καταστεί πιο περιοριστικό. Ακόμη και μια προσευχή, εάν σχετίζεται με την ιστορική μνήμη, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα», εξήγησε η διεύθυνση των Christian Times.
Οπως αναφέρει σε ανταπόκρισή του από το Πεκίνο ο Γκουίντο Σαντεβέκι, ανταποκριτής της ιταλικής Corriere della Sera στην κινεζική πρωτεύουσα, έως το 2020, το Χονγκ Κονγκ ήταν η μόνη κινεζική μητρόπολη που τιμούσε κάθε χρόνο τη θυσία των διαδηλωτών της Τιενανμέν με μια μεγάλη νυχτερινή αγρυπνία σε πάρκο της πόλης. Στη συνέχεια, όμως, η επιβολή του Κινεζικού Νόμου Εθνικής Ασφάλειας κατέστησε αυτομάτως παράνομο ακόμα και το άναμμα ενός κεριού στη μνήμη των πεσόντων: κάθε απόπειρα διατήρησης της μνήμης της φρίκης που έλαβε χώρα στην Τιενανμέν θεωρείται «ανατρεπτική πράξη κατά της τάξης».
Πλέον στο Χονγκ Κονγκ, όπως και στο Πεκίνο, τις ημέρες που προηγούνται της επετείου «οι συνήθεις ύποπτοι» συλλαμβάνονται από την αστυνομία. Μέσα σε μια εβδομάδα, στην πρώην βρετανική αποικία συνελήφθησαν τουλάχιστον οκτώ άνθρωποι, κατηγορούμενοι ότι «προέβησαν σε ανατρεπτικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με μια ευαίσθητη επέτειο με στόχο να εξάψουν το μίσος για την κυβέρνηση των πολιτών και την κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου».
«Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει ακόμα το θάρρος να σπάσει τη σιωπή, καταφεύγει στη λογοκρισία για να κρύψει ό,τι έκανε ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός στο λαό με εντολή του την 4η Ιουνίου του 1989. Φοιτητές και εργάτες εκείνη την άνοιξη δεν ήθελαν να υψώσουν το λάβαρο της επανάστασης, ζητούσαν μόνο μια πιο αξιοπρεπή και ανοιχτή κυβέρνηση», γράφει ο ιταλός ανταποκριτής στο Πεκίνο.
«Αλλά το Πολιτμπιρό, στο οποίο εξακολουθούσε να κυριαρχεί ο γηραιός και σοφός Ντενγκ Σιαοπίνγκ, φοβόταν ότι θα έχανε την απόλυτη εξουσία: “Πρέπει να σκοτώσουμε αυτούς που πρέπει να σκοτωθούν, να καταδικάσουμε αυτούς που πρέπει να καταδικαστούν”, αποφάνθηκαν οι κομμουνιστές ηγέτες, κλεισμένοι σε ένα μέγαρο μερικές δεκάδες μέτρα από την πλατεία Τιενανμέν», προσθέτει ο Γκουίντο Σαντεβέκι.
«Κανείς δεν μιλάει πια για αυτό, δεν έχει πια ενδιαφέρον, μόνο εσείς οι Δυτικοί έχετε ακόμα εμμονή με αυτό το περιστατικό», του είπε ένας δημοσιογράφος από το Πεκίνο, παρότι εκείνο το 1989 της μεγάλης κινητοποίησης και της σφαγής των φοιτητών ήταν είκοσι ετών.
Ολοκληρώνοντας την ανταπόκρισή του από την κινεζική πρωτεύουσα ο ιταλός δημοσιογράφος εξηγεί πως η σφαγή στο Πεκίνο μπορεί να οριστεί το πολύ ως «λιού σι σιτζιάν»: «λιού» σημαίνει έξι και αντιστοιχεί στον μήνα, «σι» σημαίνει τέσσερα και αντιστοιχεί στην ημέρα ενώ «σιτζιάν» σημαίνει περιστατικό.
Για το Κόμμα η Σφαγή της Τιενανμέν υπήρξε απλά ένα «περαστικό» το οποίο πρέπει να ξεχαστεί, να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη, με τον Γκουίντο Σαντεβέκι να αναφέρει πως στην πραγματικότητα η κινεζική ηγεσία θα ήθελε να πειστεί ο κινεζικός λαός πως την 4η Ιουνίου του 1989 στην Πύλη της Ουράνιας Ειρήνης (αυτό σημαίνει η λέξη Τιενανμέν) δεν σημειώθηκε καμία σφαγή.