«Είναι χαμαιλεοντικός, μεγάλος ηθοποιός, εξίσου γενναιόδωρος και θερμός, που χρησιμοποιεί όλο του το σώμα για να πει την ιστορία» λέει ο Γιώργος Σιούγας (αριστερά) για τον Τζέισον Γουάτκινς (δεξιά) |
Θέματα

Γιώργος Σιούγας: Μια ταινία από τον Χίτσκοκ έως τον Ιαν Μακ Κέλεν

Ο έλληνας σκηνοθέτης, που ζει και εργάζεται στο Μάντσεστερ, έφτασε ως τον προθάλαμο των οσκαρικών υποψηφιοτήτων με ένα 20λεπτο φιλμ το οποίο κερδίζει συνεχώς διεθνείς διακρίσεις - χωρίς διαλόγους, με μεγάλα ονόματα και έναν πρωταγωνιστή που παίζει μόνο μία νότα ξανά και ξανά
Protagon Team

Αν είχε τη δυνατότητα να διεισδύσει αόρατος στο πλατό μιας ταινίας, θα επέλεγε οποιαδήποτε του Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Είναι ο κινηματογραφικός μου ήρωας, ο σκηνοθέτης με τις ταινίες του οποίου μεγάλωσα και αυτός από τον οποίο έχω μάθει τα περισσότερα» λέει ο Γιώργος Σιούγας, δημιουργός της ταινίας μικρού μήκους «The Οne Νote Μan», η οποία έφτασε στη βραχεία λίστα των υποψηφιοτήτων για Οσκαρ, αφού κατέκτησε 24 διεθνή βραβεία. «Αν με στενοχωρεί τώρα πια ότι δεν μπήκαμε στην τελική λίστα των υποψηφιοτήτων είναι επειδή θα ήθελα να σφίξω το χέρι του Σπίλμπεργκ και να του πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ”».

Ο ουμανισμός και τα συναισθήματα του μικρού παιδιού με τα οποία είναι φορτισμένη κάθε ταινία του αμερικανού δημιουργού βρίσκουν αναφορές και στα φιλμ του 49χρονου έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος έχει σπουδάσει σκηνοθεσία στο London Film School, έχει σκηνοθετήσει από το 2003 δεκάδες σειρές για την ελληνική τηλεόραση και το 2011 άφησε ένα credit με την ταινία «Το Γάλα» – μεταφορά της ομότιτλης θεατρικής παράστασης, σε κείμενο Βασίλη Κατσικονούρη.

Ο σκηνοθέτης (δεξιά) με τον Τζέισον Γουάτκινς στα γυρίσματα της ταινίας

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζει στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου εργάζεται σε σειρές για βρετανικές πλατφόρμες ή το BBC. Στο «The Οne Νot Μan», ένας φαγκοτίστας που πηγαίνει κάθε πρωί στην ορχήστρα του για να παίξει μία νότα και να επιστρέψει στο σπίτι, διακόπτει τη ρουτίνα του κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Μια μέρα, καθώς ακούει τυχαία ένα σόλο βιολιού, έχει ένα ατύχημα με την κλωστή που πιάνεται στο φαγκότο και βρίσκεται αντιμέτωπος με το σημαντικότερο δίλημμα: να φύγει ή να μείνει με το πρόσωπο που ερωτεύεται;

«Η ταινία πραγματεύεται τη μοναξιά και ό,τι περιστρέφονται γύρω από τις ανθρώπινες αδυναμίες και δυνάμεις, τα ελαττώματά μας και τις αρετές μας. Επικεντρώνεται επίσης στην επιμονή, στο γεγονός ότι αυτοί που επιμένουν τελικά κερδίζουν. Επίσης με ενδιαφέρει ο φόβος και ο τρόπος που εκδηλώνεται. Αυτή η φωνούλα μέσα μας που λέει “άσ’ το μωρέ, δεν θα τα καταφέρεις”.Η ανασφάλεια.Και, φυσικά, είναι ένα φιλμ για την αγάπη και το όνειρο. Είμαι κι εγώ ονειροπόλος και πιστεύω ότι η σκηνοθεσία είναι μια προβολή των ονείρων του σκηνοθέτη στην οθόνη. Ταυτόχρονα, όμως, είμαι και ρομαντικός, και πιστεύω πως στη ζωή τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα» λέει ο σκηνοθέτης.

Ολα ξεκίνησαν όταν ο Σιούγας άκουσε μια συνέντευξη του Αλφρεντ Χίτσκοκ, όπου μιλούσε για την ταινία «Ο Ανθρωπος που Γνώριζε Πολλά», με τον Τζέιμς Στιούαρτ και την Ντόρις Ντέι (το μοναδικό ριμέικ του «μετρ»). Στην ταινία γίνεται απόπειρα δολοφονίας του βρετανού πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια μιας παράστασης όπερας. Ο πυροβολισμός, μάλιστα, ακούγεται σχεδόν ταυτόχρονα με τα πιατίνια του μουσικού, ο οποίος περιμένει τη σειρά του από τον μαέστρο.

Στο ηχητικό αρχείο ο Χίτσκοκ αποκαλύπτει ότι οφείλει το εύρημα σε μια γελοιογραφία του Βρετανού Η.Μ. Bateman από το 1921. Σε αυτήν κατέφυγε ο Σιούγας, ανακαλύπτοντας «μια καταπληκτική ιδέα για μια ταινία μικρού μήκους: ένας μουσικός που παίζει μόνο μία νότα στην ορχήστρα, περιμένει τη σειρά του και μετά σηκώνεται και πάει σπίτι του».

Ο πρωταγωνιστής Τζέισον Γουάτκινς σε σκηνή από την ταινία

Γιατί, αλήθεια, παίζει μόνο μία νότα; Και γιατί δεν υπάρχουν διάλογοι παρά μόνο μουσική, η οποία λειτουργεί σαν δεύτερος πρωταγωνιστής; «Αυτό προέκυψε οργανικά, όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο. Η φιλοσοφία μου, έτσι κι αλλιώς, είναι ο χρυσός κανόνας που μάς έχει μάθει ο Σπίλμπεργκ και όλοι οι μεγάλοι του σινεμά: “μην το πεις αν μπορείς να το δείξεις”. Εφαρμόζεται, λοιπόν, ιδανικά, σε μια ταινία μικρού μήκους όπου δεν έχεις πολύ χρόνο για να εμπλέξεις συναισθηματικά το κοινό. Πρέπει να υπάρχει μια οικονομία στην αφήγηση. Με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησα να “γράφω” κάποιες εικόνες, οι οποίες λένε την ιστορία. Πριν καλά καλά το καταλάβω είχα φτάσει στη σελίδα 5 χωρίς να χρειάζεται να προσθέσω διάλογο».

Η σχέση του με την κινηματογραφική μουσική ερμηνεύει εν πολλοίς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της δίνει στην 20λεπτη δημιουργία. «Από μικρός λάτρευα τα σάουντρακ. Αγόραζα δηλαδή από μικρό παιδί βινύλια. Και διαπίστωσα πολύ νωρίς ότι ναι μεν μπορείς να ακούσεις τη μουσική χωρίς να δεις την ταινία, αλλά δεν μπορείς να δεις την ταινία χωρίς να ακούσεις τη μουσική. Επίσης, διαπίστωσα πως όταν ο “γάμος” σκηνοθέτη και μουσικού πετυχαίνει, τα αποτελέσματα είναι μαγικά. Παραδείγματα είναι ο Χίτσκοκ με τον Μπέρναρντ Χέρμαν, ο Σέρτζο Λεόνε με τον Ενιο Μορικόνε, ο Κισλόφσκι με τον Πράισνερ και, βεβαίως, ο Σπίλμπεργκ με τον Τζον Γουίλιαμς, που είναι και ο αγαπημένος μου. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί το δάκρυ στο μάτι του θεατή αλλά ο συνθέτης το κάνει να τρέξει».

Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα, με την αρχιμουσικό σε πρώτο πλάνο

Την πρωτότυπη παρτιτούρα της ταινίας υπογράφει ο Στίβεν Γουόρμπεκ, βραβευμένος με Οσκαρ για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ». «Η σωστή επιλογή μουσικού ήταν τόσο σημαντική όσο η σωστή επιλογή ηθοποιού» λέει ο Γ. Σιούγας. «Είναι ένας εξαιρετικά θερμός και ανοιχτός άνθρωπος, πραγματικά γενναιόδωρος καλλιτέχνης, μια διάνοια στη μουσική. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε περίπου πέντε μήνες πριν από το γύρισμα, γιατί χρειαζόταν να ηχογραφήσω το κομμάτι της ορχήστρας που βλέπουμε μέσα στο θέατρο».

Υστερα προέκυψε η επιλογή του ηθοποιού Τζέισον Γουάτκινς, ήδη βραβευμένου με BAFTA. «Ηταν ευτύχημα ότι βρήκαμε έναν ηθοποιό που παίζει με το βλέμμα και με το πρόσωπο. Είναι χαμαιλεοντικός, μεγάλος ηθοποιός, εξίσου γενναιόδωρος και θερμός, που χρησιμοποιεί όλο του το σώμα για να πει την ιστορία. Οπως οι ηθοποιοί του βωβού κινηματογράφου, κυρίως ο Τσάρλι Τσάπλιν, του οποίου είμαι μεγάλος θαυμαστής».

Τα μεγάλα ονόματα δεν σταματούν εδώ, καθώς αφηγητής στην έναρξη και στο κλείσιμο του φιλμ είναι ο σερ Ιαν Μακ Κέλεν. «Μάς βοήθησε μέσω του οργανισμού του, ο οποίος χρηματοδοτεί κυρίως θεατρικές παραστάσεις, αλλά εν γένει τη σύγχρονη τέχνη. Διάβασε το σενάριο και τότε τον προσεγγίσαμε με την ιδέα να κάνουμε προβολές της ταινίας με λάιβ ορχήστρα, στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος για παιδιά. Με την έννοια αυτή, οι μαθητές θα εξοικειώνονταν με την ίδια την ορχήστρα, τα μουσικά όργανα και τη λειτουργία του μαέστρου. Ετσι, ο Μακ Κέλεν συμφώνησε να χρηματοδοτήσει κομμάτι του μπάτζετ. Οταν ολοκλήρωνα το φιλμ, μού ήρθε η ιδέα για ένα σπικάζ ώστε να δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για παραμύθι που αφηγείται ο παππούς στο εγγόνι του. Και η μοναδική φωνή που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η δική του».

Από τις χαρακτηριστικές λήψεις προς το φινάλε του φιλμ, όταν ο πρωταγωνιστής μοιράζεται το σοκολατάκι

Ποια από τις ταινίες που είδε πρόσφατα έχει αφήσει το βαθύτερο αποτύπωμα μέσα του; «Τα “Παιδιά του Χειμώνα” του Αλεξάντερ Πέιν. Μου άγγιξε την καρδιά και προσωπικά λατρεύω τις ταινίες που μου αγγίζουν την καρδιά. Αλλά είμαι και μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάντερ. Αισθάνομαι πολύ κοντά μου την κινηματογραφική γλώσσα του και την οικονομία στα θέματά του».

Ισως επειδή είναι άλλη μια περίπτωση όπου μια κινηματογραφική δημιουργία αφήνει επίτηδες ορισμένα κενά για να τα γεμίσει ο θεατής. «Ναι. Νομίζω ότι η δουλειά των σκηνοθετών είναι να θέτουμε ερωτήσεις. Οχι να δίνουμε απαντήσεις. Αλλιώς γινόμαστε διδακτικοί, που είναι απωθητικό. Προσωπικά αγαπώ πολύ τον φόβο και τη δημιουργική ανασφάλεια. Θεωρώ πως, όταν σταματήσω να φοβάμαι, καλύτερα να πάρω σύνταξη».

Το επόμενο στοίχημα για τον Γιώργο Σιούγα μοιάζει με το προηγούμενο: ο σκηνοθέτης ετοιμάζεται να γυρίσει το «The One Νote Μan» ως ταινία μεγάλου μήκους, και πάλι χωρίς διαλόγους. Ας μιλήσει η μουσική!