Κάτι αλλάζει στο δραστικά μεταβαλλόμενο τοπίο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης μετά την άνοδο της ψηφιακής δημοσιογραφίας τα τελευταία 30 χρόνια. Κάτι αλλάζει και σε σύγκριση με την εποχή της ανόδου των social media, που άρχισε πριν από 20 χρόνια. Και η αλλαγή αφορά τους δέκτες, αυτούς που καταναλώνουν τις ειδήσεις, το κοινό των ΜΜΕ.
«Παρ’ όλη την αγωνία για την πόλωση και την παραπληροφόρηση, στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι πολύ διαφορετικό γύρω από την κατανάλωση των ειδήσεων: η εποχή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης τελειώνει» επισημαίνει σε ανάλυσή του ο Σάιμον Κούπερ των Financial Times. Τι σημαίνει αυτή η κάπως μονοκόμματη διατύπωση; Ο διακεκριμένος δημοσιογράφος εκτιμά ότι επιστρέφουμε σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι πλέον δεν ακούν, δεν βλέπουν και δεν διαβάζουν «σχεδόν καθόλου ειδήσεις».
«Ολο και περισσότεροι πολίτες αγνοούν τις τρέχουσες υποθέσεις, όπως οι περισσότεροι απλοί Βρετανοί πριν από την εμφάνιση της πρώτης δημοφιλούς εφημερίδας, της Daily Mail, το 1896. Οι διαμορφωτές γνώμης που ηγούνται της πολιτικής συζήτησης τείνουν να παραβλέπουν αυτή τη μετατόπιση, επειδή εξ ορισμού ενδιαφέρονται για τις ειδήσεις. Τι συμβαίνει όμως σε μια κοινωνία όταν η πλειοψηφία απενεργοποιείται;» αναρωτιέται ο αρθρογράφος των Financial Times.
Εδώ και περίπου έναν αιώνα, οι πολίτες στις ανεπτυγμένες χώρες αγόραζαν εφημερίδες. Ισως να το έκαναν κυρίως για τα αθλητικά, για τον καιρό, για τις γελοιογραφίες, αργότερα (π.χ. στην Ελλάδα) για τις προσφορές που έμπαιναν στη «σακκούλα» των κυριακάτικων φύλλων, αλλά σε κάθε περίπτωση το κοινό ερχόταν σε επαφή με την επικαιρότητα μέσα από αυτή την όσμωση. Παράλληλα, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις μετέδιδαν ειδήσεις στη διάρκεια της ημέρας και τα βραδινά δελτία αποτελούσαν ένα σημείο αναφοράς στο τέλος μιας εργάσιμης ημέρας.
«Πλέον, η καταστροφή των Μέσων Ενημέρωσης από το διαδίκτυο πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της. Πολλοί άνθρωποι που γκρινιάζουν για τα ΜΜΕ δεν παρακολουθούν σχεδόν καθόλου πια τα ΜΜΕ» σημειώνει ο Κούπερ στους FT και παραθέτει στοιχεία:
♦ Το 2023, για πρώτη φορά, η καλωδιακή τηλεόραση και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα μαζί κέρδισαν λιγότερο από το ήμισυ της συνολικής τηλεθέασης στις ΗΠΑ, σύμφωνα με έρευνα της Nielsen. Το Netflix και το YouTube κερδίζουν πλέον τη μάχη.
♦ Οι ΗΠΑ έχουν χάσει τα δύο τρίτα των δημοσιογράφων των εφημερίδων τους από το 2005. Το Fox News αποτελεί πλέον έναν εξειδικευμένο ραδιοτηλεοπτικό φορέα για συνταξιούχους.
♦ Πριν από λίγες ημέρες, στη Βρετανία, ο πρώην ηγέτης των Συντηρητικών Ουίλιαμ Χέιγκ σημείωσε σε ένα ρέκβιεμ για τις τοπικές εφημερίδες ότι η άλλοτε κραταιά Birmingham Post, σε μια πόλη 1,15 εκατομμυρίων κατοίκων, το Μπέρμιγχαμ, πουλάει πια μόλις 844 έντυπα αντίτυπα την εβδομάδα…
Διάφορες έρευνες τα τελευταία χρόνια ανέφεραν ότι το κοινό είχε στραφεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μαθαίνει τις ειδήσεις. Στην Ελλάδα, ειδικά την περασμένη δεκαετία της έντονης πολιτικής πόλωσης και της οικονομικής κρίσης, τα social media, κυρίως το Facebook και το Twitter (πλέον X), έγιναν πεδίο αντιπαράθεσης με αφορμή τις ειδήσεις, οι οποίες μπλέκονταν με τα fake news και τις θεωρίες συνωμοσίας.
Εχει αλλαξει κάτι από τότε; Ο Σάιμον Κούπερ σημειώνει στους Financial Times ότι οι πολίτες έχουν όντως μετακινηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ως επί το πλείστον όχι για τις ειδήσεις. Το κλίμα που, κατά τον ίδιο, ενισχύει αυτή την απομάκρυνση είναι το εξής: «Γιατί να αφήνετε δημοσιογράφους που δεν εμπιστεύεστε να σας μιλούν για πολιτικούς που δεν εμπιστεύεστε;»
Το κλίμα αυτό ταιριάζει γάντι στις επιδιώξεις του Ντόναλντ Τραμπ, που το πριμοδοτεί καθημερινά. Αλλωστε εξελέγη το 2016 πρόεδρος των ΗΠΑ κάνοντας κατά μέτωπο επίθεση στα ενημερωτικά δίκτυα, όπως το CNN.
Η Meta, μητρική εταιρεία των Facebook και Instagram, γνωστοποιεί ότι οι ειδήσεις αντιπροσωπεύουν πλέον λιγότερο από το 3% όσων βλέπουν οι χρήστες στη μεγαλύτερη πλατφόρμα της, το Facebook. Οσο για το Instagram, έχει πλέον απομακρυνθεί από τις ειδήσεις.
Η εξέλιξη αυτή επηρεάζει και την πολιτική. Για παράδειγμα, οι πολιτικοί αναλυτές αναρωτιούνται γιατί οι ψηφοφόροι δεν αποδίδουν εύσημα στον πρόεδρο Μπάιντεν για τη βελτίωση της οικονομίας. Η απάντηση, κατά τους FT, είναι ότι λίγοι ψηφοφόροι κοιτάζουν πλέον τις οικονομικές στατιστικές.
Μόνο τα θεαματικά ειδησεογραφικά βίντεο αγγίζουν το απολίτικο κοινό. Για παράδειγμα, όσα συνέβησαν με τα κύματα των μεταναστών στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, μια θεματική στην οποία επενδύει σταθερά ο Τραμπ λέγοντας ότι ανάμεσά τους βρίσκονται «βιαστές» και άτομα που το έσκασαν από τις φυλακές και τα ψυχιατρεία.
Ο Σάιμον Κούπερ εκτιμά ότι τελικά λίγα σοβαρά ειδησεογραφικά μέσα θα επιβιώσουν, και αυτά ως εκδόσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Το περιεχόμενό τους αφορά κυρίως μορφωμένους άνδρες με πολωμένες απόψεις, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Reuters. Οι πολιτικοί, προσθέτει ο αρθρογράφος των FT, εστιάζουν ακόμη δυσανάλογα σε αυτή την ομάδα, αγνοώντας το απαθές mainstream. Με εξαίρεση, θα προσέθετε κανείς, τους λαϊκιστές νέου τύπου, όπως ο Τραμπ και ο Χαβιέρ Μιλέι, ο πρόεδρος της Αργεντινής με το πριόνι.
«Θαυμάζουμε τους Ρώσους, που είναι απενεργοποιημένοι και ακινητοποιημένοι, ενώ η κυβέρνησή τους διαπράττει φρικαλεότητες. Αυτό θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς πολύ σύντομα» σχολιάζει κλείνοντας ο Σάιμον Κούπερ.