«Ο Χανς Κάστορπ είδε ό,τι ήταν αναμενόμενο να δει, που όμως η θέα του δεν είναι για τον άνθρωπο και που ποτέ του δεν είχε σκεφτεί πως θα έβλεπε: είδε μέσα στον ίδιο του τον τάφο. Είδε, με τη δύναμη του φωτός, προκαταβολικά το ύστερο αποτέλεσμα της σήψης, το σαρκίο μέσα στο οποίο ζούσε αποσυντεθειμένο, καταβροχθισμένο, διαλυμένο σε ασήμαντη ομίχλη, και μέσα του τον λεπτομερώς τορνεμένο σκελετό του δεξιού χεριού του, με το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο, κληροδοτημένο από τον παππού του…».
Είναι πιθανότατα η πρώτη φορά που η ακτινογραφία ως εφεύρεση μπαίνει μέσα σε ένα ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, και αυτό χάρη στη δημιουργική φαντασία του Τόμας Μαν, ο οποίος είδε στην ασπρόμαυρη πλακέτα την εσωτερική ψυχή και τον θάνατο του ανθρώπου. Η σκηνή είναι τόσο κομβική που τη χρησιμοποιεί 97 χρόνια μετά στη δική του μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μαν («Ο μάγος», εκδ. Ικαρος, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου) ο σπουδαίος Κολμ Τομπίν. Αυτή τη φορά είναι ο ίδιος ο γερμανός συγγραφέας που βγάζει ακτινογραφία θώρακος για μια σκιά που έχει εμφανιστεί στον πνεύμονα: «Οταν ήρθε η σειρά του Τόμας να αντικρίσει τον εαυτό του, είχε την αίσθηση ότι έμπαινε σε κάποιον κρυφό ιερό τόπο, σ’ ένα άδυτο… Και αμέσως μετά είδε το δικό του σώμα όπως θα ήταν στον τάφο».
Προφανώς αυτή δεν είναι η μόνη στιγμή στην παγκόσμια λογοτεχνία που ένας νεότερος συγγραφέας επιστρέφει σε ένα βιβλίο τόσο σημαντικό όσο το «Μαγικό Βουνό», το οποίο εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1924, ενώ ο Τόμας Μαν είχε ξεκινήσει τη συγγραφή του το 1912. Εμπνευση τότε ήταν οι εντυπώσεις του από την επίσκεψη στη σύζυγό του Κάτια, η οποία νοσηλευόταν σε σανατόριο στο Νταβός.
Εκείνη την εποχή, τον Μάιο και Ιούνιο του 1912, ο Μαν γνώρισε την ιατρική ομάδα του ιδρύματος, έζησε την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά του, ενώ και εκείνος διαγνώστηκε με λοίμωξη από φυματίωση. Τελικά οι εντυπώσεις αυτές αποτέλεσαν τη βάση μόνο για το πρώτο κεφάλαιο («Η άφιξη») του τελικού ολοκληρωμένου έργου, το οποίο έφτασε τις 1.000 σελίδες.
Θα έμενε από τότε ως μια αναδρομή στην ευρωπαϊκή Ιστορία –κατακερματισμένη ηθικά και πολιτισμικά–, ένα σχόλιο για τη θνητότητα του ανθρώπου μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο, ένα πείραμα για την ελευθερία του ίδιου του συγγραφέα και μια προβολή αυτού που ο Μαν έβλεπε ως απειλή του μέλλοντος: τον φονικό αυταρχισμό που θα κατέστρεφε την πατρίδα του.
Εκτοτε το ογκώδες βιβλίο πέρασε στη μυθολογία της λογοτεχνίας ως «μείξη δαντικής αλληγορίας και ευρωπαϊκού ρεαλισμού, μυθιστορήματος ενηλικίωσης και φάρσας», όπως σημειώνει η A.S.Byatt. O αντιήρωάς μας, Χανς Κάστορπ, εγκλωβίζεται στο σανατόριο του θανάτου ενώ γύρω του παρελαύνει το μακάβριο προσωπικό του. Μετά την επίσκεψή του στον ξάδερφό του Γιοάχιμ θα μείνει εκεί όχι τρεις εβδομάδες, όπως υπολόγιζε αρχικά, αλλά επτά χρόνια, έως τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου.
Χάνει την αίσθηση του χρόνου, το ρολόι του οποίου χτυπάει μόνο ως εσωτερική αίσθηση (άλλο ένα «δάνειο» που θα πάρουν πολλοί επίγονοι του Τόμας Μαν). Η υγεία και η ασθένεια θα είναι αλληλένδετες, το ίδιο και οι ιδέες με τη φθορά, ο έρωτας με τον θάνατο (ειδικά ο πρώτος κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπο της νεαρής Ρωσίδας Κλάβντια Σοσά). Το πάθος κάποτε σβήνει, αλλά είναι ήδη σημαντικό ότι η καρδιά χτυπούσε παθιασμένη. Το απολλώνειο και το διονυσιακό στοιχείο παλεύουν λυσσαλέα, ακριβώς όπως οι φορείς ιδεών μέσα στην Ευρώπη, η οποία σχηματίζεται ακριβώς από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της.
Το μυθιστόρημα, ωστόσο, παραμένει «σύγχρονό» μας και για έναν λόγο ξεχωριστό. Γιατί οι εφιάλτες από τη βία του παρελθόντος, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε εν μέρει η ενωμένη Ευρώπη, ξύπνησαν και επανέρχονται με δριμύτητα στην εποχή μας. Γι’ αυτό και αποσπάσματα όπως αυτό κοντά στο τέλος του «Μαγικού Βουνού» διαβάζονται με καινούρια πνοή. Είναι το βαλτώδες δάσος που πρέπει να διασχίσουν οι νέοι στρατιώτες, καθώς ο Χανς Κάστορπ έχει κατεβεί από το βουνό και φτάνει στα πεδινά:
«Πρέπει να το περάσουν τα τρεις χιλιάδες ξαναμμένα παιδιά, πρέπει να κρίνουν, σαν ενισχύσεις με τις λόγχες τους, την έκβαση της εφόδου στα χαρακώματα μπρος και πίσω από τη λοφοσειρά, στα φλεγόμενα χωριά, και να βοηθήσουν να οδηγηθεί μέχρι ένα ορισμένο σημείο, όπως ορίζεται στη διαταγή… Πλημμυρίζουν κιόλας τη βροχομαστιγωμένη γη, τον αμαξιτό δρόμο, το μονοπάτι, τα λασπωμένα χωράφια… Πέφτουν κάτω όταν ουρλιάζουν τα βλήματα, για να τιναχτούν πάλι όρθιοι και να συνεχίσουν βιαστικοί με νεανικά βραχνές κραυγές ενθάρρυνσης επειδή δεν χτυπήθηκαν… Παρατηρώντας τους θα μπορούσε κανείς, ανθρωπιστικά και χαμένος στο ωραίο, να ονειρευτεί και άλλες εικόνες. Θα μπορούσε να τους φανταστεί να οδηγούν και να λούζουν άλογα σε έναν θαλασσινό όρμο, να περπατούν με την αγαπημένη τους στο ακρογιάλι. Αντί γι’ αυτά, είναι πεσμένοι εδώ με τη μύτη στην πύρινη βρομιά». Να πώς χάνεται και πάλι ο χρόνος από το 1924 στο 2024.
Το «Μαγικό Βουνό» κυκλοφορεί σε επετειακή έκδοση από τις εκδ. Μεταίχμιο, στη μετάφραση του Θόδωρου Παρασκευόπουλου (η ίδια με του «Εξάντα» το 1995).