Ενα δημοσίευμα της Washington Post θέτει στο τραπέζι έναν νέο κύκλο συνομιλιών. Ανάμεσα στο γενικότερο θέμα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και του περιορισμού της μόλυνσης του περιβάλλοντος που αυτά ευαγγελίζονται, εγείρεται το ζήτημα των μικροσωματιδίων που αφήνουν πίσω τους η κύλιση των ελαστικών και το φρενάρισμα.
Μάλιστα, γράφεται ότι, καθώς οι κλασικοί θερμικοί κινητήρες γίνονται όλο και πιο καθαροί, και καθώς επίσης υποτίθεται ότι οι ηλεκτροκινητήρες είναι απαλλαγμένοι από τις εκπομπές εξάτμισης (που ούτως ή άλλως δεν έχουν), η επιβάρυνση από τη χρήση και φθορά των ελαστικών και των συστημάτων πέδησης είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Ωστόσο, για τους κινητήρες, ως γνωστόν, υπάρχει τυπικός τρόπος μέτρησης, σύμφωνα με το πρωτόκολλο WLTP και όποια άλλα εφαρμόζονται διεθνώς. Για τα υπολείμματα γόμας, υγρών φρένων ή πάστας των υλικών τριβής δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχα τόσο αυστηρό.
Μάλιστα, καθώς τα EV (Electric Vehicles) ζυγίζουν έως και 50% περισσότερο από τα λεγόμενα «συμβατικά», θεωρείται πως η επιβάρυνση για το περιβάλλον από τη χρήση τους θα είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς τόσο τα λάστιχά τους όσο και τα υπερμεγέθη, συνήθως, φρένα τους (απαραίτητα για να σταματούν επαρκώς την αυξημένη αδράνειά τους) δέχονται περισσότερο φορτίο.
Πάντως, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ήδη σχετικές μετρήσεις σε κεντρικά σημεία της Καλιφόρνιας έχουν αποκαλύψει επιβαρυμένη μόλυνση από τα μικροσωματίδια των ελαστικών και των φρένων, παρά από τις εκπομπές ρύπων από τους ίδιους τους κινητήρες. Για παράδειγμα, έχει σημειωθεί ότι το ποσοστό μόλυνσης είναι διπλάσιο από ό,τι εκλύεται από κινητήρες βενζίνης και ντίζελ. Μάλιστα, όσο πιο «καθαρά» θα γίνονται τα αυτοκίνητα, τόσο πιο αυξημένες θα είναι οι σχετικές διαφορές.
Σε ανάλογο πνεύμα, μια εταιρεία ερευνών στη Μ. Βρετανία, η Emission Analytics, υποστηρίζει πως τα λάστιχα των αυτοκινήτων παράγουν μέχρι 2.000 φορές περισσότερη μόλυνση σε μικροσωματίδια από όσο οι ίδιες οι εξατμίσεις. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της, κάποια από αυτά είναι καρκινογόνα και συχνά καταλήγουν στον υδροφόρο ορίζοντα ή στο ίδιο το έδαφος. Αναγνωρίζεται, πάντως, ότι δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένη εικόνα για το πόσες συγκεντρώσεις αυτών των υλικών καταλήγουν όντως σε ανθρώπινους ή ζωικούς οργανισμούς.
Ευαισθητοποιημένες από τέτοιου είδους ευρήματα, μερικές εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Goodyear, εξερευνούν τις δυνατότητες αξιοποίησης βιώσιμων υλικών για την κατασκευή ελαστικών, ανακοινώνοντας προγράμματα εκατομμυρίων δολαρίων.
Τέλος, επ’ αυτού γίνεται λόγος τελευταία για ένα φυτό, το «αγριοραδίκι της Ρωσίας», που αναφύεται κυρίως στο Καζακστάν και το οποίο καλλιεργείται συστηματικά πλέον σε φάρμες του Οχάιο. Θεωρείται πως αυτό το φυτό μπορεί να παρέχει υψηλής ποιότητας γόμα, με επιπλέον πλεονέκτημα ότι μπορεί να θερίζεται κάθε έξι μήνες, σε σχέση με τη συνήθη βάση των επτά ετών που αποδίδουν τα δέντρα με καουτσούκ.