Πριν από τέσσερα και πλέον χρόνια η παγκόσμια οφθαλμιατρική κοινότητα προετοιμαζόταν να εορτάσει το 2020 ως έτος αφιερωμένο στην τέλεια όραση. Ο SARS-CoV-2 ανέτρεψε όχι μόνον εκείνα τα σχέδια, αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε –κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά– τον κόσμο γύρω μας. Και αυτό διότι, τεκμηριωμένα, εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά η όραση παιδιών και ενηλίκων επιδεινώθηκε δραματικά, με τους ειδικούς να δείχνουν ως βασικό υπεύθυνο τον εγκλεισμό και τη συνεπακόλουθη προσήλωση στις οθόνες.
Ιδού και οι πλέον πρόσφατες αποδείξεις: Περισσότερα από ένα στα τρία παιδιά και έφηβοι παγκοσμίως έχουν μυωπία, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της. Και οι προβλέψεις είναι ακόμη πιο αποκαρδιωτικές, καθώς εκτιμάται ότι αναμένεται να υπάρξουν περισσότερες από 740 εκατομμύρια περιπτώσεις μυωπίας παγκοσμίως μέχρι το 2050.
Οπως αναφέρει πρόσφατο δημοσίευμα του Guardian, τα ευρήματα αυτά πυροδότησαν τις επιστημονικές εκκλήσεις για μείωση του χρόνου που περνούν τα παιδιά μπροστά στην οθόνη και για αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.
Τι είναι η μυωπία και πώς εκδηλώνεται;
H μυωπία είναι μια πάθηση των ματιών εξαιτίας της οποίας κάποιος δεν μπορεί να δει καθαρά τα μακρινά αντικείμενα. Εξού και τα μικρά παιδιά που την αναπτύσσουν υιοθετούν… ύποπτες συνήθειες ή συμπεριφορές, όπως π.χ. να κρατούν κοντά στο πρόσωπο τους αντικείμενα για να τα βλέπουν καλύτερα ή παρακολουθούν τηλεόραση από απόσταση… αναπνοής. Επίσης, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να παρατηρήσουν ότι ένας μαθητής μπορεί να διαβάσει τον πίνακα στην τάξη μόνο όταν κάθεται στο μπροστινό θρανίο, αλλά όχι όταν βρίσκεται στη… γαλαρία», εξηγεί στον Guardian η δρ Ανγκρετ Ντάλμαν – Νουρ, παιδο-οφθαλμίατρος στο οφθαλμιατρείο Moorfields.
Πότε πρέπει να πάμε το παιδί στον οφθαλμίατρο;
«Τα παιδιά», όπως έχει επισημάνει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, «συχνά δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν πρόβλημα όρασης, διότι δεν κατανοούν πως θα έπρεπε φυσιολογικά να βλέπουν. Για αυτό τον λόγο συνιστάται να αρχίζει νωρίς στη ζωή ο προληπτικός έλεγχος της όρασης. Επιπρόσθετος λόγος για το συστηματικό οφθαλμολογικό τσεκάπ από μικρή ηλικία είναι το γεγονός ότι πολλές θεραπείες είναι πιο αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται νωρίς».
Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τον περιοδικό προληπτικό έλεγχο των ματιών και της όρασης ορίζουν πως στην προσχολική ηλικία πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε τρεις έλεγχοι. Ο πρώτος γίνεται στη νεογνική ηλικία από τον παιδίατρο, ο οποίος κάνει την πρώτη οφθαλμολογική εκτίμηση και αναζητά προβλήματα όπως ο στραβισμός και η αμβλυωπία. Ο δεύτερος γίνεται σε ηλικία περίπου 3 ετών από τον παιδο-οφθαλμίατρο και ο τρίτος όταν το παιδί αρχίσει το σχολείο (σε ηλικία 5 ή 6 ετών).
Εάν έως αυτή την ηλικία, το παιδί δεν αντιμετωπίζει οφθαλμολογικό πρόβλημα, συνιστάται επανέλεγχος κάθε 1 ή 2 χρόνια, ειδάλλως με τη συχνότητα που ορίζει ο παιδο-οφθαλμίατρος.
Στην εφηβεία συνιστάται να γίνεται προληπτικός έλεγχος μία φορά τον χρόνο ή συχνότερα εάν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό οφθαλμικών παθήσεων ή αν ο έφηβος αντιμετωπίζει οφθαλμολογικό πρόβλημα. Αυτό είναι απαραίτητο διότι τα αδιάγνωστα προβλήματα όρασης στην εφηβεία μπορεί να δημιουργήσουν και προβλήματα συμπεριφοράς, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες.
Πώς αντιμετωπίζεται η μυωπία;
Η διόρθωση της όρασης γίνεται κατά κανόνα με χρήση γυαλιών ή φακών επαφής, όμως συχνά η πάθηση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Οπως εξηγεί στον Guardian ο καθηγητής Κρις Χάμοντ, παιδο-οφθαλμίατρος στο Νοσοκομείο «Guy’s and St Thomas» του Λονδίνου, η εκθετική αύξηση της μυωπίας και η χρήση χοντρών οφθαλμικών φακών έχουν συσχετιστεί με σοβαρά οφθαλμικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή.
Ο καθηγητής διευκρινίζει ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η εμφάνιση της μυωπίας διαγιγνώσκεται μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Τα καλά νέα, όπως σημειώνει στο ίδιο δημοσίευμα του Guardian, είναι ότι υπάρχουν πλέον θεραπείες που στοχεύουν στον έλεγχο της εξέλιξης της μυωπίας και σε αυτές περιλαμβάνεται η ορθοκερατολογία – μια μη επεμβατική μέθοδος που εστιάζει στη χρήση ειδικών φακών τη νύχτα, κατά τον ύπνο, με αποτέλεσμα οι πάσχοντες να μη φορούν γυαλιά κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Επίσης, μια νέα θεραπευτική προσέγγιση που έχει έρθει και στη χώρα μας είναι οι σταγόνες ατροπίνης, που φαίνεται να επιβραδύνουν την εξέλιξη της μυωπίας στις μικρές ηλικίες.
Πόσο στενή είναι η σχέση της μυωπίας με τις οθόνες;
«Ιδιαίτερα στενή» είναι η απάντηση των ειδικών, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και κατά την πανδημία. Ενδεικτικά αναφέρεται μελέτη που έδειξε ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, όταν δηλαδή επιβλήθηκαν και τα πρώτα lockdown, ήταν αυξημένες στην Κίνα οι διαγνώσεις μυωπίας σε παιδιά ηλικίας 6-8 ετών, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιόδους από το 2015 έως το 2019.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο δρ Κανελλόπουλος σε άρθρο του σχετικά με τα παιδιά που περνούν πολύ χρόνο στις οθόνες και λιγότερο σε εξωτερικούς χώρους, «o συνδυασμός αυτός μπορεί να έχει επιπτώσεις κατ’ αρχάς στην οπτική οξύτητα, η οποία φθάνει στην πλήρη ανάπτυξή της σε ηλικία περίπου 8 ετών. Δίχως επαρκή οπτικά ερεθίσματα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής, το παιδί μπορεί να έχει μόνιμη διαταραχή στην όρασή του».
Κρίσιμα ωστόσο για την ανάπτυξη των ματιών είναι και τα επόμενα χρόνια. «Τα μάτια μεγαλώνουν και αλλάζουν σχήμα έως την ηλικία των 20-21 ετών», εξηγεί ο καθηγητής. «Επομένως, οτιδήποτε εμποδίζει την έκθεση σε πολλά και διαφορετικά οπτικά ερεθίσματα, μπορεί να τα πλήξει».
Γνωρίζουμε τα πάντα για τη μυωπία;
«Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου αλλά και για νεότερες, αποτελεσματικότερες θεραπείες, δεδομένου ότι οι τρέχουσες επιβραδύνουν την εξέλιξη της μυωπίας μόνο κατά περίπου 50%-60% κατά μέσο όρο», σημειώνει ο δρ Χάμοντ στον Guardian. Και συνεχίζει: «Τέλος, δεν έχουμε ακόμη αποτελεσματικές θεραπείες για τη μακροπρόθεσμη απώλεια όρασης που βιώνουν τα άτομα με υψηλή μυωπία καθώς μεγαλώνουν».
Οι γονείς τι μπορούν να κάνουν;
«Η σύσταση είναι να περνούν τα παιδιά τουλάχιστον 14 ώρες την εβδομάδα έξω από το σπίτι, για να αθληθούν ή να παίξουν. Πολλοί ειδικοί συνιστούν, επίσης, η χρήση οθόνης να αποφεύγεται σε παιδιά κάτω των δύο ετών, να περιορίζεται σε μία ώρα την ημέρα μέχρι την ηλικία των πέντε ετών και στη συνέχεια σε δύο ώρες την ημέρα, μέχρι την ηλικία των 12 ετών», λέει ο δρ Χάμοντ.
Επιπρόσθετα, «όταν χρησιμοποιούν οθόνες για το διάβασμα, οι μαθητές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να κάνουν διαλείμματα κάθε 20 λεπτά». Ο ίδιος τονίζει, εν τούτοις, ότι οι καλές συνήθειες ξεκινούν από την οικογένεια, γι’ αυτό και προτρέπει τους γονείς να οργανώνουν όσο το δυνατόν συχνότερα δραστηριότητες στην ύπαιθρο.