Επί ηγεσίας Σι Τζινπίνγκ οι ΗΠΑ έπαψαν σταδιακά να είναι για τους Κινέζους ο «επίγειος παράδεισος», τον οποίο μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν την εποχή του Μάο | CreativeProtagon
Θέματα

Γιατί οι ΗΠΑ δεν είναι πια για τους Κινέζους «η όμορφη χώρα»

Ο θαυμασμός σε βαθμό λατρείας για κάθε τι αμερικανικό στην Κίνα ήταν επί δεκαετίες ένα «κρυφό όπλο» διείσδυσης των ΗΠΑ στην κινεζική κοινωνία και οικονομία. Ονομαζόταν «ήπια δύναμη». Πλέον, όμως, η παλιά εκείνη λάμψη έχει ξεθωριάσει. Και οι ρίζες αυτής της αλλαγής βρίσκονται στον γενικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων
Protagon Team

Δεν πάει πολύς καιρός από την εποχή που οι Κινέζοι παντρεύονταν στα McDonald’s και έκαναν ουρές για να αγοράσουν το τελευταίο μοντέλο παπουτσιών της Nike ή το νέο iPhone. Η Αμερική στα κινέζικα λέγεται «Meiguo», που σημαίνει «όμορφη χώρα». Κάθε τι αμερικανικό φάνταζε πανέμορφο στα μάτια της αναδυόμενης μεσαίας τάξης της Κίνας και, όπως αστειεύονταν κάποιοι, «ακόμη και το φεγγάρι είναι πιο μεγάλο στις ΗΠΑ».

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει πολύ, σύμφωνα με την Washington Post, που προσπαθεί να εξηγήσει τη μεταστροφή. Η Meiguo αναφέρεται πλέον ως Meidi από πολλούς Κινέζους, λέξη που σημαίνει «ο όμορφος ιμπεριαλιστής». Τα Starbucks ερημώνουν, καθώς οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράσουν τον λάτε τους από την κινεζική αλυσίδα Luckin και κάνουν ουρές για να αγοράσουν το Mate 60 Pro της Huawei αντί για οποιαδήποτε συσκευή της Apple. Το δε φεγγάρι, τους φαίνεται εξίσου μεγάλο και πάνω από τη χώρα τους.

Η Τρέισι Λιού, μια 30χρονη μεταφράστρια από τη Σαγκάη, το θέτει ως εξής: «Κάποτε νιώθαμε ότι οι αμερικανικές μάρκες ήταν πιο κουλ. Τώρα όλοι κυνηγάμε τις εγχώριες».

Κινέζοι αναμένουν σε μια ατέλειωτη ουρά για να μπουν στο πρώτο κατάστημα McDonald’s που λειτούργησε στο Πεκίνο, στις 23 Απριλίου 1992 (Forrest Anderson/Liaison)

Ο θαυμασμός σε βαθμό λατρείας για κάθε τι αμερικανικό στην Κίνα ήταν επί δεκαετίες ένα «κρυφό όπλο» διείσδυσης των ΗΠΑ στην κινεζική κοινωνία και οικονομία. Ονομαζόταν «ήπια δύναμη». Πλέον, όμως, η παλιά εκείνη λάμψη έχει ξεθωριάσει. Και δεν είναι τυχαίο γεγονός.

Η αλλαγή αυτή έρχεται καθώς το Πεκίνο αυξάνει εκθετικά τις στρατιωτικές και τεχνολογικές του ικανότητες, αλλά και καθώς οι ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα θα χρησιμοποιήσει κάθε πιθανή τακτική προκειμένου να κάνει πραγματικότητα το όραμα του ηγέτη της Σι Τζινπίνγκ: έναν κόσμο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα είναι ίσες.

Αυτές οι δύο τάσεις ωθούν τις χώρες πιο μακριά τη μία από την άλλη και πιο κοντά στη σύγκρουση.

«Αν θέλετε να αποφύγετε τον πόλεμο και να διαχειριστείτε ένα κοινό πρόβλημα όπως το κλίμα, ένας βαθμός ήπιας δύναμης βοηθάει και τις δύο χώρες» λέει στην Post ο Τζόζεφ Νάι, πρώην κοσμήτορας της Σχολής Διακυβέρνησης Κένεντι του Χάρβαρντ, ο οποίος χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «ήπια δύναμη» τη δεκαετία του 1990 και υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, με αρμοδιότητα την Κίνα.

«Εάν υπάρχει αμοιβαία επιθυμία να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, τότε ο βαθμός στον οποίο η Κίνα είναι ελκυστική στις ΗΠΑ και ο βαθμός στον οποίο οι ΗΠΑ είναι ελκυστικές στην Κίνα μπορεί να είναι επωφελής και για τις δύο χώρες, επειδή αμφότερες χρειάζονται μια ατμόσφαιρα που να ενθαρρύνει τη συνεργασία» συμπλήρωσε.

Κατάστημα της κινεζικής εταιρείας τεχνολογίας Huawei στη Σαγκάη. Σήμερα οι Κινέζοι σπεύδουν να αγοράσουν το Mate 60 Pro της Huawei, αντί οποιουδήποτε προϊόντος της Apple (EPA/ALEX PLAVEVSKI)

Η αλλαγή του αισθήματος απέναντι στις ΗΠΑ, που παρατηρείται πλέον στην Κίνα, πιθανότατα έχει τις ρίζες της στον γενικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Σχετικές έρευνες είναι δύσκολο να διεξαχθούν στην ασιατική χώρα, αλλά όσες έχουν γίνει δείχνουν υποχώρηση των θετικών απόψεων για τις ΗΠΑ.

«Είναι μια αλλαγή παραδείγματος» λέει ο Ντα Γουέι, διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας και Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Τσίνγκουα. «Η εικόνα των ΗΠΑ στην Κίνα είναι πολύ κακή σήμερα. Είναι ίσως η χειρότερη των τελευταίων 40 ετών, από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών» εκτιμά.

Η αποδυνάμωση της αμερικανικής ήπιας δύναμης στην Κίνα συμπίπτει με μια Κίνα που γίνεται όλο και πιο δυνατή και πλουσιότερη, και εργάζεται για να δημιουργήσει τη δική της πολιτιστική σφραγίδα.

Ο Σι χρησιμοποιεί αυτές τις αλλαγές για να εξυμνήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κινεζικού συστήματος, προσπαθώντας να τονώσει τον εθνικισμό μέσω αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «πολιτιστική εμπιστοσύνη», ένα είδος ήπιας δύναμης που ασκείται στο εσωτερικό και προωθεί την κινεζική κουλτούρα έναντι των Δυτικών επιρροών.

Ο κινέζος πρόεδρος, σε ομιλίες του που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος τον Απρίλιο, ζήτησε την ενίσχυση «της πολιτιστικής αυτοπεποίθησης, ώστε να επιταχυνθεί η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής πολιτιστικής δύναμης», προσθέτοντας ότι «είναι απαραίτητο να καθοδηγούνται οι άνθρωποι, ώστε να έχουν σωστή αντίληψη της Ιστορίας, του έθνους και του πολιτισμού».

«Ενας από τους κεντρικούς ισχυρισμούς που χρησιμοποιεί το ΚΚΚ για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του είναι ότι μόνο αυτό μπορεί να σώσει την Κίνα και να την κάνει ισχυρή ξανά. Ενα μεγάλο μέρος αυτής της ρητορικής είναι ο αντιαμερικανισμός» αναφέρει στην Post ο Πίτερ Γκρίς, καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. «Επομένως, το να είναι η Κίνα καλύτερη από την Αμερική έχει γίνει κεντρικό ζητούμενο στην αξίωση του ΚΚΚ να κυβερνά».

Σήμερα τα κινεζικά ΜΜΕ μιλούν διαρκώς για τον «μύθο της αμερικανικής δημοκρατίας» και καλύπτουν εκτενώς τους μαζικούς πυροβολισμούς στις ΗΠΑ, την αστυνομική βία, την πολιτική πόλωση και τα προβλήματα δημόσιας ασφάλειας.

Χάνοντας το πλεονέκτημa της ήπιας δύναμής τους στην Κίνα, οι ΗΠΑ χάνουν επίσης ένα σημαντικό εργαλείο έναντι της κινεζικής κυβέρνησης: την ικανότητά τους να απευθύνονται απευθείας στον κινεζικό λαό.

«Ενας κινεζικός πληθυσμός που είναι σε γενικές γραμμές ευνοϊκός προς τις ΗΠΑ αποτελεί τροχοπέδη για ορισμένα από τα πιο επιθετικά μέτρα που θα σκεφτόταν να λάβει η κινεζική κυβέρνηση» λέει στην Post η Τζουντ Μπλάνσετ, η οποία κατέχει την έδρα κινεζικών σπουδών στο Κέντρο Στρατηγικής και Διεθνών Σπουδών. «Εάν οι ΗΠΑ θεωρούνται υποβαθμισμένες στα μάτια του κινεζικού λαού, αυτό λειτουργεί προς όφελος του Σι Τζινπίνγκ» συμπληρώνει.

«Η Ανατολή ανεβαίνει και η Δύση παρακμάζει»

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον θάνατο του κινέζου ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ, το 1976, του οποίου οι ιδεολογικές εκστρατείες απομόνωσαν την Κίνα, ο κόσμος στη χώρα «πεινούσε» για όσα συνέβαιναν στον έξω κόσμο.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μια ολόκληρη γενιά νεαρών Κινέζων είχε μάθει αγγλικά από πειρατικά αντίγραφα της τηλεοπτικής εκπομπής «Τα Φιλαράκια». Ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως ο νομπελίστας Λιού Σιαομπό, έβλεπαν τις ΗΠΑ ως φάρο δημοκρατίας. Ακόμη και τα κινεζικά κρατικά ΜΜΕ συνήθιζαν να αναφέρουν πώς οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν προβλήματα παρόμοια με της Κίνας, όπως η κυβερνητική διαφθορά.

«Υπήρχε ένας ενθουσιασμός για όλα τα Δυτικά πράγματα και για πολλούς η Αμερική συμβόλιζε απόλυτα τη Δύση» λέει ο Γκρις, ο οποίος σπούδασε στο Πεκίνο το 1988 και περιγράφει την τότε εμπειρία του ως Αμερικανός στην Κίνα «σαν να ήμουν διασημότητα».

Ο θαυμασμός για την Αμερική άρχισε να κλονίζεται σοβαρά όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση διέβρωσε την πίστη στο οικονομικό μοντέλο των ΗΠΑ. Κατά την προεδρία Τραμπ, και με το χάος που επικρατούσε στα πρώτα χρόνια της πανδημίας, οι Κινέζοι ηγέτες άρχισαν να διακηρύσσουν με τόλμη ότι «η Ανατολή ανεβαίνει και η Δύση παρακμάζει».

«Η διακυβέρνηση Τραμπ έβαλε πραγματικά το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του κινεζικού θαυμασμού για τις ΗΠΑ» σημειώνει μιλώντας στην Post ο Ντέιβιντ Σάμποου, διευθυντής του Προγράμματος Πολιτικής για την Κίνα στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον. «Πλέον, η απήχηση των ΗΠΑ στους κινέζους αστούς, διανοούμενους και αξιωματούχους είναι ελάχιστη».

Σήμερα οι δυο χώρες συγκρούονται μετωπικά σε πολλά ζητήματα: τους ελέγχους των ΗΠΑ στις εξαγωγές τεχνολογίας στην Κίνα, τα κινεζικά προϊόντα καθαρής ενέργειας που κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές, και την υποστήριξη των ΗΠΑ στον μεγάλο αντίπαλο του Πεκίνου, την Ταϊβάν. Τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και ο Τζο Μπάιντεν έχουν απειλήσει να αυξήσουν τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, εφόσον επανεκλεγούν.

Αυτές οι εντάσεις, καθώς και η σταθερή ροή αναφορών στα εσωτερικά προβλήματα των ΗΠΑ, σημαίνουν ότι σήμερα οι κινέζοι πολίτες «δεν θεωρούν πλέον τις ΗΠΑ ως έχουσες ηθικό πλεονέκτημα, όπως πριν» έγραψε ο δημοφιλής κινέζος μπλόγκερ Chairman Rabbit. «Οι ΗΠΑ αυτοπυροβολήθηκαν στα πόδια και κατέστρεψαν την ήπια δύναμη που δούλεψαν τόσο σκληρά για να οικοδομήσουν στην Κίνα».

Η άνοδος της «κινεζικής κομψότητας»

Με την πτώση της απήχησης των ΗΠΑ έρχεται η άνοδος του «China chic», της κινεζικής κομψότητας, μιας τάσης που ενθαρρύνεται από τις Αρχές και αγκαλιάζεται από ένα κοινό που επιβραβεύει όλο και περισσότερο τις εγχώριες μάρκες έναντι των ξένων. Δημοφιλείς κινεζικές μάρκες μακιγιάζ, όπως η Huaxizi και η Florasis, χρησιμοποιούν την παραδοσιακή κινεζική ιατρική στα προϊόντα τους, προωθώντας τα ως  κλάσεις ανώτερα των Δυτικών.

Οι κινέζοι καταναλωτές που αναζητούν ένα τηλέφωνο υψηλής τεχνολογίας στρέφονται ολοένα και περισσότερο στις εγχώριες μάρκες. Οι πωλήσεις της Apple στην Κίνα μειώθηκαν κατά 19% το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, ενώ της Huawei αυξήθηκαν σχεδόν κατά 70%.

Οι κάποτε κυρίαρχες αμερικανικές τηλεοπτικές εκπομπές και οι ταινίες του Χόλιγουντ δεν αποτελούν πια πόλο έλξης για το πολυπληθές κινεζικό κοινό, που κάποτε παρακολουθούσε μετά μανίας τα «Φιλαράκια», το «The Big Bang Theory» και το «Modern Family».

Πέρυσι, αναλυτές της κινεζικής κινηματογραφικής βιομηχανίας είπαν ότι «η εποχή του Χόλιγουντ τελείωσε» στην Κίνα, αφού οι εγχώριες παραγωγές αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 80% των εσόδων του box office. Αλλωστε οι 10 κορυφαίες ταινίες βάσει εσόδων ήταν κινεζικές, σε αντίθεση με το 2012, όταν οι αμερικανικές ταινίες αντιπροσώπευαν επτά στις 10 κορυφαίες επιτυχίες στο box office της χώρας.

Η καφετέρια «Central Perk», ένα αντίγραφο του διάσημου καφέ από τα «Φιλαράκια», η οποία βρισκόταν στον έκτο όροφο ενός εμπορικού κέντρου στο Πεκίνο, έκλεισε το 2020. Για περισσότερα από δέκα χρόνια υπήρξε το σύμβολο μιας από τις ισχυρότερες πολιτιστικές εξαγωγές των ΗΠΑ στην Κίνα.

Τα «Φιλαράκια» πρόσφεραν τότε μια τόσο δελεαστική γεύση του αμερικανικού τρόπου ζωής, που ο Ντου Σιν παράτησε τη δουλειά του ως μηχανικός για να ξεκινήσει το καφέ. Σήμερα τη θέση του έχει πάρει ένα κατάστημα προϊόντων περιποίησης δέρματος.

«Ολο και λιγότεροι άνθρωποι ήθελαν σταδιακά να πληρώνουν για τη νοσταλγία» σχολίασε ο 45χρονος σήμερα Ντου. Ούτε για τηλεοπτική νοσταλγία, ούτε για τη νοσταλγία του αμερικανικού ονείρου.