Το «αμερικανικό παράδοξο» στον ιατρικό κλάδο έχει ως εξής: οι γιατροί είναι το πιο καλοπληρωμένο επάγγελμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά την ίδια στιγμή η χώρα γνωρίζει μεγάλη έλλειψη ιατρικού προσωπικού…
Ο Economist επικαλείται στοιχεία της Ενωσης Αμερικανικών Ιατρικών Κολεγίων (AAMC) η οποία υπολογίζει ότι σε μια δεκαετία από τώρα η Αμερική θα έχει έλλειψη έως και 124.000 γιατρών.
Αλλά αυτό δεν βγάζει νόημα, για μια χώρα όπου ο μέσος ετήσιος μισθός του γιατρού είναι 350.000 δολάρια, ποσό υψηλότερο από κάθε άλλο επάγγελμα στις ΗΠΑ.
Και βέβαια, οι καλοί μισθοί φέρνουν και μεγάλη ζήτηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Economist, κάθε χρόνο πάνω από 85.000 άτομα δίνουν εξετάσεις εισαγωγής στην Ιατρική, ενώ τουλάχιστον οι μισοί υποψήφιοι των ιατρικών σχολών απορρίπτονται…
Τι συμβαίνει;
Για πολλούς Αμερικανούς, η έλλειψη γιατρών είναι καθημερινότητα. Περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα σε περιοχές χωρίς αρκετούς γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Στην ψυχική υγεία τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: οι μισοί Αμερικανοί ζουν σε μια περιοχή με έλλειψη επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
Οπως το θέτει ο Economist, με λιγότερους από τρεις γιατρούς για κάθε 1.000 άτομα του πληθυσμού, η Αμερική μένει πίσω από τις περισσότερες πλούσιες χώρες, παρά το γεγονός ότι ξοδεύει πολύ περισσότερα για την υγειονομική περίθαλψη.
Το παραπάνω προκύπτει από στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2022 τα οποία δείχνουν ότι την πρωτιά σε ιατρικό προσωπικό κατ’ αναλογία του πληθυσμού κατέχει η Ευρώπη, με τις 6 πρώτες θέσεις στο Top 10 να καταλαμβάνονται από ευρωπαϊκές χώρες.
Πρώτη σε αυτή την κατάταξη εμφανίζεται η Αυστρία με 5,5 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους, ακολουθούν η Γερμανία και η Ισπανία με 4,5, η Ιταλία με 4, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο με περισσότερους από 3 γιατρούς ανά 1.000 άτομα πληθυσμού. Στην 6η θέση βρίσκεται ο Καναδάς (2,8 γιατροί / 1.000 κατοίκους) και στην 7η οι ΗΠΑ. Τη δεκάδα συμπληρώνουν η Ιαπωνία και το Μεξικό με μικρή διαφορά από την Αμερική.
Σε άλλη κατανομή του ΟΟΣΑ, ανά 10.000 πληθυσμού, στην πρώτη τριάδα βρίσκεται η χώρα μας: Πρώτη εμφανίζεται η Πορτογαλία με πάνω από 57 γιατρούς για κάθε 10.000 πληθυσμού και δεύτερη η Ελλάδα με τουλάχιστον 56 γιατρούς στην ίδια πληθυσμιακή αναλογία. Το top3 συμπληρώνει η Γερμανία με περίπου 45 γιατρούς ανά 10.000 κατοίκους. Σε αυτή την κατάταξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να έχουν 27 γιατρούς για κάθε 10.000 κατοίκους. Λιγότερους (στην ίδια αναλογία κατοίκων) έχουν μόνο η Νότια Κορέα, το Μεξικό, η Κολομβία και η Τουρκία
Πώς εξηγείται το παράδοξο; Ή μήπως δεν υπάρχει παράδοξο;
Η γήρανση πληθυσμού θα μπορούσε να εξηγήσει τις ελλείψεις γιατρών στις ΗΠΑ: Καθώς η γενιά των boomers γερνά, αυξάνονται οι ανάγκες περίθαλψης ενώ παράλληλα οι γιατροί της ίδιας γενιάς βγαίνουν στη σύνταξη.
Σύμφωνα με την AAMC, περισσότεροι από 2 στους 5 αμερικανούς γιατρούς θα είναι πάνω από 65 ετών την επόμενη δεκαετία, και η αποχώρησή τους από το σύστημα θα δημιουργήσει ακόμη περισσότερα κενά.
Η πανδημία του κορονοϊού φαίνεται πως άνοιξε την «έξοδο» των γιατρών από το σύστημα υγείας. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση που επικαλείται ο Economist, οι επαγγελματίες υγείας εγκαταλείπουν τη δουλειά τους σε ποσοστό 30% υψηλότερο από ό,τι πριν από την πανδημία και περίπου διπλάσιο από το ποσοστό των εργαζομένων σε όλους τους άλλους κλάδους!
«Οι περισσότεροι γιατροί δεν θα ενθάρρυναν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν τον ίδιο επαγγελματικό δρόμο. Εχει χαθεί η χαρά του επαγγέλματος…» δηλώνει ο Τζέσε Ερενφελντ πρόεδρος του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (American Medical Association).
Μια άλλη, λιγότερη προφανής, εξήγηση για την έλλειψη γιατρών έχει να κάνει με την πορεία προς το επάγγελμα:
Η ιατρική εκπαίδευση στην Αμερική διαρκεί περισσότερο από ό,τι σε πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες: Οι μελλοντικοί γιατροί σπουδάζουν 4 χρόνια για το βασικό πτυχίο και άλλα 4 για το πτυχίο Ιατρικής (στις περισσότερες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, χρειάζονται 6 χρόνια εκπαίδευσης για την Ιατρική). Για την απόκτηση ειδικότητας, οι αμερικανοί γιατροί εκπαιδεύονται από 3 έως 6 χρόνια, ενώ μπορεί να ακολουθήσει και περαιτέρω εξειδικευμένη εκπαίδευση. Τελικά οι γιατροί βγαίνουν στην αγορά εργασίας έπειτα από 12-15 χρόνια σπουδών, συχνά με χρέη (αφού πληρώνουν –με δάνειο– για τις σπουδές τους).
Ο Economist αναφέρει πως σε αυτή τη μακρά διαδρομή, υπάρχουν πολλά εμπόδια που δεν επιτρέπουν σε όλους να «τερματίσουν»:
Στα τέλη του 1980, υπήρξαν προειδοποιήσεις για πλεόνασμα 70.000 γιατρών στις περισσότερες ειδικότητες. Οι αρμόδιοι τότε πρότειναν να μειωθούν οι θέσεις των εισακτέων στις ιατρικές σχολές και να περιοριστούν οι «εισαγωγές» γιατρών από άλλες χώρες.
Οι ιατρικές σχολές μείωσαν τις θέσεις για τα επόμενα 25 χρόνια, παρά την αύξηση της ζήτησης και του πληθυσμού, ο οποίος το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 70 εκατομμύρια.
Περιορίστηκε, φυσικά, και η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για τις θέσεις ειδικευόμενων, αναγκάζοντας τα νοσοκομεία είτε να συρρικνώσουν τα προγράμματα ειδίκευσης είτε να επωμιστούν μέρος του οικονομικού βάρους της εκπαίδευσης των γιατρών τους.
«Δεν μπορούν να γίνουν γιατροί όσοι θα ήταν πρόθυμοι να περάσουν από αυτή την εκπαίδευση και θα μπορούσαν να το κάνουν με επιτυχία», λέει στον Economist ο Τζόσουα Γκότλιμπ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Για να καλυφθούν οι ανάγκες, η Αμερική έχει δώσει μια σειρά από ιατρικές αρμοδιότητες (π.χ. τη συνταγογράφηση φαρμάκων) σε άλλους επαγγελματίες υγείας, όπως οι νοσηλευτές. Ωστόσο, γράφει ο Economist, αν δεν αλλάξει η οργάνωση της ιατρικής εκπαίδευσης, οι ελλείψεις θα παραμένουν και η αγορά εργασίας των γιατρών θα εξακολουθεί να μοιάζει σαν να έχει δημιουργηθεί για… λίγους.