Τρεις εβδομάδες. Ούτε καν τόσες. Οταν δημοσιεύτηκαν την Τρίτη οι τελευταίες δημοσκοπήσεις υπέρ του Τζο Μπάιντεν απέμεναν ως τις κάλπες της 3ης Νοεμβρίου 504 ώρες, οι οποίες όλο και λιγόστευαν. Μαζί τους λιγοστεύει και ο πολιτικός χρόνος του Ντόναλντ Τραμπ να γυρίσει το παιχνίδι στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Κι όμως, παρότι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών βρέθηκε να απολαμβάνει μια διψήφια διαφορά –ο μέσος όρος όλων των εθνικών δημοσκοπήσεων έφθασε στο 10,4% (52,3% έναντι 41,9%)– ο πρόεδρος των ΗΠΑ δικαιούταν να λέει ότι έχει ελπίδες για επανεκλογή.
Κατ’ αρχάς τα βασικά. Τα παναμερικανικά ποσοστά δεν έχουν σημασία. Ή μάλλον έχουν, αλλά όχι τόση όση πιστεύουμε εμείς οι Ευρωπαίοι που έχουμε συνηθίσει σε άλλα, αναλογικότερα εκλογικά συστήματα. Στις ΗΠΑ, για να εκλεγείς πρόεδρος πρέπει να βρεις 270 εκλέκτορες, τους οποίους δίνει ανάλογα με τον πληθυσμό της η κάθε πολιτεία σε αυτόν που λαμβάνει τοπικά το μεγαλύτερο ποσοστό (εξαίρεση οι περιφέρειες της Νεμπράσκα, που όμως είναι αμελητέες και δεν κρίνουν κάτι –παραδοσιακά άλλωστε ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους). Το 2016 η Χίλαρι Κλίντον πήρε συνολικά σχεδόν 3 εκατ. ψήφους περισσότερες (62.984.828 Αμερικανοί ψήφισαν τον Τραμπ και 65.853.514 την Κλίντον), όμως ήταν ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που πήγε στον Λευκό Οίκο με τη χαρακτηριστική μάλιστα άνεση που του παρείχαν οι 304 εκλέκτορες. Τι συνέβη; Ο Τραμπ κέρδισε εκείνες τις συγκεκριμένες πολιτείες που έπρεπε για να εκλεγεί πρόεδρος. Το ίδιο πρέπει να κάνει και τώρα, όπως πρέπει να κάνει και ο Μπάιντεν, ασχέτως αν οι δημοσκόποι πιθανολογούν ακόμα και Δημοκρατικό landlside.
Ενας από τους αναλυτές που πρέπει κανείς να παρακολουθεί στις αμερικανικές εκλογές είναι ο Νέιτ Σίλβερ. Ενας 40άρης νερντ της στατιστικολογίας που ειδικεύεται στο μπέιζμπολ και στις εκλογές. Εγινε διάσημος το 2008, όταν προέβλεψε το αποτέλεσμα στις 49 από τις 50 πολιτείες (εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα) και γιγάντωσε τη φήμη του τέσσερα χρόνια αργότερα (επανεκλογή Ομπάμα) όταν προέβλεψε σωστά το αποτέλεσμα και στις 50 πολιτείες καθώς και στην Περιφέρεια της Κολούμπια. Ο τρόπος του είναι ένα μείγμα γκάλοπ και δημογραφικών στοιχείων. Τον κατηγορούν ότι το 2016 απέτυχε να διαβλέψει το κύμα που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία, όμως και πάλι, το γεγονός ότι έδινε τότε στον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών 30% πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές ήταν καλύτερο ποσοστό από κάθε άλλου εκλογολόγου αναλυτή στις ΗΠΑ.
Τώρα, ο Νέιτ Σίλβερ δίνει στον Ντόναλντ Τραμπ 13% πιθανότητες να επανεκλεγεί. Ο Μπάιντεν έχει 86% πιθανότητες να κερδίσει, ενώ 1% είναι μια ελάχιστα πιθανή εκδοχή όπου ο κάθε υποψήφιος παίρνει 269 εκλέκτορες –τότε τον πρόεδρο αποφασίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε πρώτη ανάγνωση οι 13 στις 100 πιθανότητες του Τραμπ να κερδίσει είναι λίγες. Αλλά παραμένουν πιθανότητες. Υπάρχουν τρεις εβδομάδες ως τις κάλπες και –είπαμε– σημασία έχει τι θα συμβεί σε συγκεκριμένες, όχι πολλές, πολιτείες.
Το ποιες είναι οι καθοριστικές πολιτείες δεν χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση αμερικανικής ιστορίας για να το ξέρεις, θα σου το υποδείξουν κάθε φορά οι ίδιοι υποψήφιοι, με το πού θα ρίξουν το βάρος της εκστρατείας τους, ιδίως τις τελευταίες ημέρες πριν τις κάλπες. Ο Μπάιντεν δεν θα σπαταλήσει χρόνο και χρήμα στην Καλιφόρνια, την έχει εξασφαλισμένη – ούτε και ο Τραμπ θα το κάνει, την έχει σίγουρα χαμένη. Αντιστρόφως ο Τραμπ δεν έχει κανέναν λόγο να διαφημιστεί στην Οκλαχόμα, την έχει στο τσεπάκι του – ενώ ο Μπάιντεν ακόμα και στο μοναδικό σενάριο που θριαμβεύει με 493 εκλέκτορες, τη συγκεκριμένη πολιτεία δεν την κερδίζει. Τοπικοί παράγοντες των δύο κομμάτων μπορεί να συνεχίσουν να κινητοποιούνται υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου για τους δικούς τους λόγους —ο Μπέτο Ο’ Ρουρκ έχει φαγωθεί να φέρει καλό ποσοστό στον Μπάιντεν στο Τέξας, όπου τα ποσοστά του πρώην αντιπροέδρου δεν είναι και άσχημα, αλλά βασικά οι δύο αντίπαλοι κυνηγούν εφέτος κυρίως έξι συγκεκριμένες πολιτείες: Ουισκόνσιν, Πενσυλβάνια, Φλόριντα, Μίσιγκαν, Βόρεια Καρολίνα, Αριζόνα. Πρόσφατα, χάρη στη σχετικά καλή του εμφάνιση στο επεισοδιακό ντιμπέιτ που έγινε στο Κλίβελαντ, ο Μπάιντεν αποφάσισε να δοκιμάσει να διεκδικήσει και το Οχάιο και έχει ελπίδες να το φέρει ξανά στους Δημοκρατικούς, ενώ ο Τραμπ κυνηγά τη Μινεσότα (τελευταία εμφάνισή του πριν νοσήσει), αλλά είναι σαφές πως το παιχνίδι θα κριθεί στις έξι πολιτείες που είπαμε προηγουμένως. Αυτές οι έξι πολιτείες δίνουν συνολικά 111 εκλέκτορες.
Την Τρίτη λοιπόν μια μεγάλη δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos έδωσε στον Μπάιντεν ένα γενναίο προβάδισμα στο Ουισκόνσιν και στην Πενσυλβάνια και χαιρετίστηκε από πολλούς ως πρόκριμα νίκης. Δεν είναι απαραίτητα λάθος ο ενθουσιασμός. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών αύξησε τη διαφορά του, στο 7%, από τον Τραμπ σε δύο πολιτείες που δίνουν συνολικά 30 εκλέκτορες και τις οποίες είχε κερδίσει ο νυν πρόεδρος το 2016. Αν μάλιστα ο Μπάιντεν κερδίσει αυτές τις δύο συγκεκριμένες πολιτείες, μαζί με το Μίσιγκαν όπου με βάση δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας της προηγούμενης εβδομάδας προηγείται με 8%, τότε έχει εξασφαλίσει την προεδρία.
Τότε, πόθεν προκύπτουν οι 13% πιθανότητες του Τραμπ να επανεκλεγεί, που δίνει ο «γκουρού» Νέιτ Σίλβερ; Η πιθανότητα του Τραμπ να κερδίσει τελικά κρύβεται σε αυτό που κάνει εδώ και λίγα 24ωρα, αφότου αυτοανακηρύχθηκε άτρωτος από τον κορονοϊό. Για τον Τραμπ ο κορονοϊός δεν υπάρχει –«θέλω να σας φιλήσω ρουφηχτά όλους, και γυναίκες και άνδρες», φώναζε στην προεκλογική του ομιλία στο Σάνφορντ της Φλόριντα και αυτό υπό τους ήχους τραγουδιών των Village People, ίσως να ακούστηκε κάπως, αλλά υποδηλώνει κάτι άλλο: αν δεν υπάρχει ο κορονοϊός για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, δεν υπάρχει ούτε και για τις ΗΠΑ. Οι παραλληρούντες οπαδοί του που δεν φορούσαν μάσκες το «επιβεβαίωσαν».
Αυτό θα είναι το προεδρικό αφήγημα των επόμενων εβδομάδων. Επικίνδυνο; Ασφαλώς. Είτε το θέλει ο Τραμπ είτε όχι, ο κορονοϊός υπάρχει, έχει σκοτώσει 215.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ και συνεχίζει να σκοτώνει εκατοντάδες κάθε μέρα. Αλλά για τον Τραμπ δεν θα υπάρχει. Και αυτήν του τη στρεβλή βεβαιότητα θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να μεταλαμπαδεύσει στους αμερικανούς ψηφοφόρους. Ο λόγος δεν είναι ότι ο Τραμπ είναι τρελός, μπορεί και να είναι, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ο λόγος είναι ότι εκεί έχει βρει μια ρωγμή στο μέτωπο νίκης που έχει δημιουργήσει ο Μπάιντεν. Και παραδόξως αυτό το δείχνουν και οι άκρως ενθαρρυντικές για τον υποψήφιο των Δημοκρατικών δημοσκοπήσεις.
Ο Μπάιντεν προηγείται στο Μίσιγκαν με 8% όντως. Ομως στο ερώτημα ποιος είναι καλύτερος να διαχειριστεί την οικονομία ο Τραμπ προηγείται με πέντε μονάδες –και το Μίσιγκαν είναι κατ’ εξοχήν πολιτεία του «μπλε κολάρου», των εργατών.
Ο Μπάιντεν προηγείται με πέντε μονάδες και στη Φλόριντα (με βάση πιο πρόσφατη δημοσκόπηση, του κολεγίου Εμερσον το προβάδισμά του βρίσκεται στο 2%), όμως στο ερώτημα ποιος θα πάει καλύτερα την οικονομία την επόμενη τετραετία και πάλι το 49% απαντά ο Τραμπ, έναντι 45% για τον πρώην αντιπρόεδρο.
Ιδια ποιοτικά χαρακτηριστικά και στις δημοσκοπήσεις στην Αριζόνα, στη Βόρεια Καρολίνα και στις τελευταίες στην Πενσυλβάνια και στο Ουισκόνσιν. Ολες αυτές οι πολιτείες δίνουν το 41% των απαιτούμενων εκλεκτόρων και σε όλες αυτές οι ψηφοφόροι θεωρούν τον Τραμπ ιδανικότερο για να χειριστεί την οικονομία (και χειρότερο να αντιμετωπίσει την πανδημία, αλλά αυτό το ξέρουμε).
Το στοίχημα μοιάζει σχεδόν απλό. Σε αυτές τις έξι πολιτείες τουλάχιστον, ο Τραμπ πρέπει να πείσει τον κόσμο ότι σημασία δεν έχει ο κορονοϊός –«ο κορονοϊός θα εξαφανιστεί, έχει ήδη αρχίσει να εξαφανίζεται» είπε πρόσφατα– και ότι σημασία έχει μόνο η οικονομία. «It’ s the economy, stupid», δεν έλεγε και ο Κλίντον;
Δεν χρειάζεται να πείσει πολλούς, τρεις στους 100 σε κάποιες πολιτείες, όπως η Φλόριντα, για να μπορέσει να γυρίσει το παιχνίδι. Το τίμημα για τη δημόσια υγεία θα είναι τεράστιο, αλλά προφανώς τον Τραμπ δεν τον νοιάζουν τέτοια πράγματα –επί των ημερών του οι ΗΠΑ θρηνούν περισσότερους νεκρούς από τον Αμερικανικό Εμφύλιο, αλλά αυτός το παίζει άτρωτος, ενώ ο Λευκός Οίκος έγινε cluster της επιδημίας. Τον νοιάζει η νίκη. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν σε αυτές τις τρεις εβδομάδες θα προλάβει να πείσει αυτούς τους τρεις στους 100. Α, ναι. Και να μην ξανακολλήσει κορονοϊό…