Από τη σκοπιά του Σι, ο Τραμπ είναι λιγότερο απειλητικός από τον Μπάιντεν, αλλά και πολύ πιο διαχειρίσιμος | CreativeProtagon
Θέματα

Γιατί ο Σι Τζινπίνγκ «ψηφίζει» Τραμπ για το 2024

Ο πρώην πρόεδρος είναι πιθανότερο να καλοπιάσει τον κινέζο «και άλλους δικτάτορες παρά να σταθεί στο ύψος του» σημειώνει το Atlantic - Εκανε πολύ θόρυβο για την Κίνα, αλλά αυτός που της προκάλεσε ζημιά ήταν τελικά ο Μπάιντεν, γι' αυτό και το Πεκίνο δεν ανήκει στους αναποφάσιστους για τις αμερικανικές κάλπες
Protagon Team

«Αν ο Σι Τζινπίνγκ μπορούσε να ψηφίσει τον Νοέμβριο, σίγουρα θα ψήφιζε τον Τραμπ» γράφει στο Atlantic ο Μάικλ Σούμαν, ο οποίος ζει στο Πεκίνο και είναι, μεταξύ άλλων, συνεργάτης του Atlantic Council. O ίδιος εκτιμά ότι μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα επιτρέψει στην Κίνα να εδραιώσει τον έλεγχό της στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Μετά από τέσσερα χρόνια προεδρίας του Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, η κινεζική ηγεσία εκτιμάται ότι θα ανακουφιστεί εφόσον υλοποιηθεί το (εφιαλτικό για πολλούς) σενάριο της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

«Σε σύγκριση με τον προκάτοχό του, ο Μπάιντεν λειτούργησε αθόρυβα» γράφει ο Σούμαν. Αντίθετα, ο Τραμπ έκανε πολύ θόρυβο: εξαπέλυσε εμπορικό πόλεμο, επέβαλε δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές και εξόργισε το Πεκίνο αναφερόμενος στον κορονοϊό ως «ο κινεζικός ιός». Κατηγόρησε, μάλιστα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας για την εξάπλωσή του ιού, ακόμη και με θεωρίες –επισήμως, κάνοντας χιούμορ– σύμφωνα με τις οποίες το κόμμα που κυβερνά την Κίνα μπορεί να έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του ιού.

O αρθρογράφος του Altanic σημειώνει, ωστόσο, ότι παρά τον θόρυβο που έκανε ο Τραμπ, «ο Μπάιντεν χτύπησε πιο σκληρά την Κίνα. Οπλισμένος με μια πιο αποφασιστική εξωτερική πολιτική, προκάλεσε οξεία ζημιά στην οικονομία και στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της χώρας, από την οποία ο ηγέτης της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, αγωνίζεται τώρα να ανακάμψει».

Ο Σκοτ Κένεντι, ανώτερος σύμβουλος στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών της Ουάσινγκτον, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Μπάιντεν αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση για το Πεκίνο.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κατά τον Σούμαν είναι η τεχνολογική πολιτική του Μπάιντεν. Το 2022, η κυβέρνησή του απαγόρευσε ουσιαστικά την εξαγωγή προηγμένων ημιαγωγών στην Κίνα, καθώς και του πολύπλοκου εξοπλισμού που απαιτείται για την κατασκευή τους. Οι περιορισμοί αυτοί πάνε χρόνια πίσω την επιδίωξη της Κίνας να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική βιομηχανία ημιαγωγών και εκτιμάται ότι θα παρεμποδίσουν την πρόοδό της σε άλλους βασικούς τεχνολογικούς τομείς, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη.

Οι G7, οι ηγέτες της ομάδας των επτά ισχυρότερων οικονομιών της Δύσης, επέδειξαν επί Μπάιντεν έναν ασυνήθιστο βαθμό συντονισμού, συμφωνώντας το 2023 σε μια κοινή προσέγγιση για τη μείωση της εξάρτησής τους από την κινεζική οικονομία. Ο αμερικανός πρόεδρος προώθησε παράλληλα τη σύσφιγξη των σχέσεων με νέους εταίρους, ιδίως την Ινδία, για να ανταγωνιστεί την κινεζική επιρροή στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

«Η επιτυχία του Μπάιντεν έχει, προφανώς, θορυβήσει την κινεζική ηγεσία, που φοβάται ότι θα περικυκλωθεί και θα περιοριστεί από έναν συνασπισμό συμμάχων των ΗΠΑ» τονίζει ο Μάικλ Σούμαν.

Ο ίδιος εκτιμά ότι, σε σύγκριση με τις πολιτικές που εφάρμοσε ο Μπάιντεν για την Κίνα, τα παζάρια του Τραμπ για τους δασμούς ή η πομπώδης ρητορική του ήταν απλώς μια ενόχληση για το Πεκίνο. Μάλιστα, ο απομονωτισμός του Τραμπ και η υποχώρηση της παγκόσμιας ηγεσίας των ΗΠΑ επί των ημερών του ενθάρρυνε τον Σι να προωθήσει την Κίνα ως μια υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη.

Επίσης, συνεχίζει ο Σούμαν, το χάος της προεδρίας Τραμπ –η προβληματική αντίδραση της κυβέρνησής του στην πανδημία και η εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο– επέτρεψε στους κινέζους προπαγανδιστές να παρουσιάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια υπερδύναμη σε παρακμή.

Η διπλωματική επαναπροσέγγιση από πλευράς Μπάιντεν δυσκόλεψε τη διάδοση αυτής της ρητορικής. Κατά τον αρθρογράφο του Atlantic, αυτός ήταν και ο λόγος που ο Σι έγινε πιο εχθρικός προς την Ουάσινγκτον. Ο κινέζος πρόεδρος αντιστάθηκε συστηματικά στον διάλογο με την κυβέρνηση Μπάιντεν και πάτησε γκάζι στην προσπάθειά του να ανατρέψει την παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ως αποτέλεσμα αυτού, είναι πλέον πιο απομονωμένος. Αντιτιθέμενος στις περισσότερες από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, ο Σι απευθύνεται πλέον σε κράτη όπως η Ρωσία και το Ιράν, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει έναν αντιαμερικανικό συνασπισμό ο οποίος θα αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.

Ο Σούμαν εκτιμά ότι τυχόν επιστροφή του Τραμπ θα έθετε σε κίνδυνο το ενιαίο μέτωπο που έχει σφυρηλατήσει ο Μπάιντεν μεταξύ των μεγάλων δημοκρατιών. Και ότι από τη σκοπιά του Πεκίνου, αυτό καθιστά τον Τραμπ λιγότερο απειλητικό από τον Μπάιντεν, αλλά και πολύ πιο διαχειρίσιμο.

«Οποιος και αν κερδίσει τον Λευκό Οίκο, ο Σι θα συνεχίσει την ατζέντα του για την αναχαίτιση της αμερικανικής ισχύος και τη δημιουργία μιας παγκόσμιας τάξης με επίκεντρο την Κίνα. Αλλά πιθανότατα θα πιέσει ακόμη περισσότερο για να προωθήσει την Κίνα ως παγκόσμιο ηγέτη εάν ο Τραμπ γίνει ξανά πρόεδρος» εκτιμά ο αρθρογράφος του Atlantic.

Το σκεπτικό του είναι ότι, αποδυναμώνοντας το κύρος των ΗΠΑ στο εξωτερικό και τη δημοκρατία στο εσωτερικό της χώρας, ο Τραμπ θα προσφέρει στον Σι περισσότερες ευκαιρίες από τον Μπάιντεν ώστε να επεκτείνει την κινεζική επιρροή στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Βεβαίως, ο Τραμπ θα μπορούσε να αλλάξει την πολιτική του για την Κίνα υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων. «Ωστόσο, δεν θα αλλάξει την προσωπικότητά του. Ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να καλοπιάσει τον Σι και άλλους δικτάτορες παρά να σταθεί στο ύψος του» σημειώνει κλείνοντας ο Σούμαν.