«Κανείς δεν θέλει την ειρήνη περισσότερο από την Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση θα στηρίξει την Ουκρανία για όσο χρειαστεί» είπε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν το πρωί της Πέμπτης μιλώντας ενώπιον της νέας ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετά την επανεκλογή της στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Αλλά πόσον καιρό θα χρειαστεί να υποστηρίζουμε την Ουκρανία;» διερωτάται σε άρθρο του ο Λούκα Αντζελίνι της Corriere della Sera. Από στρατιωτική άποψη όλα θα εξαρτηθούν, προφανώς, από το πότε θα τελειώσει ο πόλεμος που ξέσπασε με τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022. Οσον αφορά την οικονομική βοήθεια, θα εξαρτηθεί επίσης από τη διάρκεια της σύρραξης, αλλά και από το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί ο πόλεμος.
Ειδικά για την οικονομική ζημιά, ο Αντζελίνι επικαλείται μια ανάλυση του Ρόμι Χαμάουι, καθηγητή Νομισματικής Πολιτικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ιερής Καρδιάς του Μιλάνου και προέδρου της εταιρείας παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών Intesa Sanpaolo ForValue. Τα νούμερα, παρότι δεν είναι καλά, δεν είναι και καταστροφικά – τουλάχιστον όσο θα περίμενε κανείς.
«Μετά από ένα αρχικό σοκ το 2022, το οποίο προκάλεσε πτώση του ΑΕΠ κατά σχεδόν 30%, η ουκρανική οικονομία σημείωσε μια αξιοπρεπή ανάκαμψη το 2023 (+5%) και το 2024 (+3,2%). Οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια δεν είναι άσχημες, αλλά προφανώς το επίπεδο αβεβαιότητας είναι πολύ υψηλό. Αποτελεί γεγονός πως το ένα τρίτο των ουκρανικών επιχειρήσεων έχουν εξαφανιστεί και το 10% των κατοικιών είναι εντελώς ακατοίκητα. Για να μην αναφέρουμε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το δίκτυο της οποίας είναι ένας από τους κύριους στόχους των ρωσικών επιθέσεων και σήμερα έχει μειωθεί στο 20% της παραγωγής πριν από τον πόλεμο.
»Ακόμη και σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, μετά από ένα φρικτό 2022 (+20%), η κατάσταση φαίνεται να είναι ελεγχόμενη, με τις τιμές καταναλωτή να κυμαίνονται γύρω στο 6%. Ωστόσο το επίπεδο τιμών απέχει πολύ από το να είναι το ίδιο στη χώρα, δεδομένων των υλικοτεχνικών δυσκολιών: πάνω από 8.400 χλμ. δρόμων και 50 χλμ. σιδηροδρομικών γραμμών έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, περίπου 400 γέφυρες καταστράφηκαν, οι αεροπορικές μεταφορές διακόπηκαν, ενώ οι θαλάσσιες έγιναν πιο δύσκολες» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ιταλός οικονομολόγος στην ανάλυσή του, που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή οικονομική επιθεώρηση lavoce.info.
Με αφορμή τη δεύτερη επέτειο της ρωσικής εισβολής, το Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI) είχε επίσης δημοσιεύσει μια σχετική έκθεση υπογεγραμμένη από την Τετάνια Μπουρλάι, μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, με τίτλο «Πώς αντιστέκεται η ουκρανική οικονομία».
«Πριν τον πόλεμο η Ουκρανία εφάρμοζε, για περισσότερες από δύο δεκαετίες, ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στις εξαγωγές (δημητριακά, μέταλλα, λιπάσματα, εξοπλισμός χαμηλής και μέσης τεχνολογίας). Αλλά στη διάρκεια του πολέμου αρκετές μεταλλουργικές, κατασκευαστικές, μηχανολογικές και χημικές επιχειρήσεις καταστράφηκαν ή έκλεισαν. Πολλές γεωργικές εκτάσεις δεν αξιοποιούνται λόγω των συνεπειών των εχθροπραξιών» ανέφερε καταρχάς.
Ολα αυτά αναμενόμενα επέφεραν έκρηξη του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή στη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών, η οποία συνοδεύτηκε από παρόμοια έκρηξη του δημόσιου ελλείμματος, σήμερα γύρω στο 14% του ΑΕΠ. «Οι δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια απορροφούν όλα τα έσοδα που αντιστοιχούν στο 41% του ΑΕΠ. Αλλα δημόσια αγαθά, όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, που εξακολουθούν να παρέχονται από το κράτος, πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού κυρίως από το εξωτερικό».
Ζήτημα αποτελεί, φυσικά, και η δραματική έλλειψη εργατικού δυναμικού: 6,5 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό ενώ άλλα 5 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί εντός της χώρας. Σχεδόν 800.000 άνδρες βρίσκονται στο μέτωπο, στους οποίους προστίθενται 26.000 νεκροί και τραυματίες πολίτες και άγνωστος αριθμός πεσόντων στρατιωτών.
Η ουκρανή επιστήμονας υπενθύμισε στην ανάλυσή της ότι σύμφωνα με την έκθεση «Rapid Damage and Needs Assessment», που εκπονήθηκε από τον ΟΗΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ουκρανική κυβέρνηση, μέχρι το τέλος του 2023 ο πόλεμος θα είχε προκαλέσει στην Ουκρανία άμεση ζημιά ύψους 152,5 δισ. δολαρίων (το άμεσο κόστος αντικατάστασης υλικών περιουσιακών στοιχείων που είτε καταστράφηκαν είτε υπέστησαν ζημιές) και σχεδόν 500 δισ. απώλειες (αξία που σχετίζεται με τις αλλαγές στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές ροές που προκλήθηκαν από τον πόλεμο, όπως η αύξηση των λειτουργικών εξόδων, η απώλεια εισοδήματος κ.λπ.).
«Το συνολικό ποσό για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας σύμφωνα με την αρχή του “building back better” ανέρχεται επί του παρόντος σε 486,3 δισ. δολάρια» σημείωσε η Τετάνια Μπουρλάι.
Επισήμανε επίσης ότι η Ουκρανία επέδειξε μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής, αποδείχτηκε πιο ανθεκτική από όσο περίμεναν πολλοί και πως «ο κύριος και ζωτικός παράγοντας από αυτήν την άποψη ήταν η παροχή κολοσσιαίας οικονομικής υποστήριξης, στρατιωτικού και ανθρωπιστικού εξοπλισμού από τη “συλλογική Δύση” καταρχάς, και κυρίως από την ΕΕ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους διεθνείς οργανισμούς».
Αλλά δεν παρέλειψε να επισημάνει τους κινδύνους: «Η αποτελεσματικότητα της οικονομικής βοήθειας που λαμβάνει η Ουκρανία από το εξωτερικό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εθνικό θεσμικό πλαίσιο, από το οποίο προκύπτουν ορισμένοι κίνδυνοι. Ο πιο σοβαρός από αυτούς είναι ο κίνδυνος διαφθοράς, ο οποίος θεωρείται από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική δυναμική της […] Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η σαφής ιεράρχηση, η εξάλειψη των κινδύνων διαφθοράς και η εποπτεία της κοινωνίας των πολιτών είναι καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση της διαφανούς και μέγιστης αποτελεσματικής χρήσης των τεράστιων οικονομικών πόρων που διατίθενται από διεθνείς εταίρους για την υποστήριξη της Ουκρανίας υπό στρατιωτικό νόμο, και τη μεταπολεμική οικονομική της ανάπτυξη».
Οσον αφορά τη βοήθεια που έχει ήδη παρασχεθεί, τα στοιχεία που συνέλεξε το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία δείχνουν ότι στα τέλη Απριλίου, ευρωπαϊκά κράτη (τόσο της ΕΕ όσο και εκτός ΕΕ) είχαν παράσχει στην Ουκρανία 102 δισ. ευρώ σε στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ οι ΗΠΑ είχαν χορηγήσει 72 δισ. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη μόνο τη στρατιωτική βοήθεια, η αμερικανική αρωγή ξεπερνά την ευρωπαϊκή. Και με βάση τις δεσμεύσεις των συμμάχων της Ουκρανίας για περαιτέρω οικονομική βοήθεια, οι ειδικοί εκτιμούν πως δεν θα λείψουν χρήματα από τους Ουκρανούς.
«Ωστόσο οι πιθανές πολιτικές αλλαγές τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη προκαλούν ανησυχία», γράφει ο Ρόμι Χαμάουι, ο οποίος, ολοκληρώνοντας το άρθρο του, εστιάζει την προσοχή του και στην οικονομία της Ρωσίας, η οποία, μετά από ένα αρχικό σοκ, φαίνεται επίσης να έχει πετύχει μια κάποια σταθερότητα με την ανάπτυξη, φέτος, να υπολογίζεται στο 3,2%, τις τιμές καταναλωτή να αυξάνονται κατά 6,9%, με πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 2,7% επί του ΑΕΠ και δημόσιο έλλειμμα 1,9%.
«Αυτά τα αποτελέσματα προέκυψαν χάρη στην περιορισμένη επίδραση των κυρώσεων, τη “στρατιωτικοποίηση” της οικονομίας και, κυρίως, τα πάντα σημαντικά έσοδα από τις εξαγωγές φυσικού αερίου, πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών. Είναι πιθανό, όπως υποστηρίζουν ορισμένες μελέτες, ότι μακροπρόθεσμα η ρωσική οικονομία θα έχει χαμηλή ανάπτυξη, αλλά είναι σίγουρα δύσκολο για το Κίεβο να κερδίσει έναν πόλεμο φθοράς σε οικονομικό επίπεδο. Μόνο και μόνο επειδή η Ουκρανία καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην ξένη βοήθεια, η οποία είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει, ενώ η Ρωσία μπορεί να βασίζεται στους τεράστιους φυσικούς πόρους της» συνοψίζει ο ιταλός οικονομολόγος.
Ομως ο Αντρέι Κολέσνικοφ, δημοσιογράφος και ανώτερος συνεργάτης του Carnegie Russia Eurasia Center, δεν είναι τόσο σίγουρος ότι το Κρεμλίνο θα μπορέσει να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται αυτόν τον πλούτο. Σε άρθρο του στο Foreign Affairs υποστηρίζει ότι ο Αντρέι Μπελούσοφ, ο οικονομολόγος που ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχρισε υπουργό Αμυνας αντικαθιστώντας τον Σεργκέι Σόιγκου, έχει ιδέες που θυμίζουν «ακριβώς την προσέγγιση που συνέβαλε στην αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ενωσης […] Υποστηρίζει την ιδέα ότι όχι μόνο οι υψηλές δημόσιες δαπάνες, αλλά και –ειδικότερα– οι στρατιωτικές δαπάνες μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός ανάπτυξης.
»Οπως μερικοί από τους σοβιετικούς προκατόχους του, ο Πούτιν φαίνεται να στοιχηματίζει ότι οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες […] μπορούν να σώσουν, αντί να χρεοκοπήσουν, τη χώρα. Ομως, όπως έμαθε πολύ αργά το κομμουνιστικό καθεστώς, μια οικονομία που βασίζεται στον πόλεμο δεν μπορεί να επιβιώσει για πάντα, ανεξάρτητα από το πόσο καλοί είναι οι υπολογισμοί των σχεδιαστών. Υιοθετώντας μια τέτοια προσέγγιση, ο Πούτιν και ο Μπελούσοφ κινδυνεύουν να διαβρώσουν ό,τι έχει απομείνει από τα φιλελεύθερα οικονομικά θεμέλια της Ρωσίας που τέθηκαν δύσκολα.
»Αυτές οι αρχές, που θεσπίστηκαν από μεταρρυθμιστές οικονομολόγους πριν περισσότερα από 30 χρόνια, έχουν μέχρι στιγμής διατηρήσει το ρωσικό σύστημα σχετικά σταθερό, παρά την αυξανόμενη απομόνωση της χώρας. Αν και όταν εξαφανιστούν, θα μπορούσε να είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη κατάρρευση» εξηγεί στο κείμενό του.
«Στα τέλη του 20ού αιώνα η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας από τη Μόσχα και η πίστη στη μαγική δύναμη των τεράστιων κρατικών επενδύσεων συνέβαλαν στην επιτάχυνση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης. Μέχρι στιγμής ο Πούτιν έχει αποφύγει την ίδια μοίρα για τη Ρωσία διατηρώντας τα απομεινάρια μιας ανοιχτής αγοράς και εμπιστευόμενος τους χρηματοοικονομικούς θεσμούς σε τεχνοκρατικά χέρια. Αλλά τώρα που οι οικονομολόγοι της παλιάς σχολής ηγούνται των στρατιωτικών παρελάσεων, δεν είναι σαφές πόσο καιρό μπορεί να συνεχίσει να επιβιώνει αυτός ο οικονομικός ορθολογισμός» προσθέτει ο ρώσος επιστήμονας.
Κατά τη γνώμη του, οι πρώτες ρωγμές φαίνονται ήδη: «Ενας αυξανόμενος αριθμός μεγάλων εταιρειών κρατικοποιούνται, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στην προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και υποδηλώνοντας ότι η αγορά αυτή καθαυτή βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιπλέον, το Κρεμλίνο έχει δείξει με άλλους τρόπους –για παράδειγμα αυξάνοντας τους φόρους στη μεσαία τάξη– ότι δεν έχει αρκετά χρήματα ώστε να διατηρεί τον προϋπολογισμό ισορροπημένο».
Στο The Conversation ο Ρενό Φουκάρ, ο οποίος διδάσκει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, παρουσιάζει μια ακόμη πιο ζοφερή προοπτική, υποστηρίζοντας πως η ρωσική οικονομία είναι πλέον τόσο εξαρτημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία που ο Πούτιν δεν έχει την πολυτέλεια να τον χάσει, αλλά ούτε και μπορεί να τον κερδίσει: «Το κόστος της ανοικοδόμησης και της διατήρησης της ασφάλειας σε μια κατακτημένη Ουκρανία θα ήταν πολύ υψηλό και μια απομονωμένη Ρωσία θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να ελπίζει ότι θα γίνει ένας μικρότερος εταίρος, που θα εξαρτάται πλήρως από την Κίνα.
»Σε ένα πλαίσιο κατάρρευσης υποδομών και αυξανόμενων κοινωνικών αναταραχών στη Ρωσία, το αναμενόμενο κόστος για την ανοικοδόμηση της κατεχόμενης περιοχής θα ήταν ήδη τεράστιο. Ενα παρατεταμένο αδιέξοδο μπορεί να είναι η μόνη λύση της Ρωσίας για να αποφύγει την πλήρη οικονομική κατάρρευση […] Το ρωσικό καθεστώς δεν έχει κανένα κίνητρο για να τερματίσει τον πόλεμο και να αντιμετωπίσει αυτού του είδους την οικονομική πραγματικότητα. Αρα, δεν έχει την πολυτέλεια ούτε να κερδίσει τον πόλεμο, ούτε να τον χάσει. Η οικονομία της είναι, πλέον, εξ ολοκλήρου προσανατολισμένη στη συνέχιση μιας μακράς και ολοένα πιο θανατηφόρας σύγκρουσης».