Είναι δύσκολο να μην απογοητευτεί κανείς με το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών στην Τουρκία. Κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας που καθορίστηκε από τον αντίκτυπο του τεράστιου σεισμού του Φεβρουαρίου, τα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα και την εντεινόμενη διαφθορά, υπήρχαν πολλές ελπίδες ότι η εικοσαετής και ολοένα πιο αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα τερματιζόταν.
Κάποιες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι η εξακομματική αντιπολίτευση, με επικεφαλής τον κεντροαριστερό Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), θα μπορούσε να κερδίσει την πλειοψηφία ή, τουλάχιστον, να εισέλθει στον δεύτερο γύρο με πλεονέκτημα έναντι του Ερντογάν.
Οπότε η Τουρκία πηγαίνει στον δεύτερο γύρο των εκλογών την 28η Μαΐου με τον Ερντογάν, ο οποίος έλαβε το 49,5% των ψήφων, να έχει το προβάδισμα. Ο Κιλιτσντάρογλου έλαβε λιγότερο από το 45% των ψήφων και το υπόλοιπο κερδήθηκε από έναν ακροδεξιό, ξενόφοβο υποψήφιο, τον Σινάν Ογάν (σ.σ. ο οποίος ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι θα στηρίξει τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο της Κυριακής).
Αυτό που πήγε στραβά ήταν πιο θεμελιώδες από εσφαλμένες δημοσκοπήσεις. Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το αποτέλεσμα χωρίς να αναγνωρίσουμε πόσο εθνικιστικό έχει καταστεί το τουρκικό εκλογικό σώμα.
Αυτή η αλλαγή αντανακλά τη μακροχρόνια σύγκρουση με τους κούρδους αυτονομιστές στα νοτιοανατολικά της χώρας, τις μαζικές εισροές προσφύγων από τη Μέση Ανατολή και δεκαετίες προπαγάνδας υπό την ηγεσία μεγάλων μέσων ενημέρωσης και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές, το AKP, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP, ο εταίρος του στον συνασπισμό), το Καλό Κόμμα (İyi Parti, το δεύτερο μεγαλύτερο στον συνασπισμό της αντιπολίτευσης) και τουλάχιστον τρία άλλα κόμματα μετείχαν στις εκλογές με εθνικιστικές ατζέντες. Το MHP, για παράδειγμα, έλαβε περισσότερο από το 10% των ψήφων, παρά την αναποτελεσματική εκστρατεία υπό την ηγεσία ενός άρρωστου ηγέτη που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Ο μαχητικός εθνικισμός του Ερντογάν είχε μεγαλύτερη απήχηση στο εκλογικό σώμα από την εκστρατεία μετριοπάθειας και καταπολέμησης της διαφθοράς του Κιλιτσντάρογλου, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Κιλιτσντάρογλου προέρχεται από τη μειονότητα των Αλεβιτών (ένα σιιτικό παρακλάδι σε μια συντριπτικά σουνιτική χώρα) και είχε τη σιωπηρή υποστήριξη του κουρδικού κόμματος και των ψηφοφόρων.
Ωστόσο, δύο απλές ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος πρέπει να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν. Η πρώτη είναι ότι, είτε αρέσει στους μορφωμένους αστούς είτε όχι, το αποτέλεσμα αντανακλά τη δημοκρατική βούληση του τουρκικού λαού. Το δεύτερο είναι το αντίθετο του πρώτου: ότι επρόκειτο για μια παρωδία εκλογών που οργανώθηκαν από έναν αυταρχικό ηγέτη.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί τούρκοι ψηφοφόροι υποστήριξαν τον Ερντογάν, παρότι αναγνωρίζουν ότι η διαφθορά στο κόμμα του έχει λάβει αστρονομικές διαστάσεις και ότι η οικονομική κακοδιαχείριση οδήγησε σε τριψήφιο πληθωρισμό και σοβαρές δυσκολίες. Τον υποστήριξαν ακόμη και στις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τον σεισμό, όπου η διαφθορά στο AKP συνετέλεσε σημαντικά στις συνταρακτικές ζημιές και στις απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Από την άλλη πλευρά, οι εκλογές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ελεύθερες και δίκαιες. Η τηλεόραση και τα έντυπα μέσα βρίσκονται υπό τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο του Ερντογάν και των συμμάχων του. Ο αρχηγός του κόμματος της κουρδικής μειονότητας βρίσκεται στη φυλακή εδώ και αρκετά χρόνια και το δικαστικό σώμα και μεγάλο μέρος του γραφειοκρατικού μηχανισμού δεν λειτουργούν πλέον ανεξάρτητα, ικανοποιώντας με συνέπεια τις προσταγές του Ερντογάν.
Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ χρησιμοποιούν επίσης τους πόρους του κράτους για να συντηρούν το τρομερό δίκτυο πατρoνίας που δημιούργησαν, καθώς και για να φροντίζουν βασικές εκλογικές περιφέρειες. Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού και των μισθών των κρατικών υπαλλήλων, η φθηνή πίστωση από τις κρατικές τράπεζες σε φιλικά προσκείμενες επιχειρήσεις και η πίεση στις εταιρείες να συντηρούν την απασχόληση ακόμη και σε δύσκολες στιγμές συνέβαλαν στην παγίωση της αφοσίωσης των ψηφοφόρων. Το ότι Ερντογάν έλαβε τόση υποστήριξη στις σεισμόπληκτες περιοχές οφείλεται εν μέρει στο ότι μοίρασε ο ίδιος προσωπικά μετρητά, διεύρυνε την απασχόληση στην κυβέρνηση και υποσχέθηκε νέα σπίτια στα θύματα.
Oμως, ενώ οι αντίπαλοι του Ερντογάν υποτίμησαν και πάλι την επιδέξια χρήση των τοπικών οργανώσεων και των δικτύων πατρoνίας του AKP και την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τη διάθεση πολλών ψηφοφόρων, το εκλογικό αποτέλεσμα είναι άσχημη είδηση για το μέλλον των τουρκικών θεσμών. Ο έλεγχος που ασκεί ο Ερντογάν στα μέσα ενημέρωσης, στη Δικαιοσύνη και στον γραφειοκρατικό μηχανισμό, περιλαμβανομένης της Κεντρικής Τράπεζας, μόνο θα αυξηθεί. Η εφαρμογή πολιτικών για τον περιορισμό της διαφθοράς ή την αντιμετώπιση της οικονομικής κακοδιαχείρισης μοιάζουν απίθανες.
Οι αισιόδοξοι μπορεί να επισημάνουν ότι το κοινοβουλευτικό προβάδισμα του AKP έχει μειωθεί. Ωστόσο, ο Ερντογάν μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση να ελέγχει το κοινοβούλιο μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών σε σχέση με πριν. Η αυτοκρατορική προεδρία, την οποία θέσπισε, έχει αποδυναμώσει τον ρόλο του κοινοβουλίου και η αντιπολίτευση θα είναι ακόμη πιο διχασμένη.
Το CHP έχει λιγότερες έδρες επειδή η αντιπολίτευση κατακερματίστηκε περαιτέρω, και ο ηγέτης της, ο Κιλιτσντάρογλου, έδωσε μερικές από τις σίγουρες έδρες του CHP σε μικρότερα κόμματα-εταίρους για να κρατήσει ενωμένο τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης και να τον συσπειρώσει γύρω από την υποψηφιότητά του.
Επιπλέον, η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι πολύ άσχημη. Η συνολική παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη εδώ και περισσότερα από 15 χρόνια και η γενική επιδείνωση των οικονομικών θεσμών σημαίνει ότι ο πληθωρισμός είναι ελάχιστα υπό έλεγχο. Τόσο εταιρείες όσο και τράπεζες έχουν κακούς ισολογισμούς, προμηνύοντας μια πιο σοβαρή κατάρρευση στο προσεχές μέλλον.
Μετά την εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων το 2021, η Κεντρική Τράπεζα κατέληξε να εξαρτάται από την υποστήριξη από φιλικές χώρες και οι δημόσιες δαπάνες του AKP που σχετίζονται με τις εκλογές εξάντλησαν τους δημοσιονομικούς πόρους σε μια εποχή που η κυβέρνηση θα χρειαστεί τεράστια χρηματοδότηση για την ανοικοδόμηση περιοχών που έχουν καταστραφεί από τον σεισμό.
Είναι δύσκολο να δούμε πώς μπορεί να ομαλοποιηθεί η οικονομία χωρίς μαζικές εισροές πόρων. Αυτό είναι απίθανο να συμβεί χωρίς ένα ισχυρό μήνυμα ότι η κυβέρνηση θα υιοθετήσει πιο συμβατικές πολιτικές. Αλλά το AKP και οι σύμμαχοί του στον γραφειοκρατικό μηχανισμό δεν έχουν την τεχνογνωσία για να προστατεύσουν την οικονομία σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Αρκετοί οικονομολόγοι και γραφειοκράτες που συμπαθούσαν τον συντηρητισμό του κόμματος και ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν μαζί του εκδιώχθηκαν από τον κύκλο του Ερντογάν, υπέρ των «yes-men».
Οι εκλογές στην Τουρκία προσφέρουν ευρύτερα διδάγματα.
Πρώτον, η επιτυχία του Ερντογάν είναι μια καλή είδηση για άλλους δεξιούς λαϊκιστές και αυταρχικούς ηγέτες, όπως ο Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία και ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι πιθανό να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν παρόμοιες τακτικές και επιθετική εθνικιστική ρητορική για να εμψυχώσουν τη βάση τους και να εντείνουν την πόλωση.
Δεύτερον, η εμπειρία της Τουρκίας τους επόμενους μήνες θα αποκαλύψει τις οικονομικές συνέπειες αυτού του τύπου πολιτικής, ποιος θα πληρώσει το τίμημα και πώς θα ανταποκριθεί το ξένο και το εγχώριο κεφάλαιο. Με τον αυταρχισμό να συνδέεται συχνά με την οικονομική κακοδιαχείριση, αυτό που συμβαίνει στην Τουρκία δεν θα παραμείνει στην Τουρκία.
Ο Daron Acemoglou είναι καθηγητής Οικονομικών στο MIT. Συνέγραψε από κοινού με τον Simon Johnson τo βιβλίο Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity (PublicAffairs, May 2023).
To άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.