| CreativeProtagon
Θέματα

Γιατί κάποιες χώρες είναι πιο πλούσιες από άλλες;

Οι νικητές του φετινού Νομπέλ για τις Οικονομικές Επιστήμες υιοθέτησαν νεότερες μεθόδους προκειμένου να απαντήσουν σε αυτό το ιστορικό ερώτημα. Η εργασία τους ξεκίνησε με την αναζήτηση ενός «εργαλείου» που θα είχε άμεση εφαρμογή στα σημερινά οικονομικά δεδομένα, έχοντας ως αφετηρία στους αποικιακούς θεσμούς
Protagon Team

Το φετινό βραβείο Νομπέλ για τις Οικονομικές Επιστήμες απονεμήθηκε σε τρεις πανεπιστημιακούς που προσπαθούν να απαντήσουν ένα σύνθετο ερώτημα: Γιατί ορισμένες χώρες είναι πιο πλούσιες από άλλες;

Πολλοί πιστεύουν ότι η απάντηση είναι απλή. Ο Ντάρον Ατζέμογλου και ο Σάιμον Τζόνσον του MIT και ο Τζέιμς Ρόμπινσον από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου έχουν διαφορετική άποψη.

Οι τρεις τους υποστηρίζουν ότι οι θεσμοί –που περιλαμβάνουν και δικαιώματα όπως η δίκαια κατανεμημένη ατομική ιδιοκτησία και τα ανεξάρτητα δικαστικά σώματα– είναι το κλειδί για την ανάπτυξη. Επίσης, παρότι η άποψη αυτή είναι αμφιλεγόμενη, ισχυρίζονται ότι γεγονότα που συνέβησαν πριν από αιώνες εξακολουθούν να επηρεάζουν τα οικονομικά αποτελέσματα σήμερα.

Η ιδέα ότι οι θεσμοί έχουν σημασία για την ανάπτυξη φαίνεται αρκετά προφανής, γράφουν οι Financial Times. Αυτό που είναι ασαφές είναι ο βαθμός στον οποίο την επηρεάζουν. Μήπως παράγοντες όπως η γεωγραφία επηρεάζουν τόσο τους θεσμούς όσο και την ανάπτυξη; Μήπως η ίδια η ανάπτυξη προωθεί την ορθή λειτουργία των θεσμών; Ολα αυτά είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, καθώς οι ίδιοι οι θεσμοί είναι δύσκολο να «μετρηθούν», τα ιστορικά δεδομένα πολύ δύσκολο να αναλυθούν, ενώ μόνο ορισμένες χώρες παρέχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία.

Ο Μαρκ Κογιάμα του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον και ο Τζάρεντ Ρούμπιν του Πανεπιστημίου Τσάπμαν εξηγούν στους Financial Times ότι πριν εμφανιστούν ο Ατζέμογλου και οι συν-συγγραφείς του, η έρευνα για τη συνολική σημασία των θεσμών είχε σχεδόν σταματήσει. Η παλαιότερη στατιστική προσέγγιση σε αυτούς φαινόταν ολοένα και πιο ελλειμματική, συγκρινόμενη με τις νέες μεθόδους που εφαρμόζουν οι μικροοικονομολόγοι, οι οποίοι αναλύουν περιορισμένα πειράματα για να εντοπίσουν τα αιτιακά αποτελέσματα.

Οι νικητές του φετινού Νομπέλ εφάρμοσαν αυτές τις νεότερες μεθόδους σε μεγάλα ιστορικά ερωτήματα. Η εργασία τους, που δημοσιεύθηκε το 2001, ξεκίνησε με την αναζήτηση ενός «εργαλείου» που θα είχε άμεση εφαρμογή στα σημερινά οικονομικά δεδομένα, έχοντας ως αφετηρία στους αποικιακούς θεσμούς.

Κατέληξαν στα ποσοστά θνησιμότητας των αποίκων, με το σκεπτικό ότι όπου οι τροπικές ασθένειες τούς απέτρεπαν από το να μετακινηθούν μαζικά, αυτοί θα ήταν πιο πιθανό να επανασχεδιάσουν τους θεσμούς για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, με πιο χαλαρούς κανόνες, προκειμένου να αντλήσουν πλούτο.

Οι οικονομολόγοι εκτίμησαν ότι οι θεσμοί που θεσπίστηκαν πριν από αιώνες έχουν εκπληκτικά επίμονες συνέπειες στο σήμερα. Σε μια άλλη εργασία ανέπτυξαν μια θεωρία για να εξηγήσουν γιατί τέτοιοι θεσμοί μπορεί να είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουν.

Τη θεωρία τους ακολούθησαν και άλλοι. Ο Νέιθαν Ναν από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, για παράδειγμα, εκτίμησε τον βαθμό στον οποίο το δουλεμπόριο εξακολουθεί να παρακωλύει τις οικονομίες της Αφρικής σήμερα. Η Μελίσα Ντελ, επίσης από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι η καταναγκαστική εργασία στο Περού μεταξύ 1573 και 1812 εξακολουθούσε να έχει συνέπειες στα παιδιά τη δεκαετία του 2000.

Το βιβλίο των Κογιάμα και Ρούμπιν «How the World Became Rich» (Πώς ο κόσμος έγινε πλούσιος) ασχολείται με τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία. Το αγγλικό Κοινοβούλιο τον 17ο και τον 18ο αιώνα, για παράδειγμα, προχώρησε σε εκ νέου εκχώρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας για να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση των νέων τεχνολογικών ευκαιριών στην εξόρυξη.

Οσο αυξάνεται η επιρροή του έργου των τριών φετινών νικητών του βραβείου Νομπέλ, τόσο αυξάνεται και ο όγκος των φωνών που αμφισβητούν τα συμπεράσματά τους, γράφουν οι Financial Times. Εφεραν πράγματι μόνο τους θεσμούς μαζί τους οι άποικοι ή ίσως να είχε σημασία και η εισροή δεξιοτήτων και τεχνογνωσίας; Η επιτροπή του βραβείου, πάντως, σημείωσε τη δυσκολία διάκρισης μεταξύ των επιπτώσεων του ανθρώπινου κεφαλαίου και των θεσμών.

Μια ακόμη ευρύτερη ανησυχία είναι ότι οι τεχνικές που χρησιμοποίησαν οι τρεις οικονομολόγοι για τον προσδιορισμό των συνδέσεων μεταξύ γεγονότων που συνέβησαν με διαφορά εκατοντάδων ετών είναι λιγότερο ακριβείς από όσο διατείνονται. Μια εργασία που δημοσιεύθηκε στο Journal of International Economics από τον Τίμοθι Κόνλεϊ, του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο και τον Μόργκαν Κέλι του University College του Δουβλίνου προειδοποιεί ότι ίσως πρόκειται για «ψευδείς συσχετισμούς», σαν να βλέπουμε δύο πράγματα να αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου και να συμπεραίνουμε ότι το ένα προκαλεί το άλλο.

Οι Κόνλεϊ και Κέλι αμφιβάλλουν κατά πόσον μπορούμε να δείξουμε με βεβαιότητα ότι οι θεσμοί έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις με βάση τα δεδομένα που έχουμε – χωρίς να υποστηρίζουν ότι επιπτώσεις δεν υπάρχουν. Ο Σίριλ Μπορούζιακ, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, λέει ότι όσοι εργάζονται εκτός του συγκεκριμένου τομέα δεν θεώρησαν ποτέ τα αποτελέσματα τόσο ακριβή όσο ισχυρίζονται οι τρεις οικονομολόγοι πως είναι, αλλά ότι και πάλι τα δεδομένα κάτι δείχνουν.

Αλλες διαφωνίες εστιάζουν στο ότι η έρευνα υπερεκτιμά το αναπόφευκτο της προόδου διαφόρων χωρών. Αλλά η εκτίμηση τού πώς και γιατί τα αποτελέσματα των ιστορικών θεσμών έχουν σημασία σήμερα δεν είναι το ίδιο με το να υποστηρίζουμε ότι είμαστε ανίκανοι να αλλάξουμε πορεία. Και όπως αποφάσισε τελικά η επιτροπή των βραβείων Νομπέλ, τέτοιες προσπάθειες να απαντηθεί ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της οικονομίας αξίζει να αναγνωρίζονται.