Γυρνώντας δεκαετίες πίσω στον χρόνο, ο Εντουαρντ Λους, επικεφαλής της αμερικανικής έκδοσης και αρθρογράφος των Financial Times, μας πληροφορεί ότι η ιστορική λονδρέζικη εφημερίδα στην οποία εργάζεται, μόνο καλά λόγια είχε να πει για τον Μπενίτο Μουσολίνι τον Ιούνιο του 1933 σε ένα ένθετο με τίτλο «Η Αναγέννηση της Ιταλίας – τάξη και πρόοδος, τα δώρα του Φασισμού».
Τότε στη χώρα, όπως επισημαινόταν στο δημοσίευμα, τα τρένα αναχωρούσαν και έφταναν πάντα στην ώρα τους, οι επενδύσεις αυξάνονταν, ενώ η σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας ανήκε στο παρελθόν. «Η χώρα έχει αναδιαμορφωθεί […] υπό τη δυναμική αρχιτεκτονική του ένδοξου πρωθυπουργού της, σινιόρ Μουσολίνι» έγραψε ο ειδικός ανταποκριτής των FT στην Ιταλία πριν από σχεδόν 90 χρόνια.
«Η δεκαετία του 1930 θα έπρεπε να έχει καταρρίψει την ιδέα ότι το επιχειρείν είναι ένα προπύργιο ενάντια στον απολυταρχισμό. Η σημερινή Αμερική μάς το υπενθυμίζει (ότι δεν είναι)» γράφει ο Λους σήμερα, επιστρέφοντας στο παρόν και έχοντας κατά νου τις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις ΗΠΑ τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Ο άγγλος δημοσιογράφος με έδρα την Ουάσινγκτον σημειώνει ότι μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ντόναλντ Τραμπ την 6η Ιανουαρίου 2021, οι επιχειρηματικοί ηγέτες των ΗΠΑ σχημάτισαν ουρά για να καταδικάσουν την εισβολή στο Καπιτώλιο. Ο Τζέιμι Ντάιμον, για παράδειγμα, διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, είχε κάνει μια δήλωση όπου απηύθυνε έκκληση για ειρηνική μετάβαση της εξουσίας και επισήμαινε πως ό,τι έγινε «δεν είναι αυτό που είμαστε ως λαός και ως χώρα».
Ωστόσο, την προηγούμενη εβδομάδα στο Νταβός, αφού υποστήριξε πως ο Τραμπ έκανε πολλά καλά πράγματα όταν κατείχε την εξουσία, σημείωσε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος είναι ήδη προετοιμασμένος, είτε για τον Τζο Μπάιντεν είτε για τον προκάτοχό του: «Η εταιρεία μου θα επιβιώσει και θα ακμάσει σε αμφότερες τις περιπτώσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παρόμοια μετάλλαξη υπέστησαν και οι θέσεις του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ. «Υπάρχουν κάποια μέλη που με τις πράξεις τους θα χάσουν την υποστήριξη του Επιμελητηρίου. Τελεία και παύλα», είχε ξεκαθαρίσει ο αντιπρόεδρός του, Νιλ Μπράντλεϊ, τον Ιανουάριο του 2021. Αλλά η απόφαση του επιμελητηρίου περί απαγόρευσης χρηματοδότησης σε νομοθέτες που είχαν καταψηφίσει την επικύρωση της εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν καταργήθηκε σιωπηλά έπειτα από μερικούς μήνες.
Στην ομιλία της για την κατάσταση του επιχειρείν στις ΗΠΑ, πριν από έναν χρόνο, η Σούζαν Κλαρκ, διευθύνουσα σύμβουλος του Επιμελητηρίου, δεν αναφέρθηκε στην Αμερικανική Δημοκρατία, ενώ εξήγησε ότι κορυφαία προτεραιότητα του Επιμελητηρίου θα είναι η καταπολέμηση της «άνευ προηγουμένου υπέρβασης» όσον αφορά τη θέσπιση και την επιβολή νέων κανονισμών από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και άλλους φορείς.
Ο Εντουαρντ Λους αναγνωρίζει πως ο Τζέιμι Ντάιμον, η Σούζαν Κλαρκ και άλλοι επιχειρηματικοί ηγέτες των ΗΠΑ «πληρώνονται για να αντισταθμίζουν κινδύνους», και από τη στιγμή που υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να επιστρέψει ο Τραμπ στην εξουσία οφείλουν να έχουν την επιλογή να συνεργαστούν μαζί του. «Το καθήκον τους είναι προς τους μετόχους. Εάν ο αμερικανικός λαός θέλει τον Τραμπ, ποιοι είναι αυτοί για να διαφωνήσουν;» συνοψίζει ο σχολιαστής των Financial Times.
Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό χάνει τη σημασία του όταν οι επιχειρηματικοί ηγέτες αρχίζουν να κάνουν δωρεές υπέρ της εκστρατείας του Τραμπ, όπως ήδη συμβαίνει από πολλούς. Ορισμένοι, όπως ο Χάρολντ Χαμ, ο μεγιστάνας των πετρελαίων της Οκλαχόμα, και ο Ρόμπερτ Μπίγκελοου, ο ιδιοκτήτης της Budget Suites of America, πόνταραν τα χρήματά τους στον κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις. Μόλις όμως αυτός εγκατέλειψε την κούρσα και δήλωσε ότι στηρίζει τον Ντόναλντ Τραμπ, αρκετοί από τους πρώην δωρητές του ακολούθησαν αμέσως το παράδειγμά του.
Οσο για το σκεπτικό τους, εξηγεί ο Εντουαρντ Λους, είναι διττό. Καταρχάς, θεωρούν ότι, παρά τα όποια λάθη του, ο Τραμπ θα ωφελούσε περισσότερο τις επιχειρήσεις από ό,τι ο Μπάιντεν. «Ο Τραμπ μείωσε τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή και βελτίωσε έτσι τα καθαρά έσοδά τους. Υπόσχεται να κάνει ξανά το ίδιο. Οι βολές του Τραμπ κατά του κορπορατισμού είναι απλώς τροφή για τη βάση. Θα ενισχύσει επίσης τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και των εμπορικών ακινήτων. Η υπόθεση των επιχειρηματικών ηγετών ότι ο Τραμπ θα εκπληρώσει αυτές τις υποσχέσεις είναι σχεδόν σίγουρα σωστή. Το γεγονός ότι ορκίζεται να επιβάλει δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές θα πρέπει να αντισταθμιστεί από τη συνεχιζόμενη ρυθμιστική μανία του Μπάιντεν. Για πολλούς επικεφαλής εταιρειών, η λιγότερη παγκοσμιοποίηση είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουν για χαμηλότερους φόρους» αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Ταυτόχρονα, πολλοί επιχειρηματικοί ηγέτες πιστεύουν πως ο Ντόναλντ Τραμπ περισσότερο γαβγίζει παρά δαγκώνει. Και το 2017 πολλοί υποστήριζαν και προειδοποιούσαν ότι απειλείται η δημοκρατία, ωστόσο όχι μόνο είναι ακόμα ζωντανή, αλλά ακμάζει. Ομως η αλήθεια είναι πως το δημοκρατικό σύστημα των ΗΠΑ παραμένει άθικτο επειδή ο Τραμπ εμποδίστηκε να το ανατρέψει.
«Εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι οι εκλογές του 2020 ήταν στημένες και διεκδικεί την επανεκλογή του με την υπόσχεση ότι θα φυλακίσει εκείνους που συνέβαλαν στον αποκλεισμό του – ανάμεσά τους ο Μπάιντεν και ο Μαρκ Μάιλι, ο τότε πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ. Είναι κατανοητό ότι ο Τραμπ θα ήταν πολύ χαοτικός για να εκπληρώσει αυτή την υπόσχεση. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσιοδότηση για να το κάνει. Ισως τα δικαστήρια να τον εμπόδιζαν. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα ήταν ανίσχυρες» γράφει ο Λους.
«Από την Ιστορία μαθαίνουμε ότι… δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία, είπε ο Φρίντριχ Χέγκελ. Η άποψή του ισχύει για το είδος μας, όχι μόνο για τις επιχειρήσεις. Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι ο καπιταλισμός συμβαδίζει με το κράτος δικαίου. Ευδοκιμεί στη διαφάνεια των κανόνων και στην ιερότητα της σύμβασης. Οι υπέρμαχοι των μονοπωλίων, από την άλλη πλευρά, απεχθάνονται τους ίσους όρους ανταγωνισμού — εκείνους που χρειάζονται ένα αρμόδιο κράτος για να τους επιβάλει. Οι αμερικανικές εκλογές το 2024 θα είναι μια μάχη μεταξύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ενός αυταρχικού ανθρώπου. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως ένας αγώνας μεταξύ καπιταλισμού και καπιταλιστών. Τι είναι καλύτερο; Το σύστημα ή οι επίδοξοι κάτοχοι μονοπωλίων; Δεν υπάρχουν βραβεία για όποιον μαντεύει προς τα πού τείνει ο Τραμπ», προσθέτει κλείνοντας το άρθρο του.