Σε μια προσπάθεια ανασύνταξης δυνάμεων και επανατοποθέτησης έχουν επιδοθεί οι δυτικές χώρες -και βέβαια όχι μόνο αυτές- έπειτα από την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία. Η τακτική της Τουρκίας δεν διαφέρει από αυτή του Ιράν και της Ρωσίας: περιμένει να δει πώς θα κινηθούν και αν θα τηρήσουν τις υποσχέσεις διαλόγου που έδωσαν. Αυτό που υπονοείται είναι ότι αναλόγως θα κρίνει για τη συνέχεια.
Ηδη την Τρίτη ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε δηλώσεις του από την Ιορδανία, χαιρέτησε τα μηνύματα που έχουν αποσταλεί μέχρι τώρα από τους Ταλιμπάν. Κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος με τον ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ.
Πίσω από τις προσεκτικές διατυπώσεις, έπειτα από την κατάληψη της Καμπούλ και τη φυγή του προέδρου Γκάνι, τουλάχιστον στην περίπτωση της Τουρκίας κρύβεται μια διακριτική διάθεση προσέγγισης με τους Ταλιμπάν. Στόχος είναι και να προβληθεί η Τουρκία ως ειρηνοποιός δύναμη σταθερότητας, με δράση πολύ πέρα από τα σύνορά της. Τα εμπόδια όμως για μια τέτοια προσέγγιση δεν περιορίζονται στις δυσκολίες επί του πεδίου στην Καμπούλ.
Η Τουρκία, όπως σημειώνει ο Monde, δήλωνε πρόθυμη να διαθέσει 500 στρατιώτες για την ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ ως την πλήρη αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων. Η πτώση του προέδρου Γκάνι πάγωσε την υλοποίηση του σχεδίου. Η Αγκυρα πάντως ανανέωσε την προσφορά, αυτή τη φορά προς τους Ταλιμπάν.
«Είναι εύκολο για την Τουρκία να διαπραγματευτεί με τους Ταλιμπάν μέσω Πακιστάν και Κατάρ, χώρες με τις οποίες οι σχέσεις της είναι ισχυρές», εξήγησε ο Μπαϊράμ Μπαλσί, διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών (IFEA) στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ήδη συμβαίνει: Η τουρκική πρεσβεία στο Κατάρ βρίσκεται σε συνεχή επαφή με την αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν, ενώ την περασμένη εβδομάδα ο τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ επισκέφθηκε το Πακιστάν για να παροτρύνει τους εκεί συμμάχους του να πείσουν τους Ταλιμπάν να αποδεχτούν την τουρκική παρουσία.
Ως τώρα οι Ταλιμπάν δεν πείθονται και επιμένουν στην απομάκρυνση όλων των ξένων δυνάμεων από τη χώρα, όπως εξάλλου όριζε η συμφωνία που υπέγραψαν το 2020 στη Ντόχα με τις ΗΠΑ.
Το ερώτημα, συνεχίζει ο Monde, είναι αν επαρκούν 500 τούρκοι στρατιώτες για να ασφαλίσουν το αεροδρόμιο. Η Αγκυρα ίσως καταφύγει στη μέθοδο του… outsourcing όπως έχει πράξει και στη Λιβύη. Σύμφωνα με κουρδικές πηγές από τη Συρία, εκπρόσωποι των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών βρίσκονται σε συνομιλίες με ομάδες ανταρτών, με σκοπό την αποστολή περισσότερων από 1.000 μισθοφόρους στο Αφγανιστάν.
Αν και αρθρογράφος της φιλοκυβερνητικής Sabah στην Τουρκία περιγράφει την τουρκική πολιτική ως πολιτική μιας «αξιόπιστης, μεσολαβητικής και σταθεροποιητικής δύναμης», απηχώντας φυσικά την επίσημη γραμμή, η κοινή γνώμη έχει άλλη άποψη. Πρόσφατη μελέτη του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Metropoll, δείχνει ότι το 61,6% των Τούρκων επιθυμεί πράγματι την απόσυρση των τούρκων στρατιωτών που έχουν αναπτυχθεί στην Καμπούλ στο πλαίσιο της αποστολής του ΝΑΤΟ.
Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι οι πιθανές προσφυγικές ροές από το Αφγανιστάν. Στην Τουρκία ήδη ζουν 3,6 εκατομμύρια Σύροι, 170.000 Αφγανοί και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι ξένοι υπήκοοι. Ωστόσο, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, με την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών να αποδυναμώνεται συνεχώς, η αντιμεταναστευτική ρητορική βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Η δε κυβέρνηση φροντίζει να ορθώσει τείχος στα σύνορα με το Ιράν.
Την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή τον θάνατο ενός Τούρκου σε συμπλοκή συμμοριών (πιθανόν από χέρι Σύρου, αν πιστέψουμε κάποια ταμπλοιντ) έγινε πογκρόμ σε συνοικία της Αγκυρας. Το ζήτημα του Μεταναστευτικού και Προσφυγικού θα απασχολεί όλο και περισσότερο στο μέλλον την κεντρική πολιτική σκηνή στην Τουρκία. Ηδη οι αντιπολιτευόμενοι Ρεπουμπλικανοί υπόσχονται ότι αν κερδίσουν στις προεδρικές του 2023, οι σύροι πρόσφυγες θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.