«Μες στην οργή μου, θέλω κάποιον, κάπου να κάνει κάτι. Εχω διδάξει στρατιωτικές υποθέσεις και ζητήματα εθνικής ασφάλειας για περισσότερο από 25 χρόνια και ξέρω τι συμβαίνει όταν μια στρατιωτική φάλαγγα μήκους 65 χιλιομέτρων περικυκλώνει μια πόλη με πάνοπλους υπερασπιστές. Θέλω όλη η ισχύς του πολιτισμένου κόσμου –ενός κόσμου στον οποίο ο Πούτιν δεν ανήκει πλέον– να εξολοθρεύσει τις δυνάμεις εισβολής και να σώσει τον λαό της Ουκρανίας». Ετσι αισθάνεται ο Τομ Νίκολς βλέποντας στην τηλεόραση τις τραγικές εικόνες που φτάνουν στις ΗΠΑ από την εμπόλεμη Ουκρανία, όπου ο πόλεμος του Πούτιν μαίνεται με ολοένα αυξανόμενη ένταση.
Μάλιστα, ο διακεκριμένος αμερικανός αναλυτής, με ειδίκευση σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, καθηγητής στη Ναυτική Σχολή Πολέμου των ΗΠΑ, είναι σίγουρος ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά: «Οι εικόνες και οι ήχοι αυτών των πρώτων λίγων ημερών αποτελούν απλώς τον πρόλογο του τι θα επακολουθήσει μόλις ο Πούτιν συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται να χάσει αυτόν τον πόλεμο, ακόμη και εάν με κάποιο τρόπο “κερδίσει”, ισοπεδώνοντας ολόκληρες πόλεις», γράφει σε κείμενό του στο The Atlantic όπου αρθρογραφεί τακτικά.
Αλλά, παρά την οργή του, συνιστά στον ίδιο τον εαυτό του αλλά και στις ΗΠΑ και σε ολόκληρη τη Δύση, προσοχή, ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, γιατί «τα συναισθήματα δεν πρέπει ποτέ να υπαγορεύουν την πολιτική». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι «πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνδράμουμε την ουκρανική αντίσταση, αλλά δεν μπορούμε να εμπλακούμε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία», εξηγεί.
«Από απόσταση ασφαλείας…»
Ο Τομ Νίκολς αναγνωρίζει ότι τάσσεται εκ του ασφαλούς κατά της στρατιωτικής εμπλοκής του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία: «Δεν είμαι στο Κίεβο να προσπαθώ να προστατέψω το παιδί μου. Δεν παρακολουθώ τους Ρώσους να πλησιάζουν στην πόλη μου. Οταν τελειώσω αυτό το κείμενο, θα καθησυχάσω τη γυναίκα μου και θα καθίσω να δειπνήσω μαζί της σε ένα ήσυχο σπίτι, σε έναν ήσυχο δρόμο», παραδέχεται.
Ωστόσο, πέρα από τους Ουκρανούς, που εύλογα ασκούν πιέσεις για άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ στον πόλεμο, πολλά δημόσια πρόσωπα αλλά και απλοί πολίτες, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, εκφράζονται από απόσταση ασφαλείας, «από την άνεση γραφείων και σπιτιών», και τάσσονται υπέρ μιας στρατιωτικής εμπλοκής της Δύσης. Κάνοντας λόγο, για παράδειγμα, για επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία, ενώ γνωρίζουν ότι αυτό ουσιαστικά σημαίνει πόλεμο με τη Ρωσία.
Ο αμερικανός ακαδημαϊκός σημειώνει στην ανάλυσή του ότι λαμβάνοντας υπόψη την Ιστορία, «πρέπει να θυμόμαστε πως δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που είχαμε ελάχιστες επιλογές πέρα από το να στεκόμαστε και να παρακολουθούμε έναν δικτάτορα να σκοτώνει αθώους. Κάποιες φορές, ήμασταν απρόθυμοι να επωμιστούμε το κόστος της εμπλοκής. Κάποιες άλλες, αποθαρρυνθήκαμε από τους τεράστιους κινδύνους μιας πυρηνικής σύγκρουσης», υπενθυμίζει.
Η διστακτικότητα της Δύσης
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κανένας δεν αντιμετώπισε τους Σοβιετικούς, ούτε στην Ουγγαρία το 1956 ούτε στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έστειλαν στρατεύματα ούτε στο Αφγανιστάν μετά την εισβολή των Σοβιετικών το 1979. Παρείχαν υλική βοήθεια στους αμυνόμενους, ούτως ώστε να αυξηθεί το κόστος της κατοχής, και βοήθησαν τον τοπικό πληθυσμό να καταφέρει σημαντικά πλήγματα στη σοβιετική πολεμική μηχανή, αλλά ώσπου να αποσυρθούν οι σοβιετικές δυνάμεις από τη χώρα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατομμύρια διέφυγαν στο εξωτερικό ως πρόσφυγες.
Ούτε στη Ρουάντα επενέβησαν οι αμερικανικές δυνάμεις, παρά τα εγκλήματα πολέμου, ενώ πιο πρόσφατα οι ΗΠΑ επέλεξαν να μην εμπλακούν ούτε στη Συρία, παρ’ όλο που το καθεστώς Ασαντ παραβίασε μία από τις κόκκινες γραμμές που είχε τραβήξει ο πρόεδρος Ομπάμα, προβαίνοντας στη χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων. Η Δύση προτίμησε επίσης να μη φανεί ιδιαίτερα επικριτική προς τη Μόσχα μετά τη ρωσική εκστρατεία στην Τσετσενία, ενώ ούτε το Πεκίνο επικρίνει που εγκληματεί κατά των Ουιγούρων.
Απαριθμώντας όλα αυτά τα ντροπιαστικά, σύμφωνα με τον ίδιο, για τη Δύση περιστατικά, ο Νίκολς σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να καταδικάσει τους Ουκρανούς που αντιστέκονται στη λήθη. Ούτε αποκλείει το ενδεχόμενο να ξεσπάσει (νωρίτερα, μάλιστα, από ό,τι θα αναμέναμε) ένας παγκόσμιος πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση.
Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι εάν πρόκειται να εμπλακούμε σε μια τέτοιας κλίμακας διεθνή σύρραξη, η σχετική απόφαση πρέπει να εδράζεται σε ξεκάθαρους υπολογισμούς και όχι στην οργή. Επιπρόσθετα, θα απαιτούνταν και η συναίνεση και των τριάντα κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, το οποίο επί του παρόντος θεωρείται απίθανο.
Οι κυρώσεις
Ωστόσο η Δύση δεν κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, αναπτύσσει δράση υπέρ των Ουκρανών και κατά της Ρωσίας. «Οι δυτικές κυρώσεις δεν θα σώσουν το Κίεβο ή άλλες ουκρανικές πόλεις αύριο, αλλά ακρωτηριάζουν τη ρωσική οικονομία και υπονομεύουν την ικανότητα του Πούτιν τόσο πολιτικά όσο και υλικά να επιδιώξει έναν ευρύτερο πόλεμο», υπενθυμίζει ο Νίκολς.
Συγχρόνως οι ΗΠΑ εργάζονται εντατικά με τους συμμάχους τους στην Ευρώπη, αναζητώντας τρόπους ενίσχυσης (μέσω της παροχής στρατιωτικής βοήθειας) της ουκρανικής αντίστασης η οποία δεν πρόκειται να τερματιστεί –προβλέπει ο αμερικανός ειδικός– εάν δεν αποσυρθούν τα ρωσικά στρατεύματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει φυσικά και η αποστολή αμερικανικών δυνάμεων στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που συνορεύουν με την Ουκρανία.
Η Δύση καλείται επίσης να δείξει αυτοσυγκράτηση, παρά τις φρικαλεότητες που γίνονται ήδη στην Ουκρανία, γιατί το μοναδικό που μπορεί να κάνει πλέον ο Πούτιν για να γλιτώσει το φιάσκο είναι να παρασύρει τη Δύση στον πόλεμο.
«Τίποτα δεν θα τον βοηθούσε περισσότερο, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, από το να εμπλέκονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ σε άμεσες εχθροπραξίες με τις ρωσικές δυνάμεις. Ο Πούτιν θα χρησιμοποιούσε τη σύγκρουση για να συσπειρώσει τον λαό του και να αρχίσει να απειλεί με συμβατικές και πυρηνικές επιθέσεις κατά του ΝΑΤΟ. Θα γινόταν ήρωας στο εσωτερικό της Ρωσίας και η Ουκρανία θα ξεχνιόταν», εξηγεί ο Νίκολς, ο οποίος περισσότερο από κυνικός είναι μάλλον πραγματιστής.
«Ο δυτικός κόσμος, ένας κόσμος που ο Πούτιν απορρίπτει και θέλει να καταστρέψει, πρέπει να υπομείνει τη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία και να επιδείξει υπομονή, ούτως ώστε να συνειδητοποιήσει ο ρώσος πρόεδρος και το καθεστώς του ότι έχουν διαπράξει ένα τρομερό λάθος. Η Ρωσία δεν θα είναι ποτέ πιο ισχυρή από όσο ήταν την ημέρα που εισέβαλε στην Ουκρανία και τώρα έχει παγιδευτεί σε έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδίσει. Θα υπάρξουν πολλά θύματα έως ότου τελειώσει όλο αυτό, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το ρωσικό καθεστώς, όπως το ξέραμε τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει πλέον τελειώσει, τουλάχιστον μέχρι να μπούμε στον πειρασμό να εμπλακούμε σε έναν ευρύτερο πόλεμο με τη Ρωσία», υποστήριξε, συνομιλώντας με την Πάολα Πεντούτσι της ιταλικής εφημερίδας Il Foglio.