Μπορεί το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να πήρε τη δύσκολη απόφαση της επιθετικής αύξησης των ευρω-επιτοκίων (κατά 0,75 μονάδες) για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και να προειδοποιεί για νέες αυξήσεις, κανείς όμως δεν είναι βέβαιος αν η πολιτική αυτή είναι το σωστό φάρμακο για την οικονομία και τα όσα βιώνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Το παρασκήνιο ήταν έντονο και ο απόηχος των αποφάσεων γεμάτος αμφιβολίες για την ορθότητα των επιλογών. Οπως πλέον επιβεβαιώνεται από επίσημα χείλη στην τελευταία συνεδρίαση οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα μέλη του Συμβουλίου χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα: τα «περιστέρια» που εκπροσωπούν τις χώρες του Νότου και τάχθηκαν κατά της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων και τα «γεράκια» που εκπροσωπούν τη Γερμανία και τις χώρες του Βορρά και προφανώς επικράτησαν.
Εξαίρεση από τους Βόρειους αποτέλεσε η Φινλανδία καθώς ένας παλιός γνώριμος της Ελλάδας, ο Ολι Ρεν (είχε πει το «κουράγιο Ελληνες» ως επικεφαλής της τρόικας λίγο προτού εφαρμοστεί το πρώτο μνημόνιο) ο οποίος είναι σήμερα κεντρικός τραπεζίτης στη χώρα του υποστήριξε ότι όλα αυτά μας οδηγούν στην ύφεση.
Το σημείο της μεγάλης αυτής (πολιτικής και οικονομικής) διαφωνίας έχει αφετηρία τη κοινή διαπίστωση ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετωπίζει πρωτοφανείς πληθωριστικές πιέσεις από συστάσεως του ευρώ που όμως οφείλονται στην αύξηση των συντελεστών κόστους με πρώτη την ενέργεια. Δηλαδή η Ευρώπη αντιμετωπίζει πληθωρισμό που πυροδοτείται από την πλευρά της μειωμένης προσφοράς αγαθών (ειδικά της ενέργειας) κι αυτό εξαιτίας του πολέμου.
Ομως η απάντηση στο πρόβλημα στο τέλος της διαμάχης αποφασίστηκε να δοθεί με ένα παλιό φάρμακο, την αύξηση των επιτοκίων που έχει δοκιμαστεί για δεκαετίες μόνο στις περιπτώσεις όπου ή αύξηση των τιμών προερχόταν από την πλευρά της ζήτησης ή της υπερθέρμανσης της οικονομίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην πλευρά των «περιστεριών» βρέθηκε κι ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Φίλιπ Λέιν ο οποίος υποστήριξε ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν λύνει το πρόβλημα και – το πιθανότερο – είναι να οδηγήσει, ανάλογα με τις εξελίξεις και στο μέτωπο του πολέμου, σε επιβράδυνση αν όχι ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Στο ίδιο γκρουπ των «περιστεριών» μαζί με τον ισπανό κεντρικό τραπεζίτη Πάμπλο ντέ Κος, τον Κύπριο Κωνσταντίνο Ηροδότου και τον Ιταλό, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, Φάμπιο Πανέτα, βρέθηκε και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας ο οποίος συμπληρώνει 36 χρόνια παρουσίας στην οικονομική ζωή του τόπου. Σε αυτή τη διαδρομή σπάνια τον έχει δει κανείς να χάνει την αισιοδοξία του.
Σήμερα όμως, εν μέσω πολέμου, των πολιτικών αναταράξεων που φέρνει στην Ευρωπαϊκή Ενωση η «επέλαση» της ακροδεξιάς στην Ιταλία που εξακολουθεί να είναι βουτηγμένη στο δημόσιο χρέος, αλλά και της επικράτησης των «γερακιών», χάνει το χαμόγελο του…
Δεν είναι τυχαίο ότι στην ομιλία του στο συνέδριο του Economist την Δευτέρα στην Αθήνα μπορεί να προέβλεψε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα αγγίξει εφέτος το 6%, καθώς η οικονομία επανέρχεται στα προ της πανδημίας επίπεδα αφού εκδηλώνεται η «καταπιεσμένη» ζήτηση (pent-up demand) της περιόδου καραντίνας, αλλά υπογράμμισε ότι το υπ΄αριθμόν ένα πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός που διαβρώνει τα εισοδήματα, τα εταιρικά κέρδη και ναρκοθετεί την οικονομία.
Και εξήγησε:
♦ Πρώτον, ο πληθωρισμός σήμερα στην Ευρώπη προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής (δηλαδή με την επαναφορά των επιτοκίων παρέμβασης σε ουδέτερο επίπεδο ή/και υψηλότερα), αλλά απαιτεί συμπληρωματική δράση της ενεργειακής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
♦ Δεύτερον, η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τις βασικές αρχές της σταδιακότητας (gradualism) και της ευελιξίας (flexibility) αφού το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι διαφορετικό από αυτό που αντιμετωπίζει η Fed στις ΗΠΑ.
♦ Τρίτον, ο συνδυασμός της αύξησης των επιτοκίων και της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών της ενέργειας δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, που, με τη σειρά τους, δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Δύσκολος ο χειμώνας
Με αυτές τις συνθήκες οι κεντρικοί τραπεζίτες και των δύο στρατοπέδων ανησυχούν και προβλέπουν ότι το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ στην καλή περίπτωση θα είναι μόλις 0,9% και στο κακό σενάριο αρνητική με -0,9%, κάτι που προφανώς θα επηρεάσει και την Ελλάδα.