Θέματα

Γιατί είναι επικίνδυνη η εμμονή με τις πρωτεΐνες

Η λατρεία των πρωτεϊνών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Δύσης οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους υδατάνθρακες και τα λιπίδια. Αλλά αυτή η «μακροθρεπτική εμμονή» έχει αρνητικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία
Protagon Team

Το ότι οι πρωτεΐνες είναι πολύτιμες για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι γνωστό. Γιατί αποτελούν ένα από τα τρία βασικά μακροθρεπτικά συστατικά, μαζί με τους υδατάνθρακες και τα λιπαρά, και αναμφίβολα το πιο σημαντικό. Δίχως υδατάνθρακες θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε αλλά τα λιπαρά και οι πρωτεΐνες είναι ζωτικής σημασίας. Η πρωτεΐνη είναι η μοναδική μακροθρεπτική ουσία που εμπεριέχει άζωτο, δίχως το οποίο δεν μπορούμε ούτε να αναπτυχθούμε ούτε να αναπαραχθούμε.

Υπάρχουν εννιά δομικές πρωτεΐνες (αποτελούν τα δομικά υλικά των κυττάρων) τις οποίες μπορούμε να λαμβάνουμε μόνο μέσω της τροφής. Χωρίς αυτές δεν θα είχαμε ούτε υγιή μαλλιά και νύχια ούτε ισχυρά κόκαλα και μύες ενώ θα ήταν εξασθενημένο και το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ένα παιδί το οποίο κατά τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής δεν λαμβάνει τις απαραίτητες για την ανάπτυξή του πρωτεΐνες θα καταλήξει καχεκτικό, όπως αποδεικνύει με τραγικό τρόπο ο μακροχρόνιος υποσιτισμός σε αρκετές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Όσον αφορά τις αναπτυγμένες χώρες, ωστόσο, η πρόσληψη πρωτεϊνών σίγουρα δεν αποτελεί πρόβλημα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, ο μέσος άνθρωπος στις ΗΠΑ και τον Καναδά λαμβάνει περί τα 90 γραμμάρια πρωτεϊνών την ημέρα, ποσότητα σχεδόν διπλάσια από την ενδεδειγμένη (0,8g. πρωτεϊνών την ημέρα ανά κιλό, με το μέσο βάρος ενός ενήλικα να υπολογίζεται στα 62 κιλά). Την ίδια ώρα ο μέσος Ευρωπαίος λαμβάνει 85 γραμμάρια πρωτεϊνών την ημέρα ενώ ο μέσος Κινέζος 75 γραμμάρια.

Επιδιώκοντας να εμπλουτίσουν τη δίαιτά τους με έξτρα πρωτεΐνες, οι περισσότεροι από τους καταναλωτές των αναπτυγμένων και πλούσιων χωρών καταναλώνουν και ροφήματα πρωτεΐνης

Στις χώρες της Δύσης, ωστόσο, πάρα πολλοί άνθρωποι κατέληξαν να είναι μανιακοί με τις πρωτεΐνες. Αρκεί μια επίσκεψη σε ένα σουπερμάρκετ για να διαπιστώσει κάποιος πως πολλοί καταναλωτές αντιμετωπίζουν τις πρωτεΐνες ως ένα «καθολικό ελιξίριο» ζωής, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε εκτενές κείμενό της η Μπι Γουίλσον, δημοσιογράφος του Guardian με ειδίκευση σε ζητήματα διατροφής. Και οι βιομηχανίες τροφίμων εκμεταλλεύονται στο έπακρο το γεγονός αυτό με στόχο, φυσικά, την αύξηση των κερδών τους, προσθέτοντας πρωτεΐνες σε ό,τι μπορούν. Σήμερα, πέρα από μπάρες και ροφήματα πρωτεΐνης, προσφέρονται επίσης noodles πρωτεΐνης, μπισκότα πρωτεΐνης, κουλούρια πρωτεΐνης, καφές πρωτεΐνης, ακόμα και νερό πρωτεΐνης, ένα διαυγές υγρό με γεύση φρούτων που είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες γάλακτος. Με περισσότερες πρωτεΐνες προσφέρονται, πλέον, και τροφές που εμπεριέχουν ήδη πολλές, όπως τα τυριά και το γιαούρτι.

Επιδιώκοντας να εμπλουτίσουν τη δίαιτά τους έξτρα πρωτεΐνες, οι περισσότεροι από τους καταναλωτές των ανεπτυγμένων και πλούσιων χωρών, εστιάζουν υπερβολικά σε «ένα ζήτημα που δεν υπάρχει», εξήγησε στη βρετανική εφημερίδα ο Ντέιβιντ Κατζ, γιατρός με ειδίκευση στη δημόσια υγεία και επικεφαλής του Yale-Griffin Prevention Research Center. Στο τελευταίο του βιβλίο «The Truth About Food», ο αμερικανικός ειδικός προειδοποιεί πως παρά την κοινή πεποίθηση ότι όσο περισσότερες πρωτεΐνες λαμβάνουμε τόσο το καλύτερο για τον οργανισμό μας, η συνεχής λήψη υπερβολικής ποσότητας πρωτεϊνών επί σειρά ετών μπορεί να βλάψει το συκώτι, τα νεφρά και τa κόκαλα.

Οι βιομηχανίες τροφίμων εκμεταλλεύονται στο έπακρο το γεγονός ότι οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν τις πρωτεΐνες ως ένα «καθολικό ελιξίριο» ζωής με στόχο την αύξηση των κερδών τους, προσθέτοντας πρωτεΐνες σε ό,τι τρόφιμο μπορούν

Η λατρεία των πρωτεϊνών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Δύσης οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους υδατάνθρακες και τα λιπίδια. Το μοναδικό μακροθρεπτικό συστατικό που βγήκε αλώβητο από τους διατροφικούς πολέμους των τελευταίων ετών είναι οι πρωτεΐνες. Αλλά αυτή η «μακροθρεπτική εμμονή» αποτελεί στην ουσία «εξαπάτηση» των καταναλωτών με αρνητικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία.

«Αρχικά μας είπαν να κόψουμε τα λίπη, Αλλά αντί για προϊόντα ολικής αλέσεως και φακές, τρώγαμε τζανκ φουντ χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά», εξήγησε ο δρ. Κατζ. Στη συνέχεια διαδόθηκε το μήνυμα ότι πρέπει να κόψουμε και τους υδατάνθρακες και άρχισε έτσι η προώθηση προϊόντων χαμηλής διατροφικής αξίας τα οποία, ωστόσο, είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα «όταν μιλάμε για πρωτεΐνες, να διαχωρίζουμε το θρεπτικό συστατικό από την πηγή του».

Εξακολουθούμε, ωστόσο, να επιδιώκουμε με κάθε τρόπο τη λήψη περισσότερων πρωτεϊνών γιατί «σε αυτόν τον κόσμο της αφθονίας, οι άνθρωποι αναζητούν διαρκώς τη μία και μοναδική ασφαλή θρεπτική ουσία που θα μπορούμε να καταναλώνουμε σε τεράστιες ποσότητες δίχως να παχαίνουμε». Αυτό, όμως, προσφέρει και η Diet Coke, σημειώνει με νόημα η βρετανίδα δημοσιογράφος.