Ο βρετανός ηθοποιός Τζουντ Λο θα κάνει και πάλι την εμφάνισή του στις μικρές οθόνες με μία νέα σειρά, ολότελα διαφορετική όμως από τη «Τhe New Pope». Λέγεται «The Third Day» και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας των Sky και HBO. Τα γυρίσματά της είχαν αρχίσει προ κορονοϊού, διεκόπησαν και συνεχίστηκαν ώσπου ολοκληρώθηκαν. Ολα καλά, λοιπόν.
Το φόντο είναι ένα βρετανικό νησί, προσβάσιμο από νησίδα ξηράς την οποία όμως καταπίνει η θάλασσα όταν έχει παλίρροια. Φυσικό μυστήριο και σκοτεινή ατμόσφαιρα λοιπόν, πράγματα αληθινά που προσπάθησε να εκφράσει και καλλιτεχνικά ο σκηνοθέτης Μαρκ Μούντεν.
Η δημοσιογράφος της ιταλικής Repubblica που πήρε συνέντευξη από τον ηθοποιό τον ρώτησε πώς του φάνηκε το lockdown. Ο Λο απάντησε ότι ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να χαλαρώσει και να διαβάσει κάνα βιβλίο. Ή να μην κάνει τίποτα, απλώς να βλέπει τον κήπο του να μεγαλώνει. Αλλά υπήρξαν και άλλες ομορφιές: «Η οικογένεια και οι φίλοι είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, ήταν ωραίο που είχαμε ηλεκτρονική σύνδεση. Η τεχνολογία είναι τόσο χρήσιμο εργαλείο στη ζωή μας!»
Σε άλλη ερώτηση της συντάκτριας, για τον προηγούμενο ρόλο του στη σειρά του «Πάπα», ο Λο είπε ότι η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο ήταν ιδιαίτερη, αφού του έδωσε την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν. Και ο ρόλος του ήταν καταλυτικός για τον εαυτό του, είπε: «Υπήρχαν κάποια στοιχεία στον Λένι που ξέρω ότι με άλλαξαν για πάντα, και σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο». Βέβαια, και η Ιταλία του άρεσε.
Η δημοσιογράφος ρώτησε και για τις δικές του προτιμήσεις, από τη θέση του θεατή δηλαδή. Ο Λο της είπε ότι προτίμησε δύο σειρές, την «I know This Much Is True» και την «Chernobyl».
Με αφορμή τις ερωτήσεις, ο Λο εξομολογήθηκε ότι από μικρός θαύμαζε καλλιτέχνες του αμερικανικού σινεμά, ονόματα του μεγέθους των Κόπολα, Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ, κ.ά. Οταν έβλεπε τα φιλμ που γύρισαν δεν πίστευε ότι κάποτε θα έπαιζε και αυτός υπό τις οδηγίες τους. Ειδικά για τον Κόπολα και τη συνεργασία τους στο φιλμ «Megalopolis» είπε ότι «το να κάθεσαι στο τραπέζι μαζί του, να μοιράζεσαι σημειώσεις και σκέψεις για το έργο, αυτό είναι ένα όνειρο».
Τα ίδια είπε και για τους Σπίλμπεργκ και Σκορσέζε. Ο Λο είχε και για τους δυο τους έτοιμα πολύ καλά λόγια: «Ο Σπίλμπεργκ είναι από τους ταχύτερους, πιο καταρτισμένους και ενεργητικούς σκηνοθέτες. Μου έδωσε την ελευθερία να αναπτύξω τον χαρακτήρα όπως ήθελα. Είναι αστείος, η φαντασία του είναι ζωντανή και νεανική. Ο Σκορσέζε έχει μια αύρα σοφίας και πάθους για το σινεμά. Μοιράζεται την τεράστια γνώση της ιστορίας του κινηματογράφου και τη χρησιμοποιεί για να καθοδηγήσει τον ηθοποιό να βρει συγκεκριμένη έμπνευση στο έργο που κάνει μαζί του».
Η παρακάτω ερώτηση είναι μπανάλ, αλλά από την εποχή των πρώτων περιοδικών με θέμα (και εξώφυλλα) τους ηθοποιούς έχει διαχρονική πέραση: «Πότε συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;» ρώτησε τον Λο η συντάκτρια.
Και εκείνος της είπε: «Το σκέφτομαι πολύ. Θυμάμαι την πρώτη παράσταση στην τάξη, ήμουν 5 ή 6 ετών, μου άρεσε πολύ η εμπειρία, μίλησα για αυτήν στο σπίτι, αφού ήταν ένα περιβάλλον στο οποίο ένιωθα ασφαλής. Τότε με γοήτευσε η αναζήτηση για το πώς να λέω ιστορίες. Από τότε ήταν πάντα μέρος της ζωής μου, έχω παίξει στο σχολείο, σε κλαμπ, σε νεανικά κλαμπ και, τελικώς, και επαγγελματικά».
«Πόσο σημαντικό σάς είναι το χιούμορ; Τι σας κάνει να γελάτε;» ήταν η επόμενη ερώτηση, και αυτή εντός του περιποιημένου γηπέδου της κοινοτοπίας. Ο Λο απάντησε: «Πολύ σημαντικό. Επειδή η ζωή είναι υπέροχη, αλλά και περίπλοκη, και πρέπει να είσαι σε θέση να γελάς τακτικά με τον εαυτό σου, με τη ζωή, με τους άλλους. Με κάνω να γελάω, τα παιδιά μου με κάνουν να γελάω, η γυναίκα μου ξέρει πώς να με κάνει να γελάω».