Παρά το γεγονός ότι όλοι έχουμε υπάρξει πέντε χρόνων, είναι αμφίβολο ότι μπορούμε να ανακαλέσουμε με ασφάλεια –ειδικά όσο απομακρυνόμαστε από τη νηπιακή ηλικία– πάνω από πέντε στιγμές από τον ξέγνοιαστο καιρό των πρώτων αλλεπάλληλων ιώσεων και των μόνιμα σκισμένων επιγονατίδων.
Για παράδειγμα, μία από τις λίγες στιγμές που θυμάμαι καθαρά είναι το αίσθημα της ασφυξίας όταν, στη γιορτή της 25ης Μαρτίου στα νήπια, απήγγειλα το ποίημά μου απνευστί. Προς υπεράσπισή μου, δεν μου είχε διευκρινίσει κανείς ότι μπορούσα να εισπνεύσω ανάμεσα στις στροφές, ή μπορεί και να μην καταλάβαινα τι εννοούσαν όταν το έκαναν.
Ετσι, όσο οι στροφές κυλούσαν, τόσο ζοριζόμουν να βρω φωνή στην εκπνοή που είχα καταχραστεί και προοδευτικά αισθανόμουν ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί, κάτι που, όπως διασταύρωσα αργότερα στο φωτογραφικό υλικό, αισθάνονταν και όλοι όσοι με έβλεπαν, καθότι το κεφάλι μου είχε γίνει, χωρίς υπερβολή, μοβ.
Είναι πολύ ενδιαφέρον, όμως, ότι αυτό το μικρό μοβ κεφάλι που πάσχιζε να ολοκληρώσει ένα ποίημα, μόλις τότε άρχιζε να συλλαμβάνει πότε συνέβησαν τα επικά κατορθώματα που συμπεριλαμβάνονταν στις επίπονες στροφές του.
Μάλλον μπορούσα να καταλάβω ότι η Μπουμπουλίνα, για την οποία ήταν το ποίημα, έζησε «τα παλιά χρόνια». Αλλά για το πεντάχρονο μυαλό μου η ομπρέλα των «παλιών χρόνων» περιλάμβανε, εκτός από την Επανάσταση του 1821, μια ετερόκλητη γκάμα αληθινών και μη γεγονότων.
Οι άθλοι του Ηρακλή, οι γονείς μου στο Δημοτικό, η εποχή των δεινοσαύρων (και των δράκων), η γιαγιά μου παιδί και εγώ όταν ακόμα δεν πήγαινα σχολείο, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι εξίσου πιθανές απαντήσεις στις ερωτήσεις «τι έγινε πολύ παλιά;» και «τι έγινε χθες;».
Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως περιγράφει η δρ Βανέσα Λόμπουε στο Psychology Today, τα νήπια δυσκολεύονται πάρα πολύ με την έννοια του χρόνου συνολικά, γιατί όσο αυτονόητη και αν είναι, παραμένει αφηρημένη, ενώ ταυτόχρονα σχετίζεται άμεσα και με τη γλωσσική ικανότητα, την οποία τα παιδιά κατακτούν σε εκείνη την ηλικία.
Οταν κάποιος λέει «σε δέκα λεπτά» σε ένα πεντάχρονο, μάλλον εκείνο δεν θα καταλάβει πόσο είναι αυτό, με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να το ρωτήσει «τι ώρα είναι» ή «τι μέρα πέφτει μια ημερομηνία».
Τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον χρόνο στο φάσμα του «χθες-σήμερα-αύριο», ξεκινώντας με το «σήμερα», συνεχίζοντας με το «αύριο» και φθάνοντας στο «χθες». Και οι δύο τελευταίες χρονικές τάξεις έρχονται, όπως σημειώνει η δρ Λόμπουε, με τις δικές τους προκλήσεις για τα παιδιά.
«Η σκέψη για το μέλλον περιλαμβάνει τη σκέψη για γεγονότα που δεν έχουν συμβεί ακόμη και, σε κάποιο βαθμό, τη συλλογιστική για γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν, έναντι των γεγονότων που ενδεχομένως δεν θα μπορούσαν να συμβούν καθόλου» γράφει.
Οσον αφορά τη «σκέψη για το παρελθόν, αυτή είναι λίγο πιο συγκεκριμένη, αλλά βασίζεται στις ικανότητες μνήμης των παιδιών, οι οποίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας».
«Τι είναι πάρα πολύ παλιό;»
Με σκοπό να διερευνήσουν ακριβώς τις σκέψεις των παιδιών στην ηλικία των πέντε για «τα παλιά χρόνια» και να τα βοηθήσουν, βιωματικά, να καταλάβουν το παρελθόν και τον ιστορικό χρόνο μέσα από την πολιτιστική κληρονομιά, συνεργάστηκαν τρεις σουηδικοί φορείς: το περιφερειακό μουσείο της επαρχίας Μπούχουσλεν, οι ενώσεις τοπικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και το νηπιαγωγείο Ματιλντασκόλαν.
Μέσα από τη συνεργασία τους και, φυσικά, το πολύτιμο feedback των παιδιών, κατέληξαν σε ένα –βραβευμένο– εκπαιδευτικό πρόγραμμα με την ονομασία «Από τους δεινόσαυρους στη γιαγιά – και πίσω στο μέλλον», τίτλο που εμπνεύστηκαν από τις απαντήσεις των πεντάχρονων παιδιών στην ερώτηση «τι είναι πάρα πολύ παλιό;».
Δουλεύοντας με τα παιδιά μέσω της πολιτιστικής κληρονομιάς –η οποία για τους Σουηδούς είναι το νήμα που δένει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον– τα μικρά παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται βιωματικά ότι το παρελθόν δεν σχετίζεται μόνο με μια σειρά ημερομηνίες και γεγονότα, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την τωρινή καθημερινότητα, αλλά και με το τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα.
Η πολιτιστική κληρονομιά με την οποία έρχονται σε επαφή τα παιδιά είναι συχνά υλική: παλιά τηλέφωνα, συσκευές παιχνιδιών ή καθημερινά εργαλεία πέφτουν στα χέρια των παιδιών και αυτά προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τι ρόλο επιτελούν, βάζοντας πολύ μεγάλη φαντασία στην επιχειρηματολογία των απαντήσεών τους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία επιχειρείται η εξοικείωση των μικρών παιδιών με έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης της πολιτιστικής κληρονομιάς και του παρελθόντος γενικότερα. Αρχικά με γνώμονα τη ρευστότητά της, δηλαδή με το γεγονός ότι κάθε κάθε γενιά δημιουργεί την πολιτιστική κληρονομιά του μέλλοντος, ενώ ταυτόχρονα στέκεται κριτικά και επανανοηματοδοτεί όσα, υλικά και άυλα, της κληροδότησε το παρελθόν της. Και εξίσου σημαντικά, με γνώμονα ότι η πολιτιστική κληρονομιά ανήκει σε όλους.
Στο πλαίσιο αυτό, τα παιδιά επισκέπτονται στη διάρκεια της χρονιάς ενώσεις τοπικής και πολιτιστικής κληρονομιάς: έναν θεσμό που δεν έχει δικό του αντίστοιχο στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα διαδραστικό λαογραφικό μουσείο που αφορά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Εκεί τα παιδιά όχι μόνο βλέπουν, σε προθήκες, πώς ζούσαν οι πρόγονοί τους σε κάποιο σημείο της Ιστορίας, αλλά μπορούν και να το ζήσουν: κάνουν μικρές διαδρομές σε κάρα και φτιάχνουν βασικά τρόφιμα από το μηδέν. Σκοπός δεν ήταν να τα κάνουν σωστά, αλλά να συμμετάσχουν στη διαδικασία και να καταλάβουν πόσο διαφορετική ήταν η καθημερινότητα μιας οικογένειας που έφτιαχνε το ψωμί και το βούτυρό της από το μηδέν, σε σύγκριση με το σήμερα, που τα αγοράζει από τo σουπερμάρκετ.
Οπως σημείωσε η επιμελήτρια εκπαιδευτικών θεμάτων στο Μουσείο του Μπούχουσλεν, Ελίζαμπεθ Κορσάντερ, μία από τις τρεις ομιλήτριες στην παρουσίαση του προγράμματος στο Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών, «τα παιδιά πλέον είναι πολύ πιο πρόθυμα να κάνουν πράγματα με τα χέρια τους από ό,τι πριν από 25 χρόνια». Αυτό έχει να κάνει με το πόσο πιο διασκεδαστικό τους φαίνεται σε σχέση με τον χρόνο που περνούν στον άυλο, ψηφιακό κόσμο.
Εξήγησε ακόμα ότι, σε σχέση με 25 χρόνια πριν, τα πεντάχρονα ξέρουν πολύ λιγότερα πράγματα για τις παραδόσεις, ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο προσπαθούν να μεταδώσουν μέσω του προγράμματος. Για παράδειγμα, ελάχιστα παιδιά γνώριζαν την απάντηση στην ερώτηση γιατί στη Σουηδία βάζουν ένα πιάτο χυλό για τον Αγιο Βασίλη τα Χριστούγεννα. Ενα, μάλιστα, είπε: «Μπορείς αν θες να του βάλεις σοκολατούχο γάλα».
Τέλος, επίσης σημαντικός στόχος του προγράμματος είναι, μέσα από αυτή την κατάδυση στο παρελθόν, τα παιδιά να μάθουν πώς χρησιμοποιούνταν τότε και πως τώρα οι πόροι της Γης, με σκοπό να εξοικειωθούν οργανικά με τις έννοιες της βιωσιμότητας, της ανακύκλωσης, της επαναχρησιμοποίησης και της επισκευής αντί της αντικατάστασης, σε μια προσπάθεια του προγράμματος να συντονιστεί με τους παγκόσμιους στόχους του ΟΗΕ.
Αλλά γιατί διάλεξαν πεντάχρονα για το πρόγραμμα; Επειδή είναι η μόνη ηλικία που τα παιδιά είναι αρκετά μικρά ώστε να μην έχουν συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών στην Ιστορία και αρκετά μεγάλα για να αρχίσει το μυαλό τους να συλλαμβάνει το βάθος του παρελθόντος, από τους δεινόσαυρους έως τις γιαγιάδες.