Η Μαρλένε Ντίτριχ είχε σε όλη της τη ζωή τη φήμη μιας ψυχρής, απόμακρης femme fatale, που απεχθανόταν τη δημοσιότητα και εγκατέλειψε το Χόλιγουντ νωρίς, σχεδόν στο απόγειο της καριέρας της. Η φήμη αυτή, αρχίζει κάπως να ραγίζει, μετά την ανακάλυψη μιας σειράς θερμών επιστολών που αντάλλασσε με τον εγγονό της.
Η απόλυτη ντίβα του γερμανικού και του αμερικανικού κινηματογράφου έφυγε από τη ζωή μόνη της, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, το 1992. Η αλληλογραφία της με τον μοναχογιό της κόρης της ήταν, ίσως, η μοναδική της παρηγοριά τους τελευταίους μήνες της απομονωμένης ζωής της, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Telegraph.
Όταν ο Μάικλ Ρίβα γεννήθηκε το 1948, το περιοδικό Life αποκάλεσε τη Μάρλεν Ντίτριχ «την πιο λαμπερή γιαγιά του κόσμου». Αλλά στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, κοντά στο οικογενειακό της διαμέρισμα, ένα από τα πρώτα σεξουαλικά σύμβολα του Χόλιγουντ –και σίγουρα ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα του κόσμου– θα μπορούσε να περάσει εντελώς απαρατήρητο.
Αντί για τα χαρακτηριστικά κοστούμια της Balenciaga με τα οποία έγινε διάσημη, η Ντίτριχ έβγαινε για τις βόλτες της με τον εγγονό της μεταμφιεσμένη σε παλιομοδίτικη νοσοκόμα (ή νταντά), που την έκανε να μην ξεχωρίζει από όλες τις άλλες ανώνυμες γυναίκες που έσπρωχναν τα καροτσάκια των παιδιών τους.
Η άφιξη του Ρίβα φάνηκε να δίνει στην ηθοποιό μια δεύτερη ευκαιρία για να γίνει μητρική φιγούρα – σε έντονη αντίθεση με την γέννηση της κόρης της, Μαρίας, μητέρας του Μάικλ, το 1924. Όπως έγραψε στα απομνημονεύματά της: «Τα στελέχη του στούντιο ήταν της γνώμης ότι η μητρότητα δεν ταίριαζε στον ρόλο της “femme fatale” που έπρεπε να παίξω».
Τα περισσότερα χρόνια της παιδικής ηλικίας της Μαρίας πέρασαν πριν η κινηματογραφική εταιρία Paramount, με την οποία είχε συμβόλαιο η σταρ, της επιτρέψει να φύγει από το Βερολίνο και να βρει τη μητέρα της στην Καλιφόρνια. Κανείς δεν ήθελε η Λόλα Λόλα (η σειρήνα του «Γαλάζιου Άγγελου») να εκληφθεί ως μητέρα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και για τις επόμενες δύο, η Ντίτριχ αποχώρησε από το Χόλιγουντ και έκανε περιοδείες σε όλο τον κόσμο ως καλλιτέχνης καμπαρέ. Η επιλογή της ήταν κακοπληρωμένη και σωματικά εξαντλητική –έσπασε κάθε κόκκαλο στα δάχτυλα των ποδιών της φορώντας τακούνια– αλλά της έδωσε πίσω την ελευθερία της. «Δεν χρειάζεται να κάνω οτιδήποτε μου λέει κανείς», είχε δηλώσει εκείνη την εποχή.
Αλλά τα χρόνια της ως λαμπερή γιαγιά φαίνεται πως πρόσφεραν στην Ντίτριχ την περισσότερη χαρά – ένα μέχρι τότε άγνωστο μέρος της ιστορίας της, που προκύπτει από μια προσφάτως ανακαλυφθείσα συλλογή επιστολών ανάμεσα σε εκείνη και τον εγγονό της.
Ο Ρίβα, που πέθανε το 2012, την ακολούθησε στη βιομηχανία του κινηματογράφου, κάνοντας καριέρα ως ένας από τους πιο αξιόλογους σκηνογράφους του Χόλιγουντ. Αλλά όπως δείχνουν τα γράμματά τους, ήταν επίσης μια αδελφή ψυχή, με την οποία η ηθοποιός ένιωθε συνδεδεμένη, ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο οι δυο τους βρίσκονταν στον κόσμο.
Αυτό το μήνα, μια έκθεση της βρετανίδας καλλιτέχνιδας Νίνα Μέι Φάουλερ παρουσιάζεται στο Παρίσι στην «Galerie Suzanne Tarasieve», εμπνευσμένη από την εξαιρετική σχέση γιαγιάς και εγγονού. Η Φάουλερ, η οποία εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της λεγόμενης «χρυσής εποχής» του Χόλιγουντ, ξεκίνησε την έκθεση το 2019, με αφορμή μια συλλογή οικογενειακών φωτογραφιών που μοιράστηκε μαζί της η σύζυγος του Ρίβα, Γουέντι.
Ενα χρόνο αργότερα, ενώ ξεκαθάριζε το γραφείο του συζύγου της, η Γουέντι ανακάλυψε ένα ανεκτίμητο αρχείο: τηλεγραφήματα, γράμματα και ποιήματα από την Ντίτριχ, που πάντα φύλαγε ο Ρίβα, καθώς και τα δικά του γράμματα στη γιαγιά του, αλλά και διηγήματα για την «Mass» ή «Massy» – το παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστή στην οικογένειά της.
Αυτός ο θησαυρός του νέου υλικού –που ήδη συγκεντρώνεται σε ένα βιβλίο, μαζί με σχέδια της Φάουλερ– δείχνει μια απροσδόκητα τρυφερή και οικογενειακή πλευρά της παθιασμένης θεάς της οθόνης.
Τον Φεβρουάριο του 1982, η Ντίτριχ έγραφε στον Ρίβα με νοσταλγική διάθεση για την εποχή που εκείνος ήταν μωρό: «Πρέπει να ξέρεις πια ότι δεν σε αγαπώ γιατί υποτίθεται ότι αγαπώ τα εγγόνια μου. Σε αγαπώ σαν να σε είχα βρει παρατημένο σε έναν από αυτούς τους απαίσιους δρόμους της Νέας Υόρκης». «Ξέρεις ότι μπορείς να με καλέσεις οποιαδήποτε στιγμή με δική μου χρέωση, στον αριθμό Παρίσι 7239749», συνέχιζε. «Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου όπως έκανα εγώ σε όλη μου τη ζωή!».
Στην τελευταία δεκαετία της ζωής της, που την πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στη λεωφόρο Μοντέιν 12, τα νέα για τη ζωή του Ρίβα φαίνεται ότι συντηρούσαν το ηθικό της. «Μάικλ, ξέρεις τι μου έκανε το γράμμα σου! Είμαι ακόμα εκεί ψηλά – ψηλότερα από τον έβδομο [όροφο του διαμερίσματός μου]!» του έγραφε.
Τον Οκτώβριο του 1991, λίγους μήνες πριν τον θάνατό της –τον Μάιο του 1992–, έγραφε στον αγαπημένο της εγγονό: «Η ψυχή σου είναι χαραγμένη στον εγκέφαλο και την καρδιά μου, περισσότερο από όσο μπορεί να περιγραφεί από ποιητές και συγγραφείς».
Το κοινό μπορεί να γνωρίζει τη Μάρλεν, αλλά το αρχείο προσφέρει μια ματιά στην «Mass». Ήταν μια εξαιρετική μαγείρισσα και ο Ρίβα αναφέρεται σε αναμνήσεις της συνταγής της γιαγιάς του για αγκινάρες και σε όμορφα πρωινά στο μπαλκόνι της όλα αυτά τα χρόνια. Τα Χριστούγεννα, τη μοναδική εποχή του χρόνου που μαζευόταν όλη η οικογένεια, η σταρ έφερνε τόσα πολλά δώρα, που μόνο το ξετύλιγμα έπαιρνε μέρες.
Καθώς η Ντίτριχ απομακρυνόταν από το προσκήνιο, η καριέρα του ίδιου του Ρίβα άρχιζε να καλπάζει. Στα τριάντα του δούλευε με μεγάλη επιτυχία και η Ντίτριχ, που του είχε δώσει την πρώτη του βιντεοκάμερα ως παιδί, ήταν υπερήφανη για τα επιτεύγματά του. Το 1980, προσλήφθηκε ως διευθυντής σκηνικών στην ταινία «Συνηθισμένοι Ανθρωποι» και, εισάγοντας την εξαιρετική μελαγχολική αισθητική του, βοήθησε τον σκηνοθέτη της, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, να κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Η Ντίτριχ συνήθως δεν εκτιμούσε τους αμερικανούς σκηνοθέτες, καθώς δεν πίστευε ότι είχαν κάποια ιδιαίτερη τεχνική μαεστρία, αλλά έκανε μια εξαίρεση για τον Ρέντφορντ. Εστειλε ένα μήνυμα στον Ρίβα με την χαρακτηριστική της γραφή: «Πες στον Ρόμπερτ από εμένα να σου φερθεί καλά, γιατί τον λατρεύω! Δεν είναι καλός λόγος;»
Συνέχισε να παρακολουθεί τα επιτεύγματα του εγγονού της του, μέσω τηλεφωνικών επαφών. Ο Ρίβα έτυχε μεγαλύτερης αναγνώρισης όταν εργάστηκε ως διευθυντής σκηνικών του Στίβεν Σπίλμπεργκ για το «Πορφυρό Χρώμα». Αυτή τη φορά ήταν ο σκηνοθέτης που έγραψε ένα γράμμα ως θαυμαστής της Ντίτριχ, επαινώντας τον εγγονό της ως «τον καλύτερο διευθυντή σκηνικών με τον οποίο έχω συνεργαστεί ποτέ».
Η σταρ συχνά συμπεριλάμβανε ποιήματα στα γράμματά της. Ένα ποίημα που του έστειλε το 1985, δείχνει συγκινητικά ότι η ανταλλαγή των αγαπημένων τους λουλουδιών (τυμπερόζες – ένα είδος κρίνου) ήταν συνήθεια μιας ζωής: «Μου έφερε/Τυμπερόζες/Όπως θα έκανε ένας εραστής… Δεν ήξερε τότε/ότι θα μου έφερνε Τυμπερόζες/όσο το τέλος μου πλησίαζε».
Ο Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, πρώην εραστής της Ντίτριχ και συγγραφέας του «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», είναι μια πιθανή έμπνευση για έναν άλλο όμορφο στίχο που διαδραματίζεται στη βασανισμένη μετά θάνατον ζωή μιας ερωτικής σχέσης. «Αφησες το/το ρολόι σου/στο κομοδίνο μου… Θα επιστρέψεις/για να το διεκδικήσεις μαζί με εμένα;», αναρωτιέται.
Σε μια συνέντευξη του 1975, όταν ακόμα εργαζόταν, αλλά όχι πολύ πριν αρχίσει να απομονώνεται, η Ντίτριχ έλεγε στον δημοσιογράφο: «Νομίζω ότι όσο μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του και να ακούσει… είναι υπέροχο. Εάν δεν μπορείς να δεις, αν αυτή είναι η μοίρα σου, τότε υπάρχουν άλλα πράγματα στη ζωή σου. Εχεις ένα άγγιγμα που κανείς δεν έχει. Μπορείς να ακούσεις. Μπορείς να απολαύσεις μουσική, μπορείς να χαίρεσαι την οικογένειά σου και μπορείς να έχεις αγάπη».
Αυτή η οικογενειακή ζωή και αυτή η αγάπη, ακόμη και στην κατάσταση αυτοεξορίας από τον δημόσιο βίο που είχε επιβάλει στον εαυτό της, δείχνουν τώρα πολύ πιο πλούσια από ότι θα μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε από τους λάτρεις της.