Στις αρχές της δεκαετίας του 1840, λίγα μόλις χρόνια μετά την ενηλικίωση του Οθωνα, οι απολυταρχικές του μέθοδοι είχαν στρέψει σχεδόν τους πάντες εναντίον του. Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ήρθε ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας. Λαός και στρατός επαναστάτησαν και, με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, απαίτησαν από τον βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα. Εφιαλτικό τού φαινόταν αυτό το σενάριο τού Οθωνα, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι επαναστάτες επέβαλαν νέα κυβέρνηση, με βασική αποστολή τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης που θα κατάρτιζε το Σύνταγμα.
Η Α’ Εθνοσυνέλευση, λοιπόν –ή αλλιώς η «της 3ης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», όπως ήταν η επίσημη ονομασία της–, ξεκίνησε τις εργασίες της στις 8 Νοεμβρίου 1843. Εμεινε, δε, στην Ιστορία όχι μόνο για την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού κράτους, αλλά και επειδή κατά τη διάρκεια των εργασιών της αρθρώθηκε για πρώτη φορά η φράση που θα «βάφτιζε» το αλυτρωτικό όραμα των Ελλήνων.
Οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης πραγματοποιήθηκαν στην οικία του χιώτη τραπεζίτη Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, που είχε υπάρξει η πρώτη κατοικία του Οθωνα στην Αθήνα. Στο ίδιο σημείο βρίσκεται σήμερα η Παλαιά Βουλή.
Στην Α’ Εθνοσυνέλευση το ζήτημα που είχε θεμελιώδη σημασία ήταν ο ρόλος του βασιλιά στο νέο Σύνταγμα. Στόχος ήταν η συνέχιση της μοναρχίας με συνταγματική μορφή. Ορισμένα, λοιπόν, από τα βασικά σημεία του σχεδίου του Συντάγματος αφορούσαν τις εξουσίες του Στέμματος και αποσκοπούσαν στο να εξασφαλίσουν στον βασιλιά το δικαίωμα να συγκαλεί και να διαλύει τη Βουλή, καθώς και να μεταθέτει και να απολύει τους δημόσιους υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς.
Προβλέπονταν δύο νομοθετικά σώματα: η Βουλή, τα μέλη της οποίας θα εκλέγονταν από τον λαό, και η Γερουσία, που θα αποτελείτο από ισόβια μέλη τα οποία θα επέλεγε ο βασιλιάς. Οπως καταλαβαίνουμε, ήταν ένα σχέδιο Συντάγματος αρκετά συντηρητικό, με τις εξουσίες του βασιλιά να είναι υπέρτερες από τη λαϊκή κυριαρχία.
Τα βασικά θέματα που απασχόλησαν την Εθνοσυνέλευση και συζητήθηκαν περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα ήταν τέσσερα. Πρώτο, το εκκλησιαστικό ζήτημα. Το 1833, επί Αντιβασιλείας, η Εκκλησία της Ελλάδας είχε κηρυχθεί Αυτοκέφαλη, δηλαδή ανεξάρτητη διοικητικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς την έγκρισή του. Η πρωτοβουλία αυτή είχε ληφθεί με τη λογική ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρέμενε υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που δεν μπορούσε να ισχύει για την Εκκλησία ενός ανεξάρτητου κράτους, όπως ήταν η Ελλάδα.
Υποστηρικτές του ρωσόφιλου ή αλλιώς φιλορθοδόξου κόμματος υποστήριζαν ότι αυτή ήταν μια συνωμοσία εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης, λοιπόν, έγιναν έντονες συζητήσεις, που στόχο είχαν την ανατροπή μέρους των συνεπειών που είχε η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο τελικά δεν επετεύχθη.
Ενα άλλο ζήτημα που απασχόλησε την Εθνοσυνέλευση ήταν εκείνο της διαδοχής του Οθωνα. Εδώ υπήρχε, ουσιαστικά, ομοφωνία. Το άρθρο 40 του Συντάγματος όρισε ότι «Πας διάδοχος του ελληνικού θρόνου απαιτείται να πρεσβεύει την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Αυτό που αξίζει να σημειωθεί για το άρθρο 40 του Συντάγματος είναι ότι αποτελούσε μονομερή τροποποίηση, από την πλευρά της Εθνοσυνέλευσης, όσων είχαν συμφωνηθεί περί διαδοχής στη Συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1832, που είχε υπογραφεί από τις τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις και τη Βαυαρία όταν ορίστηκε πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας ο Οθωνας.
Το ζήτημα της Γερουσίας απασχόλησε επίσης αρκετά την Εθνοσυνέλευση, καθώς εκφράστηκαν αρκετές αντιρρήσεις σχετικά με τη θέσπιση αυτού του νομοθετικού σώματος. Κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα οδηγούσε σε πολλά έξοδα. Μια άλλη άποψη που ακούστηκε ήταν ότι επρόκειτο για αριστοκρατικό θεσμό, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι η Γερουσία θα κατέληγε να αποτελεί όργανο του Στέμματος, που θα παρεμπόδιζε τη λειτουργία του εκλεγμένου νομοθετικού σώματος, δηλαδή της Βουλής. Τελικά, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις, υπερψηφίστηκε με οριακή πλειοψηφία η ισοβιότητα των μελών της Γερουσίας.
Τέλος, αυτό που απασχόλησε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο την Α’ Εθνοσυνέλευση δεν ήταν άλλο από το λεγόμενο ζήτημα των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων. Αυτόχθονες θεωρούνταν όσοι είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στις περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση, ενώ ετερόχθονες χαρακτηρίζονταν οι Ελληνες που κατάγονταν από περιοχές που είχαν μείνει εκτός των συνόρων.
Το πολιτιστικό και κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες ήταν πολύ μεγάλο, και αυτό εκδηλώθηκε πολύ έντονα στα πρώτα χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους. Αντιθέσεις, αντιπάθειες, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στους αγωνιστές του 1821 και σχετίζονταν με την καταγωγή τους, πρωταγωνίστησαν στη συζήτηση για το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο αφορούσε τον ορισμό του έλληνα πολίτη και προέβλεπε ότι «…μόνον δε οι πολίται Ελληνες είναι δεκτοί εις όλα τα δημόσια επαγγέλματα».
Εως τότε ο Οθωνας προτιμούσε ετερόχθονες για την επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού, παραμερίζοντας τους ντόπιους. Αυτό συνέβαινε κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, διότι οι Ελληνες που ήταν μορφωμένοι και επαρκώς καταρτισμένοι για να επανδρώσουν τον κρατικό μηχανισμό ήταν κατά κανόνα ετερόχθονες. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπήρχαν και πολιτικές σκοπιμότητες.
Οι ετερόχθονες, σε αντίθεση με τους αυτόχθονες, δεν διέθεταν τοπική δύναμη (οι περισσότεροι δεν διέθεταν καν περιουσία στην Ελλάδα), με αποτέλεσμα το Στέμμα να μπορεί να βασιστεί περισσότερο σε εκείνους, καθώς δεν τους θεωρούσε ιδιαίτερη απειλή για την εξουσία του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αυτόχθονες να αισθάνονται ότι αδικούνταν εκείνοι και τα παιδιά τους και ότι αποκλείοντάς τους από τον κρατικό μηχανισμό τούς στερούσαν όλα όσα οι ίδιοι θεωρούσαν ότι τους ανήκαν δικαιωματικά.
Στο πλαίσιο, μάλιστα, των συζητήσεων που έγιναν στην Εθνοσυνέλευση για το ζήτημα των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων εκφωνήθηκε η ιστορική πλέον ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη που «βάφτισε» «Μεγάλη Ιδέα» το αλυτρωτικό όραμα των Ελλήνων. Εκτοτε, και για τις επόμενες οκτώ δεκαετίες, η Μεγάλη Ιδέα, με όλη τη γοητεία αλλά και την ασάφεια που τη χαρακτήριζαν, θα αποτελούσε την κινητήριο δύναμη της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.