Μέχρι πριν από μερικές ημέρες, ελάχιστοι εκτός Γερμανίας είχαν ακούσει την Αναλένα Μπέρμποκ. Η συμπρόεδρος των Πρασίνων (παραδοσιακά έχουν δύο), μόλις 40 ετών, επικράτησε στις αρχές της εβδομάδας του συνεργάτη της, συμπαθούς, αλλά άκρως ακαδημαϊκού Ρόμπερτ Χάμπεκ για το χρίσμα των Πρασίνων για την Καγκελαρία. Με τους Χριστιανοδημοκράτες σε περιδίνηση και αμηχανία, προσπαθώντας να διαχειριστούν την παρακαταθήκη της Μέρκελ, αλλά και να κάνουν το επόμενο βήμα ταυτόχρονα, η Μπέρμποκ πλασάρεται ακόμα και ως υποψήφια Καγκελάριος.
Η αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας είναι θεαματικές. Πράγματι, και οι εκλογές του 2017 σημαδεύτηκαν από την είσοδο της ξενοφοβικής Εναλλακτική για τη Γερμανία στη Βουλή, προκαλώντας άμεση φθορά στο CDU. Η περίπτωση των Πρασίνων, όμως, είναι διαφορετική: για πρώτη φορά μετά την καλή πορεία τους στα τέλη του ’90 με τον Γιόσκα Φίσερ, ο οποίος συγκυβέρνησε με τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ μετά την περίοδο Κολ, οι Πράσινοι πλασάρονται ως μια αστική εναλλακτική, αντλώντας κεντροαριστερές και κεντροδεξιές ψήφους από το άλλοτε κραταιό ‘Κόμμα των Εργατών», τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD, αλλά και τους Χριστιανοδημοκράτες.
Η πρωταθλήτρια τραμπολίνο από το Αννόβερο
Οι Πράσινοι, λοιπόν, καταγράφουν υψηλές πτήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα στις δημοσκοπήσεις στη Γερμανία. Συμμετέχουν, δε, είτε ως πρώτο κόμμα είτε ως εταίροι σε κυβερνήσεις 11 κρατιδίων στη χώρα. Οχι και άσχημα για ένα κόμμα που παραδοσιακά είχε μια sui generis παρουσία στη γερμανική πολιτική σκηνή. Εσχάτως, όμως, μοιάζει να θέλει να συνδυάσει τις παραδοσιακά πράσινες θέσεις του-που είναι, επί της αρχής, δημοφιλείς στη Γερμανία-με μια ευρύτερη ατζέντα, για μια σειρά θεμάτων που αφορούν τους πολίτες, πέραν του περιβάλλοντος.
Εχοντας καλά νούμερα, λοιπόν, οι Πράσινοι έψαχναν ένα καλό υποψήφιο και τον βρήκαν στο πρόσωπο της Μπέρμποκ. Μόλις 40 ετών, είναι βουλευτής εδώ και 8 χρόνια στο κρατίδιο του Βραδεμβούργου, όπου οι Πράσινοι ποτέ δεν ήταν πολύ δυνατοί. Μητέρα δύο παιδιών, με σπουδές στο πανεπιστήμιο του Ανοβέρου, αλλά και στο LSE (δεν έχει τελειώσει τη μεταπτυχιακή διατριβή της), η Μπέρμποκ ασχολήθηκε και με θέματα της «πράσινης» ατζέντας, αλλά και με θέματα εξωτερικής πολιτικής τα προηγούμενα χρόνια. Η ίδια, δε, έχει μια αξιοσημείωτη αφετηρία: είναι τρεις φορές χάλκινη πρωταθλήτρια Γερμανίας στο τραμπολίνο. Αυτό ωθεί τους πικρόχολους στο Βερολίνο σε ένα σιβυλλικό συμπέρασμα: ήταν πάντα καλή, αλλά ποτέ πρώτη.
Το μειονέκτημα που της αποδίδουν, άλλωστε, είναι ότι δεν έχει καμία κυβερνητική εμπειρία. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, κατά σύμπτωση κολυμβήτρια της συγχρονισμένης ως νεαρή, συμπαθεί πολύ την Μπέρμποκ, θεωρεί ότι η έλλειψη υπουργικών θέσεων δεν είναι πρόβλημα και κρίνει πως είναι σημαντικό ότι γυναίκες πολιτικοί δεν φοβήθηκαν τη σκιά της Μέρκελ και βγαίνουν μπροστά. Η Αναλένα που μιλάει γρήγορα και καθημερινά, πάντως, είναι συμπαθής στη Γερμανία. Αυτό ίσως οφείλεται, βεβαίως, και στον ανταγωνισμό…
Αποστειρωμένες επιλογές
Το μεγαλύτερο όπλο της Μπέρμποκ και των Πρασίνων, λοιπόν, στο δρόμο προς την Καγκελαρία ίσως αποδειχθούν οι ίδιες οι επιλογές των Χριστιανοδημοκρατών. Οι ίδιοι οι Χριστιανοδημοκράτες όταν είδαν ότι ήρθε η ώρα για το φινάλε της Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισαν να βάλουν μέσα από την ελεγχόμενη διαδικασία του συνεδρίου την Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ στη θέση της. Mini-Merkel λεγόταν η ΑΚΚ (κωδικά) και προτιμήθηκε έναντι του Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος, θεωρητικά εξέφραζε την πιο σκληρή, δεξιά και νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του κόμματος. Κάτι παραπάνω από χρόνο μετά, το φιάσκο της εκλογής ΑΚΚ κατέστη εμφανές και στους αφελείς, οπότε άνοιξε ξανά η εσωκομματική διαδικασία. Ο Μερτς ήταν πάλι εκεί, έχοντας καλά ποσοστά δημοφιλίας στις δημοσκοπήσεις, αλλά το κλειστό εκλεκτορικό σώμα αποφάσισε υπέρ του Αρμιν Λάσετ, πρωθυπουργού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και ω! του θαύματος, στενού συμμάχου της Μέρκελ.
Μια υποσημείωση: Ούτε η ΑΚΚ, ούτε ο Λάσετ, όσα χαρακτηριστικά μετριοπάθειας και αν έχουν, δεν είναι Μέρκελ. Και, κάπως έτσι, εμφανίστηκε στην εξίσωση ο Μάρκους Ζέντερ, πρωθυπουργός της Βαυαρίας. Σκοράροντας εξαιρετικά στις δημοσκοπήσεις, ο Ζέντερ απαίτησε να είναι ο τρίτος υποψήφιος Καγκελάριος από τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές μεταπολεμικά. Οι άλλοι δύο, ο ιστορικός ηγέτης του CSU και υπουργός των κυβερνήσεων του Αντενάουερ και Κολ (τον οποίο μισούσε), ο Φραντς Γιόζεφ Στραους και ο Εντμουντ Στόιμπερ το προσπάθησαν το 1980 και το 2002, αλλά αμφότεροι έχασαν. Ο Ζέντερ ήταν πεπεισμένος ότι το κακό δεν θα τρίτωνε, αν και δεν ενθουσιάζονταν όλοι στο Βερολίνο με τον χαρισματικό λαϊκιστή, ο οποίος είναι θιασώτης του δόγματος του Γκράουτσο Μαρξ «Αυτές είναι οι απόψεις μου, αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες».
Ο Ζέντερ, από σκληρός δεξιός και με αντιμεταναστευτική ρητορική το 2015, βρέθηκε εκ των υστέρων υποστηρικτής της μεταναστευτικής πολιτικής της Μέρκελ, αλλά και πολιτικός με «πράσινη» ρητορική. Όλα αυτά, όμως, δεν του αρκούσαν για να κάμψει την κομματική νομενκλατούρα του Προεδρείου του CDU που αποφάσισε να στηρίξει τον πρόεδρο Λάσετ για Καγκελάριο. Και ο Θεός βοηθός με έναν άνθρωπο ο οποίος δεν εμπνέει ούτε τους ψηφοφόρους του κόμματος του: στην έρευνα της Civey για το Spiegel, μόνο το 28% των ψηφοφόρων του CDU εκτιμά ότι μπορεί να γίνει Καγκελάριος.
Οι πιθανοί συνασπισμοί
Κάπως έτσι ερχόμαστε στο σήμερα και στα σενάρια για μετεκλογικούς συνασπισμούς, έστω και αν ακόμα είναι πολύ νωρίς.
Ενα ισχυρό σενάριο, αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, θα ήταν ένας νέος μεγάλος συνασπισμός, με Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους. Ισως, θα μπορούσαν να χωρέσουν και οι Φιλελεύθεροι σε αυτό το σχήμα, κάνοντας πράξη την Τζαμάικα.
Από την άλλη, μια τυχόν εκλογική ελεύθερη πτώση του CDU, ανοίγει το παιχνίδι. Σύμφωνα με το άλλο σενάριο, οι Πράσινοι θα μπορούσαν να είναι η μεγάλη δύναμη ενός συνασπισμού, ίσως με τους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και τους Φιλελεύθερους.
Το τρίτο σενάριο, διαχρονικό όνειρο της γερμανικής Αριστεράς, μια κυβέρνηση με Πράσινους, Σοσιαλδημοκράτες και Αριστερά, μάλλον θα παραμείνει όνειρο. Η Αναλένα Μπέρμποκ, άλλωστε, ανήκει στους «ρεαλιστές» των Πρασίνων.