Για όποιον εξακολουθεί να αμφιβάλλει για την πραγματική φύση του καθεστώτος της Χαμάς, το περιεχόμενο μιας σειράς απόρρητων εγγράφων της οργάνωσης που περιήλθαν στην κατοχή των Ισραηλινών μετά την εισβολή στη Γάζα και εξετάστηκαν στη συνέχεια από τους New York Times είναι σίγουρα διαφωτιστικό.
Καταρχάς, επιβεβαιώνουν κάτι λίγο πολύ ευρέως γνωστό, αν και όχι καθολικά αποδεκτό: τον εκτεταμένο έλεγχο του πληθυσμού της Γάζας από τη φονταμενταλιστική οργάνωση, την έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, την καχυποψία που κλιμακώνεται σε σημείο παροξυσμού, όπως συμβαίνει σε κάθε αυταρχικό καθεστώς. Και αποκαλύπτουν πως την ευθύνη για τον έλεγχο και την καταστολή των πολιτών της Γάζας την έφερε η αποκαλούμενη Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας, επιβλέπων της οποίας ήταν ο ίδιος ο Γιαχία Σινουάρ.
«Ο ηγέτης της Χαμάς επέβλεπε επί χρόνια μια μυστική αστυνομική δύναμη στη Γάζα, που παρακολουθούσε κοινούς Παλαιστίνιους και φακέλωνε νέους ανθρώπους, δημοσιογράφους και όσους αμφισβητούσαν την κυβέρνηση» γράφουν οι Ανταμ Ράσγκον και Ρόνεν Μπέργκμαν επικαλούμενοι το περιεχόμενο των εν λόγω απορρήτων εγγράφων, αλλά και μαρτυρίες αξιωματούχων των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ.
Η μυστική αστυνομία του Γιαχία Σινουάρ βασιζόταν σε ένα εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριοδοτών, ορισμένοι από τους οποίους κατήγγελλαν ακόμη και τους γείτονές τους. Ανθρωποι φακελώνονταν επειδή συμμετείχαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ή επέκριναν δημοσίως τη Χαμάς, ενώ άλλοι παρακολουθούνταν ακόμη και ως ύποπτοι εξωσυζυγικών σχέσεων.
«Απλοί πολίτες της Γάζας ήταν εγκλωβισμένοι πίσω από το τείχος του εξοντωτικού αποκλεισμού του Ισραήλ και υπό τον έλεγχο και το άγρυπνο βλέμμα μιας δύναμης ασφαλείας. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται σήμερα, με την επιπρόσθετη απειλή των ισραηλινών χερσαίων στρατευμάτων και των αεροπορικών επιδρομών» γράφουν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι.
«Είμαστε αντιμέτωποι με βομβαρδισμούς από τις δυνάμεις κατοχής και με με τη βαναυσότητα των τοπικών Αρχών» είπε στην τηλεφωνική επικοινωνία του με τους New York Times ο Εχάμπ Φασφούς, ένας δημοσιογράφος στη Λωρίδα της Γάζας, ο οποίος είχε φακελωθεί από τη μυστική αστυνομία, έχοντας χαρακτηριστεί ως «ένας εκ των βασικών πολέμιων του κινήματος της Χαμάς».
Σύμφωνα με αξιωματούχους της διεύθυνσης πληροφοριών του ισραηλινού στρατού (οι οποίοι παρέδωσαν τα απόρρητα έγγραφα στους New York Times), στους φακέλους της μυστικής αστυνομίας της Χαμάς εμπεριέχονται πληροφορίες για έως και 10.000 Παλαιστίνιους, πολίτες της Γάζας.
Επίσημα, η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας ήταν όργανο του πολιτικού κόμματος της Χαμάς, αλλά πρακτικά λειτουργούσε ως μακρύ χέρι της κυβέρνησης. Ενας Παλαιστίνιος που γνωρίζει τη δομή της ισλαμιστικής οργάνωσης επιβεβαίωσε (διατηρώντας την ανωνυμία του) στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα ότι η υπηρεσία ήταν ένα από τα τρία ισχυρά όργανα εσωτερικής ασφάλειας στη Γάζα. Τα άλλα δύο ήταν ήταν η Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών, που κατά βάση εστιαζόταν στο Ισραήλ, και η Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας, που υπαγόταν στο υπουργείο Εσωτερικών.
Πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και τον πόλεμο με το Ισραήλ, οι μηνιαίες δαπάνες της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ανερχόταν σε 120.000 δολάρια, ενώ η δύναμή της σε 856 άτομα, 160 εκ των οποίων πληρώνονταν για να προπαγανδίζουν τις θέσεις της Χαμάς και να εξαπολύουν διαδικτυακές επιθέσεις εναντίον αντιπάλων της οργάνωσης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Οπως εξηγούν οι Ανταμ Ράσγκον και Ρόνεν Μπέργκμαν στο ρεπορτάζ τους, οι στόχοι της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας ήταν παρόμοιοι με εκείνους των υπηρεσιών ασφαλείας σε χώρες όπως η Συρία, όπου είναι γνωστό πως έχουν χρησιμοποιηθεί μυστικές μονάδες για την κατάπνιξη κάθε διαφωνίας. Ωστόσο, στα αρχεία της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας γίνεται λόγος, όχι για σωματική βί,α αλλά για τακτικές όπως η λογοκρισία, ο εκφοβισμός και η παρακολούθηση.
«Αυτή η Γενική Υπηρεσία Ασφάλειας είναι ακριβώς όπως η Στάζι της Ανατολικής Γερμανίας» είπε ο Μάικλ Μιλστάιν, πρώην αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών του ισραηλινού στρατού. «Υπάρχει πάντα κάποιος στον δρόμο να κοιτάει» πρόσθεσε.
Κάπως έτσι οι Παλαιστίνιοι της Λωρίδας κατέληξαν να ζουν υπό καθεστώς φόβου, επιλέγοντας να σιωπούν παρά να μπουν στο στόχαστρο της «Στάζι» της Χαμάς. «Υπάρχουν πολλοί που αυτολογοκρίνονται. Απλώς δεν θέλουν προβλήματα με την κυβέρνηση της Χαμάς» εξήγησε ο Μκχαϊμάρ Αμουσάντα, πολιτικός επιστήμονας από τη Γάζα.
«Αυτή η άποψη συγκρούεται με τα πιο σκληρά σχόλια των ηγετών του Ισραήλ» σημειώνουν οι δημοσιογράφοι των New York Times, θυμίζοντας πως ο πρόεδρος του Ισραήλ είχε κατηγορήσει τους πολίτες της Λωρίδας της Γάζας ότι δεν ανέτρεψαν τη Χαμάς πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. «Υπάρχει ένα ολόκληρο έθνος που είναι υπεύθυνο. Αυτή η ρητορική περί αμάχων που δεν γνώριζαν, δεν εμπλέκονταν, δεν είναι καθόλου αλήθεια. Θα μπορούσαν να είχαν ξεσηκωθεί» είχε πει ο Ισαάκ Χέρτσογκ.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τα έγγραφα για τη δράση της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Χαμάς η πραγματικότητα έως τις 7 Οκτωβρίου ήταν πολύ διαφορετική: «Τα έγγραφα δείχνουν ότι οι ηγέτες της Χαμάς, παρότι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τον λαό της Γάζας, δεν ανέχονταν την παραμικρή υποψία διαφωνίας. Αξιωματούχοι ασφαλείας παρακολουθούσαν δημοσιογράφους και άτομα που υποπτεύονταν για ανήθικη συμπεριφορά. Πράκτορες εξάλειφαν επικριτικά σχόλια από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξέταζαν τρόπους δυσφήμισης πολιτικών αντιπάλων. Οι πολιτικές διαμαρτυρίες χαρακτηρίζονταν ως απειλές που έπρεπε να αντιμετωπιστούν» συνοψίζουν οι Ανταμ Ράσγκον και Ρόνεν Μπέργκμαν
Αξιωματούχοι των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας ανέφεραν πως η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Γιαχία Σινουάρ. Πρόσθεσαν επίσης πως τα εν λόγω έγγραφα προορίζονταν για τον ίδιο τον ηγέτη της Χαμάς στη Γάζα. Σε ένα από αυτά σημειώνεται, μεταξύ άλλων, πως η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας εργάζεται για την προστασία του λαού, της περιουσίας και των υπηρεσιών πληροφοριών της Χαμάς και για την υποστήριξη της ηγεσίας της στη λήψη αποφάσεων.