Από μια απροσδόκητη οπτική γωνία οι New York Times προσθέτουν ένα ακόμη επιχείρημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Μιλούν για το ηθικό δίλημμα του επισκέπτη του Βρετανικού Μουσείου ο οποίος θαυμάζει αρχαιότητες που είναι κλεμμένες. H δημοσιογράφος που υπογράφει το ρεπορτάζ μας είναι γνωστή από προηγούμενο ταξιδιωτικό της κείμενο στους New York Times με τίτλο «Athens Rising» (Η Αθήνα ανυψώνεται) —προκάλεσε εντύπωση στην Ελλάδα το 2018 και ήταν σαν να προβλέπει το ανανεωμένο ενδιαφέρον των Αμερικανών για την πρωτεύουσα μετά την κρίση και πέρα από τις καθιερωμένες τουριστικές ατραξιόν. Το νέο της κείμενο με τίτλο «Οταν μια επίσκεψη στο μουσείο γίνεται ηθικό δίλημμα» ακουμπάει στη διαμάχη με το Βρετανικό Μουσείο για τα Γλυπτά.
Η Γουάιλντερ εκκινεί από ένα ευρύτερο ερώτημα: «Τα δυτικά μουσεία είναι σημαντικά τουριστικά αξιοθέατα, προσελκύοντας ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο. Αλλά τι ευθύνη φέρουμε εμείς ως θεατές για την υποστήριξη ιδρυμάτων που προβάλλουν αυτό που οι κριτικοί ονομάζουν κλεμμένα έργα;».
To άρθρο αρχίζει με μια αναφορά στην αφρικανική πτέρυγα του Humboldt Forum στο Βερολίνο, ένα μεγάλο νέο μουσείο που άνοιξε το 2021. Δεκάδες χάλκινα του Μπενίν και άλλοι θησαυροί από τον 13ο αιώνα εκτίθενται εκεί ίσως για τελευταία φορά. Από τον Ιούλιο του 2021, τα τεχνουργήματα δεν ανήκουν πλέον στη Γερμανία. Αποτελούν μέρος ενός θησαυρού που η Γερμανία έχει αρχίσει να επιστρέφει τμηματικά στη Νιγηρία, αρχής γενομένης από τον περασμένο Δεκέμβριο. Η τελευταία αυτή έκθεση δεν αφηγείται μόνο την ιστορία των αντικειμένων, αλλά και την κλοπή τους το 1897, όταν οι βρετανικές δυνάμεις λεηλάτησαν την πόλη του Μπενίν, κλέβοντας θησαυρούς από το βασιλικό παλάτι που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοδυτική Νιγηρία. Στον χώρο του Humboldt Forum υπάρχουν διαγράμματα που εξηγούν πώς εκλάπησαν τα χάλκινα του Μπενίν, ακόμη και φωτογραφίες με βρετανούς στρατιώτες σε θριαμβευτικές πόζες πάνω στα λάφυρα.
«Για τους επισκέπτες των μουσείων, οι ηθικές διαστάσεις της θέασης της λεηλατημένης τέχνης είναι αδύνατο να αγνοηθούν» σχολιάζει η Γουάιλντερ. «Τα δυτικά μουσεία είναι σημαντικά τουριστικά αξιοθέατα, προσελκύοντας ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο (…) Μήπως θα έπρεπε να ρωτάμε πώς αυτά τα μουσεία απέκτησαν τους θησαυρούς τους;» διερωτάται, και θέτει το ζήτημα αν τελικά «χρειάζεται συνολική επανεξέταση η αντίληψή μας για το πώς πρέπει να είναι ένα σύγχρονο εθνολογικό μουσείο».
Το άρθρο αναφέρεται στην αλλαγή των αντιλήψεων για τους κλεμμένους θησαυρούς σε όλη την Ευρώπη και στέκεται ιδιαίτερα στο Βρετανικό Μουσείο και στα Γλυπτά του Παρθενώνα. «Δεν υπάρχει κανένα ίδρυμα που να έχει προκαλέσει μεγαλύτερη συζήτηση και διαμάχες για τις αποικιακές κτήσεις από το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο ήταν το πρώτο δημόσιο εθνικό μουσείο που κάλυπτε όλους τους τομείς της γνώσης, όταν ιδρύθηκε το 1753 στο Λονδίνο. Φιλοξενεί περίπου οκτώ εκατομμύρια αντικείμενα, πολλά από τα οποία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια αιώνων κυριαρχίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας» σημειώνει.
Μιλώντας στους New York Times, o διακεκριμένος νομικός Τζέφρι Ρόμπερτσον, συγγραφέας του βιβλίου «Σε ποιον ανήκει η Ιστορία;», τόνισε τα εξής για το Βρετανικό Μουσείο: «Οι τουρίστες θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι πολλά από τα ενδιαφέροντα αντικείμενα από άλλες περιοχές του κόσμου είναι στην πραγματικότητα κλεμμένα, συχνά υπό την απειλή ενός τουφεκιού».
Η αρθρογράφος, περιγράφοντας την τελευταία επίσκεψή της στο Βρετανικό Μουσείο, μιλάει για τους επισκέπτες που συνωστίζονται στους διαδρόμους «για να δουν αυτό που αποτελεί ίσως το πιο επίμαχο απόκτημα, τα Γλυπτά του Παρθενώνα — ή τα Ελγίνεια Μάρμαρα όπως αποκαλούνται μερικές φορές, από τον βρετανό αριστοκράτη που τα είχε αφαιρέσει από την Ακρόπολη της Αθήνας στις αρχές του 19ου αιώνα».
«Παρόλο που το Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται σε συνομιλίες με τις ελληνικές αρχές σχετικά με μια ενδεχόμενη διευθέτηση για περισσότερα από 30 χρόνια, το μουσείο παραμένει ανυποχώρητο, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο Λόρδος Ελγιν αγόρασε τα μάρμαρα με νόμιμο τρόπο από εκπροσώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε την εποχή εκείνη την Ελλάδα υπό την κατοχή της. Οι υποστηρικτές της αποκατάστασης αντιτείνουν ότι οι Οθωμανοί ήταν εισβολείς που δεν μπορούσαν να πουλήσουν νομίμως την κληρονομιά της χώρας» σημειώνεται στο άρθρο.
Το συμπέρασμα της δημοσιογράφου είναι ότι τα μουσεία βασίζονται εδώ και καιρό σε νομικίστικες συμβάσεις, παρουσιάζοντας αποδείξεις πώλησης για τα επίμαχα αντικείμενα ή έγγραφα που δηλώνουν ότι παραδόθηκαν νόμιμα. Ωστόσο πολλοί αντιτείνουν ότι τα «επίσημα» έγγραφα «υποκρύπτουν τον εξαναγκασμό και την κλοπή».
Αντιδρώντας στο αίτημα του επαναπατρισμού από την Ελλάδα οι αξιωματούχοι του Βρετανικού Μουσείου επικαλούνται συχνά τον Νόμο του Βρετανικού Μουσείου του 1963, ο οποίος απαγορεύει στους διαχειριστές του να αφαιρούν αντικείμενα από τη συλλογή εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Για να επιτραπεί η επιστροφή των θησαυρών κανονικά ο νόμος θα πρέπει να αλλάξει από το βρετανικό κοινοβούλιο, σημειώνουν οι NYTimes, προσθέτοντας ωστόσο τη γνώμη εμπειρογνωμόνων σε θέματα αποκατάστασης οι οποίοι υποστηρίζουν ότι είναι αρκετά ασαφής, ώστε να παρέχει στους διαχειριστές του Μουσείου κάποια περιθώρια.
«Ενθαρρυντικές οι μυστικές συνομιλίες»
«Το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών έχει ισχυροποιηθεί μετά το άνοιγμα το 2009 του Μουσείου της Ακρόπολης, στους πρόποδες της αρχαίας Ακρόπολης, όπου τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στην κατοχή των Βρετανών θα μπορούσαν επανενωθούν με αυτά που παραμένουν στην Ελλάδα. Οι μυστικές συνομιλίες τον περασμένο χρόνο μεταξύ της Ελλάδας και του Βρετανικού Μουσείου είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι ότι η διαφορά θα μπορούσε να πλησιάζει σε επίλυση, αν και αξιωματούχοι και των δύο πλευρών έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία» αναφέρει η δημοσιογράφος.
Οι New York Times ζήτησαν επισήμως την άποψη του Βρετανικού Μουσείου. Εκπρόσωπός του απάντησε ότι «οι συζητήσεις με την Ελλάδα για μια εταιρική σχέση για τον Παρθενώνα (Parthenon Partnership) συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές». Και πρόσθεσε τις γνωστές εδώ και καιρό διατυπώσεις του Προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν (πρώην υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας) ότι «δεν πρόκειται να διαλύσουμε τη συλλογή του μουσείου καθώς αφηγείται την κοινή ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, εξετάζουμε μακροπρόθεσμες συνεργασίες, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να μοιραστούμε με το κοινό από όλο τον κόσμο τα σπουδαιότερα αντικείμενά μας».
Στο Βρετανικό Μουσείο, κάτω από ένα τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, η Τσάρλι Γουάιλντερ, που υπογράφει το κείμενο, είδε μια οικογένεια Ελλήνων να φωτογραφίζεται μπροστά σε μορφές θεών και ηρώων. Οπως και στο Humboldt Forum στο Βερολίνο η συνοδευτική επιγραφή κάνει ουδέτερα λόγο για την «αμφισβητούμενη προέλευση» των εκθεμάτων. Αλλά στο Λονδίνο δεν υπάρχει στον ίδιο χώρο καμία ανακοίνωση για την επιστροφή των έργων τέχνης όπως στο Βερολίνο. Ας ελπίσουμε ότι θα την δούμε σύντομα.