Στο Χόλιγουντ δεν γίνονται ατυχήματα. Μετά την απίστευτη ερμηνεία του «I’m Just Ken» στην φετινή τελετή των Οσκαρ, ο ρόλος του Κολτ Σίβερς στον «Κασκαντέρ» («The Fall Guy») έρχεται να επιβεβαιώσει την άνοδο του Ράιαν Γκόσλινγκ στην κορυφαία βαθμίδα των σταρ. Πέρα από το ότι ο «Κασκαντέρ» προσφέρει ψυχαγωγία 100% καθώς καλύπτει όλες τις κατηγορίες που ενδιαφέρουν το κοινό με δράση, ρομαντισμό, την κληρονομιά του franchise για τους μεγαλύτερους και τη μόδα του Τζον Γουίκ για τους νεότερους, σφραγίζεται επίσης από τη δημόσια περσόνα του ηθοποιού.
Βασισμένη στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980, η κωμωδία του Ντέιβιντ Λιτς (πρώην κασκαντέρ και ο ίδιος που επιστρέφει μετά το «Bullet Train») ακολουθεί τον Κολτ Σίβερς, έναν κασκαντέρ του Χόλιγουντ, ο οποίος έχει αφοσιωθεί στην φροντίδα της σωματικής και της ψυχικής του υγείας, αλλά αναγκάζεται να επιστρέψει στη δουλειά, όταν ο Τομ Ράιντερ, ο πρωταγωνιστής ενός blockbuster, εξαφανίζεται μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και η αδίστακτη παραγωγός της ταινίας προσπαθεί με διάφορους ελιγμούς να αποκρύψει την εξαφάνιση του σταρ από το στούντιο και τους δημοσιογράφους.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει η Τζόντι Μορένο, η πρώην του Σίβερς (Εμιλι Μπλαντ), την καρδιά της οποίας προσπαθεί να ξανακερδίσει, ενώ ταυτόχρονα εκτελεί τις εξωφρενικά επικίνδυνες σκηνές της ταινίας. Αλλά καθώς το μυστήριο της εξαφάνισης του Ράιντερ περιπλέκεται όλο και περισσότερο και ο Κολτ ψάχνει να τον βρει, νιώθει παγιδευμένος σε μια κατάσταση πολύ πιο επικίνδυνη από τις πιο ακραίες σκηνές που έχει να εκτελέσει.
Ο Φιλ Χόουντ επισημαίνει στον Guardian, ότι ο ρόλος του βετεράνου κασκαντέρ, που προσπαθεί να σώσει τον ηλίθιο σταρ τον οποίο ντουμπλάρει, ολοκληρώνει τη στάση που κράτησε ο Γκόσλινγκ στα talk show και τα μιμίδια στα social media την τελευταία δεκαετία: σταριλίκι και διασημότητα ως απολαυστική πρόσοψη, ένα αστείο ανάμεσα στον σταρ και κοινό, που παίζεται με τις πιο ελαφριές ειρωνικές πινελιές και λίγοι μπορούν να το καταλάβουν.
Αλλά φυσικά ο Γκόσλινγκ είναι ένας αυθεντικός σταρ, ένας από τους πιο σημαντικούς του Χόλιγουντ σήμερα. Ο μπερδεμένος, τοξικός του κούκλος Κεν έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας από τη Μάργκοτ Ρόμπι στη «Μπάρμπι». Μπαίνοντας σε κλασικά αρχέτυπα αρρενωπότητας με μοντέρνα αυτογνωσία είναι η δική του έκφραση στην οθόνη δίνοντάς μας έναν νέο σταρ, μοναδικά ευέλικτο για την μετά το #MeToo εποχή.
Συχνά οι ρόλοι του –σοφέρ εγκληματιών, τολμηρός μοτοσυκλετιστής, διεφθαρμένος τραπεζίτης– ήταν εξαιρετικά φαλλοκρατικοί, αλλά ο ίδιος ο ηθοποιός έχει στρογγυλεμένες μετροσέξουαλ «άκρες». Οι άντρες θέλουν να είναι όπως αυτός, με την απίστευτη cool γοητεία του και τα κομψά μπουφάν του. Ηδη από το 2017, η Μοργουένα Φέριερ έγραφε στον Guardian ότι οι «κλώνοι» του Γκόσλινγκ κυκλοφορούσαν πλέον παντού φορώντας εφαρμοστά κοστούμια, μπλουζάκια με γυρισμένα μανίκια και τα μαλλιά με χωρίστρα στο πλάι…
Ταυτόχρονα, όπως οι περισσότεροι ισορροπημένοι άρρενες σταρ της εποχής μας, έχει εμφανή τα φεμινιστικά του διαπιστευτήρια. Εχοντας διαπαιδαγωγηθεί από τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του, είπε το 2016: «Νομίζω ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες από τους άνδρες. Είναι πιο δυνατές, πιο εξελιγμένες». Ενα χρόνο αργότερα, παραλαμβάνοντας τη Χρυσή Σφαίρα του για το «La La Land», ευχαρίστησε την «κυρία» του, Εύα Μέντες, που μεγάλωνε τις κόρες τους ενώ εκείνος ήταν στα γυρίσματα. Και όταν η Μάργκοτ Ρόμπι και η σκηνοθέτις της «Μπάρμπι», Γκρέτα Γκέργουιγκ, παρακάμθηκαν στις φετινές Χρυσές Σφαίρες, αντέτεινε: «Δεν υπάρχει Κεν χωρίς Μπάρμπι».
Το πιο σημαντικό, δε, είναι ότι η δουλειά του υπηρετεί και τα δύο φύλα, βάζοντάς τον συχνά σε δευτερεύοντες ρόλους, που όπως ο Κεν, είναι ειλικρινείς σχετικά με τις ανδρικές αδυναμίες, σημειώνει ο Φιλ Χόουντ στον Guardian. Ο κασκαντέρ του είναι πιο χαλαρός, αλλά και εδώ εξακολουθεί να αυτοσαρκάζεται. Με τους δικέφαλους και τα ξανθά μαλλιά του, ο Σίβερς είναι ένα πολύ ελκυστικό ανθρώπινο πολυεργαλείο που τον ανατινάζουν, τον πυροβολούν, τον χτυπάνε με αυτοκίνητα, τον ρίχνουν από παράθυρα και από δυσθεώρητα ύψη, που πέφτει αλλά ξανασηκώνεται και φοράει αυτό το βάρος όπως το ταλαιπωρημένο του σακάκι.
«Ποτέ δεν είδα γροθιά που να μην τη θυμάμαι», λέει μετά από ένα σφυροκόπημα. Ο σεναριογράφος της ταινίας Ντρου Πιρς επιβεβαιώνει ότι το κλειδί για την ταινία ήταν η ικανότητα του Γκόσλινγκ να παίζει στα δύο άκρα του φάσματος: «Είναι αυθεντικά αρρενωπός, αλλά και ταυτόχρονα συναισθηματικά ευάλωτος. Ο,τι καλύτερο για έναν παλιομοδίτη σταρ όπως ο Στιβ ΜακΚούιν, με ένα μοντέρνο twist ευαισθησίας. Στην ταινία παίζουμε με αυτό το διττό στοιχείο. Ο χαρακτήρας του είναι σίγουρα καλός τύπος, αλλά υπάρχει ένα τυφλό σημείο στη συναισθηματική του αυτογνωσία που προέρχεται από ένα πολύ αρρενωπό μέρος», λέει.
Φυσικά, η υπονόμευση της αρρενωπότητας δεν είναι κάτι καινούργιο: αυτή ήταν η μοναδικότητα των αναδυόμενων ανδρών σταρ του Χόλιγουντ της εποχής του Νέου Ανδρα της δεκαετίας του 1990, όπως ο Κιάνου Ριβς, ο Τζόνι Ντεπ και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, που πίστευαν στην ισότητα ανδρών και γυναικών. Αλλά η ικανότητα του Γκόσλινγκ να επιβεβαιώνει και να αμφισβητεί ταυτόχρονα τα αντρικά ήθη, σε ταινίες στην κορυφή της καριέρας του, είναι κάτι νέο.
Η περιοδεία του για την προβολή της «Μπάρμπι» –θρηνώντας για την αδιαφορία των κοριτσιών του για τις κούκλες Κεν τους, ενώ υποδυόταν τον Κεν με τρομερές ατάκες– ήταν ένα έργο τέχνης. Ηταν ένας άντρας που προφανώς αντλούσε από ένα βαθύ πηγάδι άστοχων προσδοκιών για το φύλο: ενθουσιασμένος από τον Σιλβέστερ Σταλόνε, που τον είχε δει στο «Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα» (1982), έριξε μαχαίρι για μπριζόλες σε συμμαθητές του και φυσικά αποβλήθηκε από το σχολείο, ενώ η συνήθεια του Σταλόνε να φοράει βιζόν προφανώς ενέπνευσε την γκαρνταρόμπα του Κεν…
Η εμφάνιση, δε, του Γκόσλινγκ σε ρόλο αυτοσαρκαζόμενου Αλφα αρσενικού είναι ακόμη πιο συναρπαστική, επειδή άργησε. Χωρίς να είναι ιδιαίτερο ταλέντο στο τραγούδι ή στον χορό, όπως οι συνάδελφοί του της δεκαετίας του 1990 Μπρίτνεϊ Σπίαρς, Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και Κριστίνα Αγκιλέρα, που είχαν μια γρήγορη διαδρομή προς την επιτυχία, χρειάστηκε να περιμένει δέκα χρόνια μέχρι το «Ημερολόγιο», την πρώτη του αξιοσημείωτη εισπρακτική επιτυχία το 2004, με την οποία έγινε επίσης διεθνώς γνωστός. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Νικ Κασσαβέτης τον επέλεξε για πρωταγωνιστή του επειδή δεν είχε «φυσικά ανδρικά χαρίσματα», σε αντίθεση με τον ερωτικό του αντίπαλο, τον πιο συμβατικά ελκυστικό Τζέιμς Μάρσντεν.
Είχε κάτι παράξενο ο ηθοποιός με το μακρύ πηγούνι εκείνη την περίοδο. Μάλιστα, η ανατρεπτική του λάμψη τού ήταν χρήσιμη σε μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντες αλλά άσχετους μεταξύ τους ρόλους, που έπαιξε τη δεκαετία του 2000: έναν Εβραίος νεοναζί που μισούσε τον εαυτό του στον «Πιστό» (2001), έναν εθισμένο στο κρακ καθηγητή γυμνασίου στο «Half Nelson» (2006) και έναν ψυχολογικά τραυματισμένο νεαρό, που περιφέρει παντού την sex doll του στην κομεντί «Ο Λαρς και η Κούκλα του» (2007).
Η μακρόχρονη κύηση του στη showbiz –και το ότι είναι αναμφισβήτητα ο πιο έμπειρος ηθοποιός της εποχής των social media– σημαίνει ότι ο Ράιαν Γκόσλινγκ νιώθει ότι είναι πιο κοντά μας, ένας δικός μας, παρά ο τυπικός σταρ του Χόλιγουντ, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο «Κασκαντέρ» για να τον κάνει εκπρόσωπο του κοινού, δίπλα στον σταρ Τομ Ράιντερ, τον οποίο υποδύεται ο Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον. Μεγαλώνοντας με την επίγνωση του τρόπου με τον οποίο η βιομηχανία διαδίδει τα πρότυπα του φύλου, ο Γκόσλινγκ έχει κερδίσει τον σεβασμό του κοινού όσον αφορά στο να κάνει αργότερα αυτούς τους κανόνες ελεγχόμενους, σημειώνει ο Φιλ Χόουντ στον Guardian.
Περιστασιακά, ωστόσο, φαίνεται σχεδόν σαν να απολαμβάνει το να υποκύπτει στον «μηδενισμό» της κυρίαρχης βιομηχανίας, καθώς ο Σίβερς σατιρίζει το έργο του Τομ Ράιντερ. Επέστρεψε, εξάλλου, στην λιγομίλητη καρικατούρα δράσης στην πρόσφατη ταινία του Netflix «The Gray Man».
Είναι, όμως, πλέον προφανές σε όλους, ότι η κωμωδία είναι αυτή που έκανε τον Γκόσλινγκ πραγματικά mainstream, με πρώτη του εμφάνιση στο είδος με την κομεντί «Crazy, Stupid, Love» (2011), όπου αναλαμβάνει να «ετοιμάσει» τον Στιβ Καρέλ για να γίνει ο επόμενος μεγάλος καρδιοκατακτητής και με δύο «γυμνές» σκηνές επισκιάζει σχεδόν ολόκληρο το υπόλοιπο εντυπωσιακό καστ, τους Τζούλιαν Μουρ, Κέβιν Μπέικον και Μαρίσα Τομέι.
Τέλος, ανάμεσα στις πολλές ικανότητες που έχει αποδείξει ότι έχει, ο Γκόσλινγκ ξέρει πώς να εξελίσσεται. Για να εμβαθύνει, ωστόσο, στο σεξ-απίλ του και την καλλιτεχνική του αξία, ο Φιλ Χόουντ γράφει στον Guardian, ότι ίσως χρειαστεί να αναζητήσει διεισδυτικούς, καθαρά δραματικούς ρόλους. Γιατί σε τέτοιους, εκτός από την επανασύνδεσή του με τον σκηνοθέτη του «La La Land», Ντέιμιαν Σαζέλ στον «Πρώτο Ανθρωπο» (2018), τη βιογραφική ταινία για τον Νιλ Αρμστρονγκ, δεν τον έχουμε δει σχεδόν καθόλου κατά την τελευταία δεκαετία. Αλλά προς το παρόν, αυτοί οι ρόλοι μπορούν να περιμένουν. Γιατί ο Γκόσλινγκ γεννά τα χρυσά αυγά…