Κατά διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ η Washington Post, γνωρίζοντας το ποιόν του, άρχισε να καταγράφει τα ψέματά του, καταμετρώντας, τελικά, μέσα σε τέσσερα χρόνια 30.573 «ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς». Αποφάσισε, όμως, να συνεχίσει να κάνει το ίδιο και με τον Τζο Μπάιντεν, διαπιστώνοντας ότι ο νυν αμερικανός πρόεδρος ψεύδεται επίσης, λιγότερο ασύστολα σε σχέση με τον προκάτοχό του, αλλά ενίοτε με ανάλογη ευκολία.
Ωστόσο το Fox News, με το που πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Τζο Μπάιντεν, επέλεξε να αρχίσει να μετράει όχι τα ψέματά του αλλά τις γκάφες του, καταγράφοντας, για παράδειγμα, τις φορές που ξεχνάει το όνομα ενός πολιτικού ή απευθύνεται στην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις, αποκαλώντας την πρόεδρο, ή τα χάνει, όταν έρχεται αντιμέτωπος με περισσότερους από έναν, δύο, τρεις αριθμούς.
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, ο Economist διερωτάται γιατί ανακριβείς δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν χαρακτηρίζονται από το Fox News όχι ως ψέματα αλλά ως γκάφες, όπως συνέβη, για παράδειγμα, όταν ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ντέλαγουερ, δεν υπάρχουν γαλοπούλες (ενώ υπάρχουν) αλλά ζουν τα περισσότερα κοτόπουλα στις ΗΠΑ (ενώ δεν ζουν).
Επειδή «οι γκάφες είναι πιο επικίνδυνες από τα ψέματα για τον Τζο Μπάιντεν, καθώς ενισχύουν την αντίληψη ότι, στα 80 του, είναι πολύ μεγάλος για το αξίωμά του», απαντάει το έγκριτο βρετανικό περιοδικό και είναι αλήθεια ότι την εν λόγω άποψη δεν τη συμμερίζονται μόνον πωρωμένοι Ρεπουμπλικανοί και φανατικοί οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ.
Οταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νυν πρόεδρος, πριν από μία διετία, το 44% των Αμερικανών τον εμπιστευόταν ότι θα έκανε σωστά τη δουλειά του. Σήμερα, όμως, τον εμπιστεύεται μόλις το 23% (σύμφωνα με δημοσκόπηση του Associated Press και του Norc Center for Public Affairs Research). Και λιγότερο από μία διετία πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ακόμη και οι περισσότεροι Δημοκρατικοί είναι αντίθετοι στο να διεκδικήσει την επανεκλογή του (παρότι εκείνος δείχνει να προετοιμάζεται για αυτό ακριβώς).
Στο δημοσίευμα του Economist αναφέρεται ότι οι παραπάνω απόψεις ενδέχεται να διαιωνίζονται και να ενισχύονται από την «ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση» ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει καταφέρει πολλά. Οντως, πρόσφατη δημοσκόπηση της Washington Post και του ABC έδειξε ότι το 62% των Αμερικανών πιστεύει ότι έχει πετύχει είτε «όχι πολλά» είτε «λίγα ή τίποτα».
Ωστόσο, η εν λόγω αντίληψη έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, σύμφωνα πάντα με τον Economist. Αλλωστε, ο αμερικανός πρόεδρος άδραξε την ευκαιρία, κατά την καθιερωμένη, ετήσια ομιλία για την Κατάσταση του Εθνους, να εκθέσει όλα τα σημαντικά βήματα που έχει ήδη κάνει για την αντιμετώπιση μερικών από τα πιο σοβαρά μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ (σε σχέση με την κλιματική κρίση, τις υποδομές και την εθνική ασφάλεια).
Υπενθύμισε επίσης επιτυχίες της κυβέρνησής του οι οποίες είτε ξεχάστηκαν (όπως η επιτυχημένη διανομή των εμβολίων κατά της Covid-19) είτε υποτιμήθηκαν (όπως η συσπείρωση της Δυτικής συμμαχίας γύρω από τις ΗΠΑ στη στήριξη της Ουκρανίας) και επισήμανε πως «χτίζουμε μια οικονομία στην οποία κανένας δεν μένει πίσω. Οι δουλειές επιστρέφουν, η υπερηφάνεια επιστρέφει λόγω των επιλογών που κάναμε τα τελευταία χρόνια».
Ομως ο αμερικανός πρόεδρος καλείται να αντιμετωπίσει έναν ανίκητο εχθρό, τον χρόνο, ο οποίος λειτουργεί εναντίον του με περισσότερους από έναν τρόπους, επισημαίνει ο Economist. Και εξηγεί ότι τα οφέλη των πιο σημαντικών νομοθετικών του επιτευγμάτων (για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, για παράδειγμά, ή για τον έλεγχο των τιμών των φαρμάκων) θα γίνουν αισθητά μετά από χρόνια.
Αλλά κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο Τζο Μπάιντεν απέδειξε πως οι εκκλήσεις για ενότητα και πολιτική συναίνεση εξακολουθούν να έχουν πολιτική ισχύ. Οταν, για παράδειγμα, υπογράμμισε την ανάγκη για μεταρρύθμιση της αστυνομίας, χειροκροτήθηκε εξίσου από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους. Υπέρ του λειτούργησε και το γεγονός πως οι Ρεπουμπλικάνοι επέλεξαν τελικά να μην τον επικρίνουν (μέσω ψηφίσματος πριν από την έναρξη της ομιλίας του) επειδή άργησε να δράσει κατά του κινεζικού (κατασκοπευτικού κατά πάσα πιθανότητα) μπαλονιού.
Αντιθέτως φαίνεται πως τάσσονται υπέρ μιας κοινής στάσης απέναντι στην Κίνα, με τον Κέβιν ΜακΚάρθι, τον νέο Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, να δηλώνει: «Νομίζω πως πιο ισχυροί είμαστε όταν μιλάμε με μια φωνή στην Κίνα».
Οσον αφορά το μέλλον, ο Economist κρίνει πως εάν ο γηραιός Μπάιντεν αποφασίσει, τελικά, να διεκδικήσει την επανεκλογή του, το γεγονός πως στη Βουλή πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικάνοι, ενδέχεται να τον ωφελήσει. Γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι διχάζονται και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική και, δεδομένης της ισχνής πλειοψηφίας τους, ο Κέβιν ΜακΚάρθι θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να επιβάλει μια συνεκτική ατζέντα στο κόμμα του, αλλά και να μετριάσει τα αιτήματα των εξτρεμιστών βουλευτών του.
Ωστόσο η περίοδος της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν κατά την οποία μπορούσε να αποδείξει την αξία του ως νομοθέτης έχει σχεδόν λήξει. Πρόσφατα ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι προέβη στη σύσταση ενός «Συμβουλίου Υλοποίησης», ενός Σώματος τα μέλη του οποίου (υπουργοί τη κυβέρνησης) καλούνται να μην κάνουν τίποτα άλλο, «πέρα από το να ενημερώνουν τους ανθρώπους τι έχουμε ήδη κάνει».
Σύμφωνα με τον Economist αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να εξασφαλίσουν ότι τα πάρα πολλά δισεκατομμύρια που προορίζονται για επενδύσεις θα χρησιμοποιηθούν σωστά. «Εάν συμβεί αυτό, είτε επανεκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν είτε όχι, η ιστορία θα μπορούσε να κρίνει αυτή την προεδρία ως μεταμορφωτική. Υπό αυτή την έννοια –αυτήν που έχει πραγματικά σημασία– ο χρόνος θα μπορούσε τελικά να είναι με το μέρος του».