Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αν ρωτούσε κάποιος τους Ευρωπαίους πού βρίσκεται η πιο ελπιδοφόρα πηγή εγχώριας πράσινης ενέργειας, πολλοί θα έδειχναν τη Βόρεια Θάλασσα. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν εγκατασταθεί περισσότερα από 15 gigawatt (gw) υπεράκτιων αιολικών πάρκων, ισχύς που αναμένεται να αυξηθεί σε τουλάχιστον 300 gw έως το 2050.
Ωστόσο, όπως τονίζει σε ανάλυσή του ο Economist, μια νέα, πολλά υποσχόμενη πηγή ενέργειας ανοίγεται νοτιότερα στην περιοχή που ανήκει και η Ελλάδα. Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη θέλουν η Μεσόγειος, με την άφθονη ηλιοφάνεια, «να μετατραπεί γρήγορα σε ένα θερμοκήπιο πράσινου υδρογόνου».
Το πράσινο υδρογόνο θεωρείται σήμερα απαραίτητο για την απεξάρτηση από τον άνθρακα σε τομείς που είναι δύσκολο να τον εξαλείψουν, όπως οι μεταφορές, η ναυτιλία και ορισμένες βαριές βιομηχανίες. Παράγεται με τη μέθοδο της ηλεκτρόλυσης του νερού από ηλεκτρικό ρεύμα προερχόμενο από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και συνήθως χρησιμοποιείται για αυτόν τον σκοπό ηλιακή ή αιολική ενέργεια.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σημείο του παγκόσμιου χάρτη υδρογόνου, στο κρίσιμο σταυροδρόμι μεταξύ της Ευρώπης και της περιοχής ΜΕΝΑ (Middle East and North Africa – Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική), που θα εξελιχθεί τα επόμενα 20 χρόνια σε μια από τις σημαντικότερες περιοχές για την παραγωγή πράσινης ενέργειας (από μονάδες ΑΠΕ) παγκοσμίως.
Η νότια ατμομηχανή της Ευρώπης
Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία οι κιλοβατώρες (kWh) ηλιακού φωτός ανά τετραγωνικό μέτρο μπορούν να φτάσουν ετησίως κατά μέσο όρο τις 4.575, ενώ νοτιότερα, στο Μαρόκο, ακόμα ψηλότερα, στις 5.563 kWh, αριθμός διπλάσιος από ό,τι μπορεί να περιμένει η συννεφιασμένη Γερμανία.
Σύμφωνα με τη βρετανική επιθεώρηση, σε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Αφρικής, τόσο ο ήλιος όσο και ο άνεμος βρίσκονται ταυτοχρόνως σε αφθονία, έτσι ώστε να αποτελούν το ιδανικό σημείο για τροφοδότηση των μηχανών ηλεκτρόλυσης, οι οποίες χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό για να διασπάσουν το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο.
«Υπάρχουν μόνο δέκα τέτοιες τοποθεσίες σε όλον τον κόσμο» σημειώνει ο Μπένεντικτ Ορτμαν, ο οποίος διευθύνει τη γερμανική εταιρεία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας BayWa. Ο Economist σημειώνει πως εάν τα σχέδια για τη νότια ατμομηχανή της Ευρώπης ευοδωθούν, θα προσφέρουν στην Γηραιά Ηπειρο πρόσβαση σε άφθονη και φθηνή ανανεώσιμη ενέργεια και θα της επιτρέψουν να καθαρίσει τη βαριά βιομηχανία που εκλύει διοξείδιο του άνθρακα. Ωστόσο, η ανάπτυξη έργων ανανεώσιμης ενέργειας στην περιοχή της Νότιας Ευρώπης υστερεί σε σύγκριση με την ανάπτυξη των έργων στον Βορρά.
Η βρετανική επιθεώρηση αναφέρει, για παράδειγμα, ότι οι ηλιακές και αιολικές εγκαταστάσεις στη Γερμανία διαθέτουν σήμερα δυναμικό για περίπου 35.000 mw παραγωγής ενέργειας, περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να παράγει η Ισπανία.
Παράλληλα, σε ολόκληρη τη Βόρεια Θάλασσα βρίσκονται σε εξέλιξη περισσότερα από 3.700 νέα ηλιακά και αιολικά έργα, με βάση τα στοιχεία της συμβουλευτικής εταιρείας Rystad Energy, ενώ μόλις 346 τέτοια έργα ετοιμάζονται στη Μεσόγειο. Στη Βόρεια Αφρική, την πιο πολλά υποσχόμενη περιοχή για νέα έργα, η πολιτική και η ρυθμιστική αστάθεια αυξάνει κατά τον Economist τους κινδύνους και το κόστος των κεφαλαίων, γεγονός που αποτρέπει τoυς επενδυτές να προγραμματίσουν νέα έργα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη όψη του ζητήματος, που λέει πως ακόμη και αν δημιουργηθούν με ταχείς ρυθμούς περισσότερα έργα στη Μεσόγειο, η νέα οικονομία του υδρογόνου χρειάζεται ακόμη χρόνο.
Μεταξύ πολλών άλλων, θα πρέπει να κατασκευαστούν νέοι αγωγοί υδρογόνου ή να επαναχρησιμοποιηθούν παλιοί αγωγοί φυσικού αερίου και παράλληλα να δημιουργηθεί η αγορά υδρογόνου. Επίσης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση των νέων έργων υδρογόνου. «Θα χρειαστούν ακόμη μερικά χρόνια μέχρι η Μεσόγειος να γίνει γνωστή, τόσο για τους ηλεκτρολύτες και το υδρογόνο της όσο και για τις παραλίες και τα πάρτι της» καταλήγει ο Economist.