Ο «κύβος ερρίφθη» και η Λαγκάρντ κάθεται σε «αναμμένα κάρβουνα». Τα δύο αυτά δημοσιογραφικά κλισέ περιγράφουν το πακέτο των κορυφαίων προκλήσεων που έχει μπροστά της η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) , αρχής γενομένης από την Πέμπτη στο Αμστερνταμ, όταν και αναμένεται να ανακοινώσει την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων και πιθανόν ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου.
Μετά από οκτώ χρόνια, η εποχή της αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ αλλά και αυτή των αρνητικών επιτοκίων φτάνει στο τέλος της. Και η Φρανκφούρτη θα πρέπει να αντιμετωπίσει το οξύ πληθωριστικό πρόβλημα της ευρωζώνης χωρίς να πνίξει την ανάπτυξη και παράλληλα να μην προκαλέσει αστάθεια και σπασμωδικές κινήσεις στις αγορές σε ό,τι αφορά τα ομόλογα των χωρών του Νότου.
Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, δημοσίευμα των Financial Times αποτυπώνει επιφυλάξεις από γερμανικής πλευράς για τους χειρισμούς της. Και τα καρφιά αυτά συνδέονται με το γνωστό ερώτημα που θέτουν αναλυτές για το κατά πόσο η Λαγκάρντ διαθέτει τις εξειδικευμένες τεχνικές, οικονομικές γνώσεις για να συζητήσει με επί ίσοις όροις με τους κεντρικούς τραπεζίτες του 25μελούς διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
«Η Λαγκάρντ κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα και το αισθάνεται» αναφέρει μιλώντας στους FT ο καθηγητής οικονομικών Κλάους Άνταμ που είναι σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. «Τι θα γίνει αν δεν ελεγχθεί ο πληθωρισμός με τις κάπως διστακτικές αυξήσεις επιτοκίων», αναρωτιέται.
H EKT διατηρεί ακόμη το βασικό επιτόκιο στο 0% και το επιτόκιο καταθέσεων στο -0,5%. Και το βασικό σενάριο προβλέπει ότι την Πέμπτη θα ανακοινωθούν δύο ισόποσες αυξήσεις: κατά 0,25% τον Ιούλιο και άλλο 0,25% τον Σεπτέμβριο. Μικρότερες πιθανότητες συγκεντρώνει μια πιο «τολμηρή» κίνηση για αύξηση κατά 0,5% σε δύο δόσεις, Ιούλιο και Σεπτέμβριο, δηλαδή σύνολο 1%.
Διότι μια μεγάλη αύξηση μπορεί να δημιουργήσει νέα προβλήματα για το κόστος δανεισμού των χωρών του Νότου που έχουν υψηλό χρέος. Για παράδειγμα το spread της Ιταλίας, δηλαδή η διαφορά του κόστους δανεισμού της χώρας με δεκαετή ομόλογα σε σύγκριση με αυτό της Γερμανίας, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο μετά την έναρξη της πανδημίας.
Σε κάθε περίπτωση την Πέμπτη θα έχουμε ανακοινώσεις και στη συνέχεια η συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου σηματοδοτεί την έναρξη της αύξησης των επιτοκίων.
Το ζήτημα που αφορά άμεσα την Ελλάδα είναι αν με δεδομένη τη ανησυχία για την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων των χωρών του Νότου (Ιταλίας, Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας) η Λαγκάρντ θα βρει στο συμβούλιο τις συναινέσεις που απαιτούνται για μια έστω και λεκτική, αλλά ισχυρή διαβεβαίωση προς τις αγορές ότι θα στηρίξει τον Νότο και μετά τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Αν θα πει δηλαδή ένα δικό της «ό,τι χρειαστεί» για τον ευρωπαϊκό Νότο, όπως κάποτε ο Μάριο Ντράγκι για ολόκληρη την ευρωζώνη, το οποίο θα είναι αρκετό για να καλμάρει τις ανησυχίες γύρω από την αύξηση του κόστους δανεισμού στις πλέον ευάλωτες χώρες. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Φρανκφούρτη έχει ετοιμάσει το σχέδιο για τη συγκράτηση των επιτοκίων δανεισμού των «ευάλωτων μελών», μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Αλλά ακόμη κι αν δεν συμφωνηθεί άμεσα αυτό το νέο σχέδιο, η ΕΚΤ διαθέτει στο οπλοστάσιό της 200 δισ. ευρώ για αγορές κρατικών ομολόγων που «περισσεύουν» από το υπάρχον πρόγραμμα.
Η Λαγκάρντ έχει σπουδάσει νομικά και πριν αναλάβει τη θέση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ διετέλεσε υπουργός οικονομικών της Γαλλίας. Αυτό που της καταλογίζουν οι επικριτές της είναι ότι καθυστέρησε να προβλέψει την έκρηξη του πληθωρισμού.
«Γιατί να την εμπιστευτούμε τώρα» λέει ο Ανταμ, ο σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. «Η ίδια δεν είναι ειδικός και ο επικεφαλής οικονομολόγος της έκανε λάθος στην πρόβλεψη του πληθωρισμού» προσθέτει, καρφώνοντας τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν.
Από την άλλη πλευρά, η Λαγκάρντ μπορεί να μην έχει την τριβή με τεχνικής φύσεως οικονομικά ζητήματα, που είχαν ο Ντράγκι ή ο Τρισέ, αλλά διαθέτει μεγάλη πολιτική εμπειρία και πολλά «χιλιόμετρα» σε δύσκολες διαπραγματεύσεις που απαιτούν τη διαμόρφωση συναινέσεων.