Στην Ελλάδα, όταν μιλάμε για Ελληνοαμερικανούς, έχουμε κατά νου τον μακαρίτη Μπρεδήμα ή τον Δουκάκη από πολιτικούς, τον Κατσιματίδη ή τον Κάλαμος από επιχειρηματίες, την Τζένιφερ Ανιστον ή (παλιά) τον Ελία Καζάν από καλλιτέχνες κλπ. Ελάχιστοι έχουμε ακουστά τον ισχυρότερο σίγουρα και πλουσιότερο ίσως όλων, τον Πίτερ Πίτερσον, άλλως Πέτρο Πετρόπουλο, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Μαρτίου. Ισως γιατί δεν καλλιέργησε ποτέ ιδιαιτέρως τις σχέσεις του με τη μητέρα-πατρίδα των γονιών του.
Ο Πίτερ ή Πιτ, για όσους τον γνώριζαν καλά, δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Δεν μεγάλωσε στα πούπουλα και στις ανέσεις, όμως βρήκε τον δρόμο του, ο οποίος τον οδήγησε στην κορυφή. Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Πετρόπουλος, είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, στην Αρκαδία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στη Νεμπράσκα, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Άλλαξε το όνομά του σε Τζορτζ Πίτερσον και άρχισε να δουλεύει σε εστιατόρια πλένοντας πιάτα. Το φαγητό του καλυπτόταν από τα μαγαζιά στα οποία δούλευε, οπότε είχε τη δυνατότητα να μαζεύει κάποιες οικονομίες. Το 1923 κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κίρνι άνοιξε το Central Café, ένα 24ωρο Greek diner. Παντρεύτηκε την επίσης Ελληνίδα Βενετία Παπαπαύλου και στις 5 Ιουνίου του 1926, ήρθε στον κόσμο ο Πιτ.
Αυτό που δε μπορούσε ποτέ να ξεχάσει μεγαλώνοντας, ήταν τον πατέρα του να φωνάζει «οικονομία!» κάθε φορά που κάποιος ξεχνούσε τα φώτα αναμμένα ή ξόδευε αλόγιστα χρήματα, άρα με κάποιο μαγικό τρόπο μάλλον το μικρόβιο της οικονομίας είχε περάσει στο DNA του. Απέκτησε δύο αδέρφια: την Ιλέιν, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις ενός έτους, και τον Τζον. Από οκτώ ετών δούλευε στο μαγαζί. Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2011, ο Πίτερσον αναφερόταν με συγκίνηση στις θυσίες και την αφοσίωση των γονιών του που αγωνίζονταν στην ξενιτιά προκειμένου τα παιδιά τους να έχουν ένα καλύτερο αύριο.
Ο ίδιος όμως είχε άλλα σχέδια για τον εαυτό του, ήθελε να σπουδάσει και να κατακτήσει τον κόσμο. Ως πρωτοετής φοιτητής, αποβλήθηκε από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) για αντιγραφή εργασίας – κάτι το οποίο ποτέ δεν παραδέχτηκε – και έτσι σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε καμία δουλειά να σπουδάσει μηχανικός. Αποφοίτησε με άριστα από το Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν (Bachelor Arts/Science), ενώ συνέχισε το μεταπτυχιακό του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, βάζοντας πλώρη για την επιτυχία. Και την βρήκε!
Σκαρφαλώνοντας στην κορυφή
Ξεκίνησε από τη διαφήμιση και σύντομα, ως 30άρης ακόμα, ανέλαβε επικεφαλής της εταιρείας κινηματογραφικού εξοπλισμού Bell & Howell. Μετέπειτα, ως υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ στο πλευρό του προέδρου Νίξον, κατάφερε να ελιχθεί, να τελειοποιήσει την τέχνη της διπλωματίας και να αποκτήσει διασυνδέσεις, που στην πορεία τον ανέδειξαν σε «αρχιτέκτονα» μερικών εκ των μεγαλύτερων επιχειρηματικών συμφωνιών στον κόσμο. Παράλληλα, μπήκε στον χώρο της πολιτικής όπου άσκησε έντονη κριτική στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων και του αμερικανικού χρέους, ενώ χαρακτηρίστηκε «οικονομικός Κίσινγκερ».
Ορόσημο στην καριέρα του αποτέλεσε το τρικυμιώδες πέρασμά του από τον επενδυτικό κολοσσό Lehman Brothers, ως διευθύνων σύμβουλος. Ωστόσο η συνεχής διαμάχη του με τον Λούις Γκλούκσμαν, τον οδήγησε στην απόφαση να του παραχωρήσει τον τίτλο του, κερδίζοντας όμως την (επιχειρηματική) ελευθερία του. Πλέον μπορούσε να επικεντρωθεί στη μεγάλη του αγάπη: στο να έχει και να «τρέχει» επιχειρήσεις.
Αμέσως μετά, αποφάσισε να ενώσει τις δυνάμεις του με τον πρώην συνεργάτη του από την Lehman, Στίβεν Σουάρτσμαν, με τον οποίο δημιούργησαν την Blackstone. Οι δύο άνδρες έγραψαν από μια επιταγή 200.000 δολαρίων και εκεί άρχισαν όλα. Ο Πίτερσον, 59 ετών τότε, ανέλαβε πρόεδρος και ο Σουάρτσμαν, στα 38 του, έγινε διευθύνων σύμβουλος. Και κάπως έτσι μια εταιρεία τεσσάρων ατόμων, που δεν πίστευαν ούτε οι ιδρυτές της, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη επενδυτική εταιρεία στον κόσμο. Σύντομα στέφθηκε ηγέτιδα στον χώρο των συγχωνεύσεων και των εξαγορών αμερικανικών και ιαπωνικών εταιρειών, συμμετέχοντας σε πολύ μεγάλα deals της εποχής όπως η απόκτηση της CBS Records – η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Columbia Records – από τη Sony και η εξαγορά της εταιρείας ελαστικών Firestone Tire & Rubber από την Bridgestone.
«Ο Πιτ κι εγώ δουλέψαμε μαζί για 35 χρόνια» δηλώνει στο Bloomberg ο Σουάρτσμαν. «Ήταν πραγματικά ένας πολύτιμος συνεταίρος. Κανένας από τους δύο μας δεν είχε ιδέα, όταν ξεκινήσαμε την Blackstone το 1985, ότι θα έφτανε σε τέτοιο επίπεδο και θα αποκτούσε τέτοια βαρύτητα. Η εταιρεία ήταν η υπερηφάνεια και η χαρά του».
Οι δύο άνδρες στην πορεία δημιούργησαν την Blackstone Capital Partners, από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων. Το συγκεκριμένο επενδυτικό σχήμα αγοράστηκε το 1994 από την αμερικανική PNC Bank. Oνομάζεται πλέον BlackRock και αποτελεί την μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο.
Τον Φεβρουάριο του 2007 το κλίμα μεταξύ Σουάρτσμαν και Πίτερσον «άναψε» εξαιτίας του υπερπολυτελούς πάρτι των 60ών γενεθλίων του πρώτου, λίγους μόλις μήνες πριν από τη δημόσια προσφορά της Blackstone. Το πάρτι στο Οπλοστάσιο της Park Avenue, το οποίο χρονικά ισορροπούσε στο χείλος της οικονομικής κρίσης, περιελάμβανε καμήλες, ακροβάτες, τον Ροντ Στιούαρτ και την Πάτι Λαμπέλ, άφθονο αστακό και φιλέ μινιόν, σαμπάνια, πυροτεχνήματα και περί τους 350 καλεσμένους – μεταξύ των οποίων και το ζεύγος Τραμπ. Η κίνηση αυτή πυροδότησε έντονες ζυμώσεις στο Κογκρέσο, περί αύξησης της φορολόγησης σε διευθυντικά στελέχη εταιρειών διαχείρισης ιδιωτικών κεφαλαίων και κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών.
«Σήμερα, λυπάμαι που το λέω, αλλά ο όταν ο κόσμος αναφέρεται στον Στιβ, συχνά το μυαλό του πάει στο πάρτι των 60ών γενεθλίων του και όχι στα πολλά του επιτεύγματα» είχε γράψει στα απομνημονεύματά του ο Πίτερσον το 2009.
Η φωνή της αφύπνισης
Τον Ιούνιο του 2007, η αρχική δημόσια προσφορά της Blackstone έκανε τον Πίτερσον κατά σχεδόν δύο δισεκατομμύρια δολάρια πλουσιότερο. Στα τέλη του 2008 συνταξιοδοτήθηκε και αφιέρωσε αρκετά από τα χρήματα – περί τα 458 εκατομμύρια δολάρια – και τον χρόνο του στο Peter G. Peterson Foundation, με στόχο την ενίσχυση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών και την ενημέρωσή τους γύρω από ακανθώδη δημοσιονομικά ζητήματα. Το ίδρυμα σύντομα έγινε μια από τις κύριες πηγές αναφοράς των ΜΜΕ γύρω από θέματα που αφορούσαν το εθνικό χρέος των ΗΠΑ.
«Όταν πρόκειται για το μακροχρόνιο φορολογικό και οικονομικό μέλλον, οι αμερικανοί ηγέτες εμφανίζονται μουγγοί όχι μόνο απέναντι στις εθνικές προκλήσεις, αλλά και απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις» είχε γράψει ο Πίτερσον το 2004 στο βιβλίο του «Running on Empty: How the Democratic and Republican Parties are Bankrupting our Future and what Americans Can Do About it».
«Ο Πιτ Πίτερσον ήταν ένας από τους μεγάλους πατριώτες και φιλανθρώπους της εποχής μας, και υπήρξε ένας πολύ καλός φίλος τον οποίο θαύμαζα βαθιά» παραδέχεται ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ιδρυτής της «μαμάς» εταιρείας του Bloomberg News, Bloomberg LP και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης. «Είχε το χάρισμα να φέρνει κοντά άτομα με διαφορετικό υπόβαθρο, για να αντιμετωπίσουν μερικές από τις πιο δύσκολες προκλήσεις για την χώρα μας και ήταν συχνά η μοναχική φωνή που μιλούσε για την φορολογική υπευθυνότητα, όταν άλλοι απλά απέφευγαν να ασχοληθούν με το θέμα».
Ο Πίτερσον ήταν παντρεμένος τρεις φορές, είχε πέντε παιδιά και εννέα εγγόνια.
Ο πολυπράγμων κύριος Πίτερσον
Σύμφωνα με τους New York Times, όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν επιφανή επιχειρηματία του οποίου ο αντίκτυπος έφτανε μέχρι την δημόσια σφαίρα. Το περιοδικό Forbes είχε γράψει ότι διέθετε «ένα από τα ισχυρότερα βιογραφικά στις ΗΠΑ», ενώ τον είχε φιλοξενήσει ουκ ολίγες φορές στις περίφημες λίστες με τους 400 πλουσιότερους ανθρώπους των ΗΠΑ. To 2008 κατείχε τον αριθμό 149 με περιουσία που άγγιζε τα 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το 1953 ο Πίτερσον ανέλαβε τη διεύθυνση του γνωστού διαφημιστικού πρακτορείου ΜcCann Erickson και το 1958 τη θέση του εκτελεστικού αντιπροέδρου στην εταιρεία Bell and Howell. Στην πορεία έγινε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, θέσεις τις οποίες διατήρησε από το 1963 ως το 1971.
Το 1971 διορίστηκε βοηθός του προέδρου Νίξον για ζητήματα διεθνών οικονομικών υποθέσεων, ενώ έναν χρόνο αργότερα ανέλαβε υπουργός Εμπορίου. Παράλληλα ανέλαβε την προεδρία στην Εθνική Επιτροπή Παραγωγικότητας και ορίστηκε ως προεδρεύων για τις ΗΠΑ στην Αμερικανο-Σοβιετική Επιτροπή Εμπορίου.
To 1973 έγινε αντιπρόεδρος της Lehman Brothers και μέσα σε δύο μόλις μήνες προήχθη σε πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο. Το 1983 δέχθηκε να μοιραστεί τον τίτλο του διευθύνοντος συμβούλου με τον φιλόδοξο Λούις Γκλούκσμαν, όμως λίγο αργότερα, εξαιτίας της πίεσης του τελευταίου να πάρει όλη τη δόξα στα χέρια του, αποφάσισε να του παραχωρήσει τον τίτλο και να αποχωρήσει από την εταιρεία.
Το 1985, μαζί με τον Σουάρτσμαν, ίδρυσε την εταιρεία επενδύσεων Blackstone Group στην οποία παρέμεινε πρόεδρος επί σειρά ετών. Μέσω της μεγάλης περιουσίας που απέκτησε από την δραστηριότητα της συγκεκριμένης εταιρείας, στήριξε πληθώρα φιλανθρωπικών και πολιτικών δράσεων. Την ίδια χρονιά, διαδεχόμενος τον Ντέιβιντ Ροκφέλερ, έγινε πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2007. Υπήρξε μέλος της διοίκησης του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού Japan Society, της οικογένειας Ροκφέλερ, με στόχο την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Ιαπωνίας, αλλά και του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ).
Το 1992 υπήρξε ένας από τους συνιδρυτές της Concord Coalition, μιας σύμπραξης πολιτών που υποστηρίζει την μείωση στο ομοσπονδιακό έλλειμμα. Τον Φεβρουάριο του 1994 ορίστηκε μέλος της δικομματικής Επιτροπής για την Φορολογική Αναδιάρθρωση από τον πρόεδρο Κλίντον.
To 2006, το Institute for International Economics, μετονομάστηκε προς τιμήν του Peterson Institute for International Economics, όπου και ανέλαβε την προεδρία. Υπήρξε μέλος της Επιτροπής για την Οικονομική Ανάπτυξη και Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης από το 2000 έως το 2004.
Το 2008, με δική του χρηματοδότηση, ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, ίδρυσε το Peter G. Peterson Foundation το οποίο ασχολείται με την ενημέρωση του κόσμου γύρω από δημοσιονομικά θέματα, όπως το ομοσπονδιακό έλλειμμα, την φορολογία κ.ά. Προς ενημέρωση του κοινού γύρω από οικονομικά θέματα τόσο αμερικανικού, όσο και διεθνούς ενδιαφέροντος, δημιούργησε ακόμα την οικονομική ιστοσελίδα «The Fiscal Times», την οποία στήριξαν γράφοντας αρκετοί «βετεράνοι» του οικονομικού ρεπορτάζ από ναυαρχίδες του αμερικανικού Τύπου, όπως οι «New York Times» και η «Washington Post».
Το 2010 υπέγραψε, μαζί με άλλους 40, το «The Giving Pledge», ένα μανιφέστο που καλούσε τους αμερικανούς πολυεκατομμυριούχους, ακολουθώντας τα χνάρια των Μπιλ Γκέιτς και Γουόρεν Μπάφετ, να χαρίσουν τη μισή περιουσία τους σε φιλανθρωπίες.