Το φαίνεσθαι διαφέρει από το είναι όσο το εικονιζόμενο δίδυμο από τους αληθινούς Τραμπ και Κιμ – το ίδιο και ο λαϊκισμός: μιμείται τον εθνικισμό αλλά δεν είναι | REUTERS/Jorge Silva
Θέματα

Ανάλυση: Ποιος εθνικισμός; Είναι απλός λαϊκισμός

Παντού στον κόσμο οι λαϊκιστές καμώνονται ότι ανταποκρίνονται στο εθνικό αίσθημα χρησιμοποιώντας εθνικιστική ρητορική και κερδίζουν πόντους επειδή Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά τους... πιστεύουν, λέει αμερικανός καθηγητής σε άρθρο του στο Foreign Affairs
Protagon Team

«Η αναγέννηση του εθνικισμού είναι μόνο ένας μύθος» υποστηρίζει ο καθηγητής του Πρίνστον Γιαν Βέρνερ-Μιούλερ σε άρθρο του στον ιστότοπο του Foreign Affairs, μολονότι παραδέχεται την άνοδό του παγκοσμίως (τη χαρακτηρίζει κιόλας «αδιαμφισβήτητη»).

Θα πείτε: Πρόκειται για ακαδημαϊκές παραδοξολογίες; Οχι απολύτως, αφού ο καθηγητής έχει το σκεπτικό του: θεωρεί τον λαϊκισμό κάτι σαν κακέκτυπο του εθνικισμού, μια προσπάθεια απομίμησής του.

«Οι αυτοαποκαλούμενοι εθνικιστές» -γράφει- «οδηγούν μερικά από τα πολυπληθέστερα κράτη, όπως είναι η Βραζιλία, η Ινδία και οι ΗΠΑ. Μια βαθιά διαχωριστική γραμμή φαίνεται να διαιρεί κοσμοπολίτες και εθνικιστές, τους υποστηρικτές της ανοικτής κοινωνίας από εκείνους που υποστηρίζουν την απομόνωση. Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν τη δεύτερη πλευρά.

»Το κάνουν αυτό επειδή αισθάνονται ότι απειλούνται από κάτι που ονομάζεται ‘παγκοσμιοποίηση’ και επιθυμούν να αναγνωρίσουν και να επιβεβαιώσουν την ιδιαίτερη εθνική ταυτότητά τους. Σύμφωνα με αυτή τη συνηθισμένη αφήγηση, η σημερινή αύξηση των εθνικιστικών παθών αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στο φυσιολογικό: οι προσπάθειες να δημιουργηθεί ένας πιο ολοκληρωμένος κόσμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν απλώς μία παρένθεση, και πλέον τα εθνικά πάθη έχουν αναζωπυρωθεί στον κόσμο».

Ο Μιούλερ διακρίνει τον εθνικισμό από τον λαϊκισμό και υποστηρίζει ότι βλέπουμε την άνοδο του δεύτερου, όχι του πρώτου. Λέει ότι ο λαϊκισμός (του στυλ «εμείς είμαστε οι πραγματικοί εκπρόσωποι του λαού, όλοι οι άλλοι είναι διεφθαρμένοι και μέρος της ελίτ») έχει αποκτήσει εθνικιστικό χρωματισμό ισχυριζόμενος ότι όσοι δεν είναι με τον λαό (δηλαδή όλοι εκτός από τους λαϊκιστές) είναι εναντίον του έθνους. Οι εθνικιστές δεν είναι απαραιτήτως εναντίον του πλουραλισμού ενώ οι λαϊκιστές είναι, παρατηρεί ο Μιούλερ. Οι δεύτεροι τείνουν στον αυταρχισμό, αντιπαθώντας την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και τον μη ελεγχόμενο από αυτούς Τύπο.

«Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες που χαρακτηρίζονται ‘εθνικιστές’ είναι λαϊκιστές φιγουρατζήδες που έχουν κερδίσει υποστήριξη αντλώντας από τη ρητορική και την απομίμηση του εθνικισμού. Δυστυχώς, κατάφεραν να πείσουν όχι μόνο τους υποστηρικτές τους αλλά και τους αντιπάλους τους ότι ανταποκρίνονται σε πατριωτικούς πόθους των απλών ανθρώπων. Οσο οι υπερασπιστές του φιλελευθερισμού και της φιλελεύθερης τάξης ‘αγοράζουν’ την πραμάτεια τους τόσο θα επιτρέπουν στους λαϊκιστές να αρθρώνουν πολιτικό λόγο».

Καταπίνοντας αμάσητο το παραμύθι των λαϊκιστών, λέει ο καθηγητής -δηλαδή ότι τάχα οι λαϊκιστές ανταποκρίνονται στο εθνικό αίσθημα και το εκφράζουν-, «τα κόμματα και τα θεσμικά όργανα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς συμβάλλουν στο να επιτύχουν το ίδιο πράγμα που ελπίζουν να αποφύγουν: πιο κλειστές κοινωνίες, ακόμα λιγότερη παγκόσμια συνεργασία για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων».

Και ο καθηγητής κάνει μία παρατήρηση για τις «εκλογικές βάσεις» των λαϊκιστών (του Τραμπ, λόγου χάρη, ή της Εναλλακτικής για τη Γερμανία): οι άνθρωποι oι οποίοι κάποτε ψήφισαν λαϊκιστικά κόμματα δεν πρέπει να «χαρίζονται» για πάντα σε αυτά.

«Οι υποστηρικτές του φιλελευθερισμού πρέπει να μάθουν να μη θεωρούν τίποτα δεδομένο και να υπερασπίζονται καλύτερα τις αξίες τους χωρίς να παίζουν το παιχνίδι των λαϊκιστών».