Στην Οδό Τριβωνιανού 17 στο Μετς, την δεκαετία του ’80 λειτουργούσε το μαρμαράδικο της οικογένειας Δαμίγου. Ακριβώς απέναντι από το Α’ Νεκροταφείο, έκανε χρυσές δουλειές. Στο κέντρο του κτιρίου βρισκόταν ένας μεγάλος πάγκος κι ένας τροχός κοπής μαρμάρων. Στο πάτωμα έβλεπες σημεία του δαπέδου που είχαν μπαλωθεί με απομεινάρια από ταφόπλακες και σταυρούς. Συχνά όπως περπατούσες στον χώρο περνούσες πάνω από ονόματα και μακαρίτες. Οταν ο μάστορας έφυγε από την ζωή, η οικογένεια του έβαλε λουκέτο στο μαρμαράδικο.
Την ίδια στιγμή, σε μια άλλη γωνιά της Αθήνας, δύο αδέρφια, φοιτητές του Πολυτεχνείου, ο Γιώργος και ο Τάκης Γεώργας είχαν κάνει στέκι τους ένα μαγαζί που έπαιζε μόνο τζαζ. Το όνομά του ήταν Half Note κι ιδιοκτήτης του ήταν ο Δημήτρης Δεικτάκης. Είχε ξεκινήσει από ένα υπόγειο της Μιχαλακοπούλου, αργότερα δοκιμάστηκε στην περιοχή της Νεάπολης και εκείνο το διάστημα είχε καταλήξει στους Αμπελόκηπους.
Ενα βράδυ που ‘βρεχε, στη σκηνή έπαιζε ένα τζαζ γκρουπ Ελβετών (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία). Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, τα ποτήρια παραπάνω γεμάτα από συνήθως κι έτσι στο τραπέζι έπεσε η πρόταση: «Μήπως αντί να χαλάμε όλα μας τα λεφτά κάθε βράδυ εδώ πέρα, να γίνουμε συνέταιροι;» είπαν οι δύο νεαροί φοιτητές. Πέρασε η νύχτα, έφυγαν οι Ελβετοί, ξεχάστηκε η κουβέντα. «Οχι από όλους», λέει ο Τάκης Γεώργας. «Μερικούς μήνες μετά, χτυπά το τηλέφωνό μας κι ακούω τον Δεικτάκη να μου λέει: “Θυμάσαι την πρόταση που μου κάνατε; Βρήκα χώρο”».
Αγκαζέ οι τρεις τους έφτασαν ένα ωραίο πρωί στο μαρμαράδικο Δαμίγου. Το μαγαζί τους φάνηκε ευκαιρία από τις λίγες. Είχε, όμως, δύο βασικά θέματα. Το αρνητικό ήταν η απόσταση από την πιάτσα της Μάρκου Μουσούρου που τότε μονοπωλούσε το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Φιλοδοξούσαν να στήσουν έναν συναυλιακό χώρο σε μια γειτονιά που το μόνο που της έδινε ζωή ήταν το Α’ Νεκροταφείο. Η μόνη τέχνη που γνώριζαν όλοι στο οικοδομικό τετράγωνο ήταν να ετοιμάζουν ωραιότατες κηδείες, να σκαλίζουν μάρμαρα και να πλέκουν στεφάνια.
Είχε, όμως, κι ένα σημαντικό αβαντάζ: ένα μεγάλο, άνετο, δωρεάν πάρκινγκ που μπορεί το πρωί να ασφυκτιά από κόσμο και θλίψη, αλλά το βράδυ δεν πατάει ψυχή. Εδωσαν τα χέρια με την οικογένεια Δαμίγου, αλλά το μαγαζί άνοιξε δυόμιση χρόνια μετά γιατί έψαχναν στα παλαιοπωλεία και τις μάντρες όλης της χώρας τα παλιά μωσαϊκά, τα ειδικά τούβλα και τις μπρούτζινες λεπτομέρειες που ακόμα και σήμερα υπάρχουν στο κλαμπ.
Ετσι, ξεκίνησε η ιστορία του κλαμπ στο οποίο επί 20 χρόνια «επελαύνει» η παγκόσμια τζαζ. Του χώρου που σήκωσε στις πλάτες του τις ανάγκες ολόκληρης της ελληνικής τζαζ κοινότητας. Επισήμως χωρά 180 άτομα, αλλά στις στιγμές που δοκίμασε τις αντοχές του, έκανε ρεκόρ με 350 ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια μπορεί να «νόθευσε» λίγο την ταυτότητά του με ελληνικά σχήματα και μουσικά είδη που απέχουν από τον τζαζ ήχο, αλλά όπως όλοι έτσι κι αυτό αναζητά την συνταγή που θα του εξασφαλίσει την επιβίωση.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, στα γραφεία του Half Note έχουν υπογραφεί χιλιάδες συμβόλαια. Στην σκηνή του έχουν ανέβει τουλάχιστον 1.500 σολίστες και τραγουδιστές. Ενώ, στα 20 χρόνια στο Μετς έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 4.500 συναυλίες. Κάτσαμε, λοιπόν, με τους αδερφούς Γεώργα γύρω από ένα τραπέζι. Εκείνοι άνοιξαν παλιά άλμπουμ και προγράμματα κι εγώ πάτησα το play στο κασετοφωνάκι.
Οι αρραβώνες και οι νύχτες στο αυτόφωρο
Παρασκευή και 13 (Οκτωβρίου 1995) κάνουν εγκαίνια. Σφάλμα μοιραίο. Μια λάθος διατύπωση στην άδεια λειτουργίας οδηγεί στην ανάκλησή της από την πρώτη μέρα. Ο αυστηρός νόμος Τρίτση στον οποίο έπρεπε να συμμορφώνονται τα νυχτερινά κέντρα της εποχής τούς δυσκόλεψε πολύ. Στα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας μέτρησαν πάνω από 60 βράδια στο αυτόφωρο. Σώθηκαν τελικά από το κλασικό ελληνικό παραθυράκι που κάπου στα ψιλά ανέφερε ότι εξαιρούνται από το νόμο όσα οικοδομικά τετράγωνα έχουν πλευρά στην Αναπαύσεως.
Ωσπου να διαλευκάνουν την κατάσταση είχαν εφεύρει διάφορους τρόπους για να αποφεύγουν το αιφνίδιο κλείσιμο. Πιο συχνός ήταν οι αρραβώνες! Με το που έσκαγε μύτη η αστυνομία, ένωναν τα τραπέζια κι έβαζαν τους πελάτες να υποδύονται τους συμπέθερους. «Να εδώ μαζευτήκαμε για την χαρά των παιδιών», έλεγαν. Κι έπιανε.
Από την πρώτη κιόλας μέρα, αποφάσισαν πως πρέπει να κρατούν επαφή με το κοινό τους. Συχνή. Πριν φύγουν, λοιπόν, οι πελάτες από το μαγαζί ζητούσαν από όλους να γράψουν διευθύνσεις και τηλέφωνα επικοινωνίας. Τα μάζευαν σε χαρτάκια και κάθε μήνα τους έστελναν γράμμα με το πρόγραμμα. Τα βράδια που τα κόλπα και οι δικαιολογίες στους αστυνομικούς εξαντλούνταν, το αυτόφωρο ήταν μονόδρομος. «Τις περισσότερες λίστες με το πελατολόγιο τις έφτιαξα στην ασφάλεια, για να περνά κάπως η ώρα», λέει ο Τάκης Γεώργας. «Την ώρα που μου έλεγαν “έλα μαζί μας”, μάζευα τα χαρτάκια μου και φεύγαμε».
Η θέα στο Α’ Νεκροταφείο ουδέποτε τους τρόμαξε. «Το αντίθετο θα έλεγα. Εδώ και είκοσι χρόνια παραμένει το αγχολυτικό μας. Το σύνθημα και η φιλοσοφία του μαγαζιού είναι: “Αφού δεν είμαστε απέναντι, είμαστε ακόμα τυχεροί”. Για την θεωρία μας αυτή μιλάμε και στους καλλιτέχνες που φιλοξενούμε. Οι περισσότεροι πριν αναχωρήσουν από την Αθήνα, κάνουν οπωσδήποτε μια βόλτα γύρω από τους τάφους». Κάτω από τα σημερινά πλακάκια του κλαμπ πρέπει να ξέρετε πως υπάρχουν ακόμα οι τεμαχισμένες ταφόπλακες με τα ξεγραμμένα ονόματα.
Ο πιο ακριβός καλλιτέχνης που φιλοξένησαν ήταν ο Αρτσι Σεπ. Η τιμή του, τους έκανε να χάσουν τον ύπνο τους για μέρες. Οχι μόνο γιατί αυτός ο διανοούμενος κι εμβληματικός σαξοφωνίστας ζήτησε πολλά, αλλά και γιατί η άφιξή του συνέπεσε με πρώτα χρόνια λειτουργίας το Half Note που το κλαμπ δεν είχε ακόμα βρει τα πατήματά του.
Τι δουλειά έχει η γάτα πάνω στο πιάνο;
Μασκότ του μαγαζιού ήταν επί 17 χρόνια μια γάτα. Ο καθένας τη φώναζε με διαφορετικό όνομα, αλλά το επικρατέστερο ήταν Σέριλ. Στην αρχή έστηνε καρτέρι έξω από την πόρτα και με το που άνοιγαν για να μπει ο κόσμος, χωνόταν σφαίρα. Στηνόταν πάντα μπροστά στις κάμερες της ΕΡΤ όταν ερχόταν συνεργείο και η αγαπημένη της συνήθεια ήταν να ξαπλώνει φαρδιά πλατιά πάνω στο πιάνο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες που εμφανίστηκε η γάτα, ιδιοκτήτες και σερβιτόροι αποδέχτηκαν ότι η Σέριλ θα κοιμόταν μέσα. Κανείς άλλωστε μετά την κούραση τόσων ωρών δουλειάς δεν είχε όρεξη να κυνηγά ξημερώματα μια γάτα. Η Σέριλ από τη μεριά της ήξερε ότι θα ξαναβγεί κατά τις 4 το απόγευμα της επομένης που θα άνοιγαν για να καθαρίσουν. Ακούγεται αδιανόητο αλλά τις μέρες που αργούσαν έτρεχε σαν παλαβή πάνω κάτω στο μαγαζί για να χτυπήσει ο συναγερμός και να σπεύσουν να ανοίξουν την πόρτα.
«Ενα βράδυ, δεν είχα προλάβει να μπω καλά-καλά στο σπίτι μετά το κλείσιμο του κλαμπ και μου τηλεφωνούν ότι χτυπάει ο συναγερμός. Σκέφτηκα ότι η γάτα δεν έχει ακόμα κοιμηθεί και δεν έδωσα σημασία», θυμάται ο Τάκης Γεώργας. «Καθώς, όμως, συνέχισαν να με καλούν ασταμάτητα, πετάχτηκα να δω τι συμβαίνει. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπω μια σκιά να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Αρπαξα ένα σκαμπό που βρήκα μπροστά μου, φώναξα “πίσω και σ’ έφαγα” και βέβαιος ότι έπιασα τους ληστές στα πράσα, μετρούσα τις τελευταίες μου ώρες. Πριν προλάβω να πετάξω το σκαμπό ακούω μια φωνή να μου λέει: “Δεν είμαι κλέφτης, μη! Με είχατε κλειδώσει μέσα και κάνω βόλτες στο χώρο για να χτυπήσει ο συναγερμός”. Ηταν μια γυναίκα, που την είχε πάρει ο ύπνος σε μια γωνιά, κι όπως είχε ρίξει πάνω της το παλτό της δεν την πήρε κανείς χαμπάρι και την κλειδώσαμε μέσα»…
Το φαξ στην Αντα Παπανδρέου
«Από το Half Note έχουν περάσει δεκάδες προσωπικότητες, αλλά ουδέποτε χρησιμοποιήσαμε τα ονόματά τους για να διαφημίσουμε την πελατεία μας. Κανείς ποτέ δεν τους φωτογράφισε. Σεβόμασταν πάντα ότι σε αυτό το μέρος έρχεσαι μόνο για την μουσική. Εκείνοι πάντως που κατέφθαναν πιο αθόρυβα από όλους ήταν ο Ιωάννης Κωστόπουλος της Alpha Bank, οι εκάστοτε αμερικανοί πρέσβεις που για λόγους ασφαλείας μας αιφνιδίαζαν κι ο Γιώργος Παπανδρέου που επίσης ερχόταν απροειδοποίητα και ποτέ δεν δέχτηκε κέρασμα. Μάλιστα, η σύζυγός του Αντα, μας είχε αφήσει διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας για να τους ενημερώνουμε».
Τα στοιχεία που τους άφησε η Αντα Παπανδρέου σε μία περίπτωση αποδείχτηκαν σωτήρια. Το 2008 περίμεναν να έρθουν για εμφανίσεις οι «Orchestre Tziganes de Sulukule», τσιγγάνοι μουσικοί της Τουρκίας, από την ομώνυμη συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Στο αεροδρόμιο για να τους βγάλουν βίζα απαιτούσαν μόνιμη διεύθυνση. Εκείνοι δεν είχαν κι έτσι τα προγραμματισμένα live κινδύνευαν να τιναχτούν στον αέρα. Στην απόγνωσή τους, ψάχνουν τα στοιχεία που είχε αφήσει η Αντα Παπανδρέου, αλλά δυστυχώς το τηλέφωνο γυρνούσε σε φαξ. Αλλη επιλογή δεν είχαν, έκατσαν κι έγραψαν το πρόβλημά τους σε μια κόλλα χαρτί. Πριν καλά καλά φτάσει το φαξ, η Αντα Παπανδρέου τους τηλεφώνησε και έλυσε το ζήτημα.
Τζαζίστες θρύλοι σε σχέση καρμική με το Half Note
Δυστυχώς ο θρύλος του μπλουζ Τζίμι Γουίδερσπουν δεν μπόρεσε να τιμήσει το συμβόλαιο του με το Half Note το οποίο έμελλε να είναι το τελευταίο. Τα χαρτιά είχαν υπογραφεί, τα αεροπορικά εισιτήρια είχαν σταλεί με κούριερ, αλλά ο ίδιος δεν έδινε σημεία ζωής. Την παραμονή της συναυλίας και καθώς ο μπλουζίστας δεν εμφανίστηκε ποτέ στο αεροδρόμιο ξεκίνησε μια καταιγίδα τηλεφωνημάτων. Ο ατζέντης τηλεφωνούσε στον μάνατζερ, εκείνος με τη σειρά του κινητοποίησε τον γιο του (σε άλλη πολιτεία) προκειμένου να δώσει εξουσιοδότηση στην αστυνομία για να μπει στο σπίτι του. Βρέθηκε στο κρεβάτι νεκρός. Ηταν εκεί επί ένα 10ήμερο χωρίς να γνωρίζει κανείς τίποτα. Στο Half Note επρόκειτο να παίξει στις 19 Σεπτεμβρίου 1997. Στην wikipedia αναφέρεται ως ημερομηνία θανάτου η 18η Σεπτεμβρίου. Εν τω μεταξύ, τα προγράμματα στην Αθήνα είχαν τυπωθεί οπότε αναγκάστηκαν να τηλεφωνούν σε κάθε ένα πελάτη που είχε κλείσει θέση και να τον ενημερώνουν πως αντί για τον Γουίδερσπουν θα έπαιζε ο πληθωρικός ντράμερ Γιώργος Τρανταλίδης.
Αιφνιδίως δεν μπήκε στο αεροπλάνο και η Κάρμεν Λάντι. H τραγουδίστρια, συνθέτρια, ηθοποιός και ζωγράφος χώρισε με την φίλη της την παραμονή των συναυλιών της στην Αθήνα και δεν άντεξε να έρθει. Τουλάχιστον ειδοποίησε. Δύο χρόνια μετά τη συγχώρεσαν κι η ντίβα τελικά τραγούδησε στο Half Note.
Το live του στο Μετς ήταν το κύκνειο άσμα για τον σαξοφωνίστα Φράνκ Μόργκαν. Ο περίφημος μουσικός που πέθανε στη Μινεάπολη την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007 -από επιπλοκές που οφείλονται σε καρκίνο-, το Νοέμβριο είχε παίξει στο Half Note. Εφυγε δύο ημέρες πριν από τα 74α γενέθλιά του.
Σαν σολίστας είναι μοναδικός, αλλά στην υγεία του τραγικά αμελής. Ο μέγας Σόνι Φόρτσουν, συνεχιστής της παράδοσης του Τζον Κολτρέιν, κατά πολλούς, σε μια από τις επισκέψεις του στην Αθήνα, αισθάνθηκε ενοχλήσεις. Ο ίδιος απέδωσε τη δυσφορία στο καυσαέριο, αλλά οι άνθρωποι του Half Note που δεν πείστηκαν από την ιατρική του διάγνωση τον πήραν σηκωτό στο γιατρό. Το πιεσόμετρο έφτασε με την πρώτη μέτρηση στο 28 κι έτσι σηκωτός μπήκε στο Ωνάσειο όπου ανακάλυψαν ότι πάσχει από σοβαρότατο πρόβλημα νεφρών. Εκτοτε αποκαλεί τον Τάκη Γεώργα «θείο» και ξέρει πως το καυσαέριο δεν ανεβάζει την πίεση.
Εκείνοι που δεν έδειχναν να επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες ήταν οι μουσικοί της μπάντας χάλκινων του Μπόμπαν Μάρκοβιτς. Ο Σέρβος κι η ορχήστρα του –ζωή να ‘χουν- κατέχουν το ρεκόρ φαγητού της 20ετίας. Ετρωγαν ατελείωτες ποσότητες. Πριν, μετά και κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων.
Το άγχος στις εμφανίσεις του Αρτσι Σεπ ήταν γενικά πολλαπλό γιατί πέραν του υψηλού κασέ, ήθελε και ειδική αντιμετώπιση προκειμένου να πειστεί να βγει στη σκηνή. «Τον έτρωγε το άγχος», θυμούνται τα δύο αδέρφια. «Του μιλούσαμε, τον παρακαλούσαμε, κάναμε ειδικές συνεδρίες ενθάρρυνσης και – με φοβερές καθυστερήσεις- έβγαινε να παίξει».