Είναι βράδυ Χριστουγέννων και ο Φραντς Κάφκα κλεισμένος σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο γράφει σελίδες, σκίζει σελίδες, πανικοβάλλεται στη σκέψη ότι καμία από τις ιδέες του δεν είναι αρκετή. Καμία δεν μπορεί να αποκτήσει σώμα ιστορίας. Η πανσιόν στην οποία διαμένει, ένα φτωχικό, γκρίζο κτίριο, δονείται από τους ύμνους και τα κάλαντα των υπόλοιπων θαμώνων. Ο Φραντς Κάφκα σκύβει το κεφάλι. Κλείνει τα αυτιά του ολότελα καταπτοημένος. Του χτυπούν την πόρτα: ανοίγει, θέλουν να τον φιλέψουν, να του τραγουδήσουν – ω, Θεέ μου πόσος εκνευρισμός τον καταλαμβάνει. Κλείνει την πόρτα με πάταγο και καταδύεται ξανά στον εαυτό του. Κι όμως, η πόρτα του ξαναχτυπάει: αυτή τη φορά είναι μια ταχυδρόμος, καλοντυμένη και πλουμιστή. Δεν είναι μια τυχαία ταχυδρόμος, του φέρνει ένα δώρο, ένα μεγάλο κουτί που δεν έχει αποστολέα. Ο Κάφκα συνθλίβεται από τα χτυπήματα της μοίρας. Οταν ανοίγει το κουτί διαπιστώνει πως κάποιος του κάνει πλάκα: βρίσκει μια ολόσωμη φόρμα μαμούνας την οποία στην αρχή απεχθάνεται και θέλει να την επιστρέψει πίσω. Συμβαίνουν πολλά στο μεταξύ: το κλειστοφοβικό περίγραμμα της ζωής του παραμένει, ενώ έξω όλος ο κόσμος γιορτάζει τα Χριστούγεννα. Γέλια και τραγούδια κατακλύζουν την πόλη. Τότε του έρχεται η ιδέα να γράψει την «Μεταμόρφωση».
Θα μπορούσε να είναι έτσι τα πράγματα; Τουλάχιστον, έτσι τα είδε ο σκηνοθέτης Πίτερ Καπάλντι όταν γύριζε τη ταινία μικρού μήκους «Franz Kafka’s it’s a wonderful life» που του χάρισε το 1995 το πρώτο βραβείο σε αρκετά διαγωνιστικά φεστιβάλ.
Τα Χριστούγεννα των συγγραφέων και των ποιητών δεν μοιάζουν με των άλλων ανθρώπων. Να είναι το άχθος των δημιουργών που μετατρέπει τις μέρες γιορτής και σχόλης σε βάρος και ευθύνη; Ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας εκ σημαντικότερων ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, με έντονο το στοιχείο του παραλόγου και της ανάγκης για υπέρβαση του τρόμου που άφησε στη ζωή των ανθρώπων ο πόλεμος, έχει ασχοληθεί πολλάκις με τα Χριστούγεννα. Γράφει στο ποίημα «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»: Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987/εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987/ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!/ σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…/Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά./Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε/ὁ Διονύσιος Σολωμὸς/πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε/ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος/πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Μπουζιάνης/πόσα ὁ Σκλάβος/πόσα ὁ Καρυωτάκης/πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε/ὁ Σκαλκώτας/πόσα/πόσα/ Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν.
Μα, και στο ποίημα «Ο νεκρός στις γιορτές» αναφέρει: Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια/
σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα/(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου/δὲ θέλει δῶρα/δὲ θέλει χρήματα/πάγο καὶ χρόνια/χιόνια καὶ πάγο/σκισμένα ροῦχα/ἀχνὰ παπούτσια/ὁ χρυσὸς νεκρὸς… Ενώ στα «Χριστούγεννα 1943» η ελπίδα συναντάει τον ζόφο: Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες/γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε/κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες τους/τρεις πεθαμένους κύκνους/και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό/οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο/ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης/ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες/ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της.
Κι όμως, η λυτρωτική διαμεσολάβηση της τέχνης, της ποίησης και των λέξεων του δημιουργού, συχνά εμφανίζονται στην ελληνική λογοτεχνία και με τρόπο θρησκευτικά εκστατικό. Θα γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης στην «Γέννηση»: «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”. Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»
Για να έρθει η οντολογική ποίηση του Νίκου Καρούζου να αφήσει μια χροιά μεταιχμιακή στην ημέρα της γέννησης. Γράφει στα «Χριστούγεννα του σταλαγμίτη»: Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας/στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος/και του έδωσαν το όνομα Καρπός/όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων/με τους ανέμους όταν λευκάζουν το χειμώνα./Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο/κι ανεβαίνοντας/σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό/κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη/του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ κι ανάερο./Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει/κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια/μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια/λάμποντας το Ένα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο μέγας μύστης της ελληνικής λογοτεχνίας, συνήθιζε να λέει πως: «Εάν το Πάσχα είναι η λαμπροτάτη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η συγκινητικωτάτη»!». Οι άνθρωποι των χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, που κάποιες στιγμές βασανίζονται από στερήσεις και το κακό, βρίσκουν απάντηση στην πίστη, στην μακροθυμία, στην χρηστότητα που τα βιώνουν σαν φωτοχυσία. Οι πολυμέριμνοι, οι γεμάτοι από μιαν αρρωστιάρικη περιέργεια, δεν γεύονται τη χαρά και τη ζεστασιά της Γέννησης του Χριστού. Κι όπως λέγει ό άγιος, «ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς».
Στα κείμενα του κοσμοκαλόγερου, ο ξενιτεμένος στρέφει ασταμάτητα με μεγαλύτερη νοσταλγία τη σκέψη στην πατρίδα, ο σκλαβωμένος αναθυμάται τα ελεύθερα Χριστούγεννα, όταν τίποτε δεν εμπόδιζε τις εκδηλώσεις της χαράς, κι όταν η οικογένεια ζει με στερήσεις, πόση αγωνία και προσπάθεια κάνει για να εξασφαλιστούν τα στοιχειώδη στο χριστουγεννιάτικο δοξαστικό γεύμα.
Στο περίφημο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Έρωτας στα χιόνια» ο καημένος ο μπαρμπα-Γιαννιός σβήνει μέσα στην παγωνιά χωρίς να βρει ανταπόκριση στο αίσθημα του. Ενας άλλος συγγραφέας, ο Στέφανος Δάφνης, που είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Θρασύβουλου Ζωιόπουλου, περιλαμβάνει στο έργο του πολλά ηθογραφικά στοιχεία.
Στο διήγημα «Ο ξένος των Χριστουγέννων» περιέχει και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πρόκειται για κλασικό «ηθογραφικό διήγημα», στο οποίο τα λαογραφικά στοιχεία αφθονούν γύρω από τη γιορτή Χριστουγέννων. Ειδικότερα, εδώ, αναφέρεται στην αξία που δίνει στην φιλοξενία ο ελληνικός λαός και στην παράδοση του οικογενειακού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, όπου η οικογένεια μαζεμένη στο σπίτι, με επικεφαλής τον παππού, απολαμβάνει το ιδιαίτερα πλούσιο και ωραίο γιορταστικό φαγοπότι. Στο παραπάνω διήγημα, αναφέρεται πως, ενώ βρίσκονταν στο τραπέζι οι άνθρωποι του σπιτιού, σε κάποια στιγμή αντιλαμβάνονται κάποιον ξένο, τρομαγμένο, ρακένδυτο, ίσως και κάπως ύποπτο στο κατώι. Ομως η οικογένεια τον παίρνει με το ζόρι σχεδόν στο σπίτι και τον δέχεται στο τραπέζι. Κι αυτό, γιατί το επιβάλλει η μέρα, αφού, ο Χριστός γεννήθηκε για όλους, καταργώντας κάθε είδους διάκριση και ρατσισμούς και ιδιαίτερα σε τέτοιες μέρες η φιλοξενία είναι ιερή. Οπως αναφέρει ο Δάφνης, στο διήγημα, όλων τα μάτια έπεσαν βουβά κι ερωτηματικά πάνω στον παράξενο ξένο, που πιθανώς να ήταν κατάδικος ή ακόμα ο ίδιος ο Χριστός, που τελικά βγαίνει αθόρυβα στον κόσμο τέτοιες μέρες, δοκιμάζοντας την ανθρώπινη συμπόνια και φιλανθρωπία.
Ο λυρικός Γιάννης Ρίτσος συμπληρώνει σε ένα ποίημά του για την ημέρα της γέννησης του Χριστού: ««…Κάνε, καλέ θεούλη νάχουν όλα τα παιδάκια/ ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια./Κάνε, καλέ θεούλη νάναι όλοι καλά/ έτσι που και μεις να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας/…Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις, κοριτσάκι./ Να το θυμάσαι, κοριτσάκι»!..».
Ο Οδυσσέας Ελύτης, το διαυγές φως της ελληνικής ποίησης, με ολιγαρκή διάθεση (αλλά πλέρια τη φυσιολογία της) γράφει: «…Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/ να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος/ λίγο φαΐ, λίγο κρασί/ Χριστούγεννα κι Ανάσταση», ενώ ο Κωστής Παλαμάς, βαθιά θρησκευόμενος, γράφει στο ποίημα «Χριστούγεννα»: Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,/ και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,/ βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός./ Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός/Είδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, στοιχειά,/ της νύχτας μέσα μου ο λαός κυλιέται και κουνιέται,/ και μέσα στη χιλιόδιπλη καρδιά μου μια σπηλιά,/ κι ένας Χριστός γεννιέται».
Χρόνια μετά, ο Γιάννης Κοντός, σημαντικός ποιητής της γενιάς του ’70, αναφέρει: «Τι να έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς; Το χιόνι σφυρίζει και συνεχίζει να τα χτυπά αλύπητα…Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν/ στη γωνιά, με τους ώμους τους να διψούν για χάδι.».
Για τα Χριστούγεννα γράφει και ο μέγιστος πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα, ακολουθώντας το μόνιμο δρόμο της αναρώτησης μπρος στα παράδοξα της ζωής: «Γεννιέται ένας Θεός. Άλλοι πεθαίνουν. Η αλήθεια/ούτε ήρθε, ούτε υπήρξε: το λάθος άλλαξε/έχουμε τώρα μια ανταλλάξιμη αιωνιότητα/κι ήταν πάντα καλύτερο αυτό που συνέβη./Τυφλή γνώση οργώνει το άχρηστο χώμα/τρελή πίστη ζει της λατρείας το όνειρο./Ένας νέος Θεός είναι μόνο μια έκφραση,/κι αυτό είναι όλο./Μην ερευνάς, μην εμπιστεύεσαι:/όλα είναι άλυτο αίνιγμα.»
Μέσα στην ευωχία και τη γιορτινή ραστώνη, μεγεθύνονται οι ατέλειες και οι αδικίες του κόσμου. «Των άγριων λαών η ορμητική αντάρα» θα γράψει ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης που στο ποίημά του «Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία» τρέμει μήπως δεν τα καταφέρει να μπει στο πνεύμα της γιορτής και αντί για ύμνο των Χριστουγέννων καταλήξει να γράψει θρήνο. Ο θαλπερός ανθρωπιστής, Νικηφόρος Βρετάκος θα γράψει στο ποίημα «Το παιδί με τη σάλπιγγα» γράφει για νύχτες ορατές νότες, έγχρωμες: «Αν μπορούσες να ακουστείς/θα σου έδινα την ψυχή μου/να την πας ως την άκρη του κόσμου./Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα/αναμμένα για τα Χριστούγεννα – στο τζάκι του νέγρου/ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά/στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο./Αν μπορούσες να ακουστείς/θα σου έδινα την ψυχή μου/να την κάνεις τις νύχτες/ορατές νότες, έγχρωμες,/στον αέρα του κόσμου.»/.
Και κάπως έτσι νιφάδες, λέξεις, κάλαντα, ποιήματα, γραμμένες σελίδες, γλυκά και μια παράξενη θλίψη (ραμμένη μέσα στο σώμα της χαράς), έρχονται να συμπληρώσουν μια τόσο ιδιαίτερη ημέρα. Φανταστείτε, στην ταινία του Καπάλντι, ακόμη και ο Φραντς Κάφκα στο τέλος τραγουδάει έμπλεος χαράς και ευγνωμοσύνης.